Sylvain Gaboury / Getty Images
MASTERCHEF

Fredrik Berselius: Ποιος είναι ο chef που είδαμε στον τελικό του MasterChef

Το προφίλ του βραβευμένου με δύο αστέρια Michelin chef και συνιδιοκτήτη του Aska, που διαπρέπει με έμπνευση από τη σκανδιναβική φύση στη Νέα Υόρκη.

Γεννήθηκε στη Στοκχόλμη, όμως πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της μαγειρικής του καριέρας στη Νέα Υόρκη. Ο 37χρονος Σουηδός Fredrik Berselius, που έκανε την εμφάνισή του στον τελικό του MasterChef είναι ο chef και συνιδιοκτήτης του Aska (στάχτες στα σουηδικά), ενός εστιατορίου με νεοϋορκέζικο στυλ αλλά σκανδιναβικές ρίζες, που βρίσκεται στο Williamsburg του Brooklyn. Εκεί, ο ταλαντούχος chef σερβίρει εποχιακά μενού γευσιγνωσίας με τη δική του μοναδική οπτική, σε μία ανακαινισμένη αποθήκη του 1860.

Ο Berselius άνοιξε το εστιατόριό του το 2012 σε μία μικρότερη τοποθεσία, και κατάφερε να κερδίσει ένα αστέρι Michelin μέσα στον πρώτο κιόλας χρόνο λειτουργίας του. Το έκλεισε το 2014 για να βρει έναν μεγαλύτερο χώρο και μετά από μία εκτεταμένη ανακαίνιση, το Aska άνοιξε ξανά το 2016 και έλαβε γρήγορα μια βαθμολογία δύο Michelin. Είναι ένα από τα εννέα εστιατόρια στη Νέα Υόρκη που κατέχουν αυτή την τιμή και ένα από τα δύο εστιατόρια στο Brooklyn.

«Το Aska είναι εμπνευσμένο από τη φύση, τη Νέα Υόρκη όπου και βρισκόμαστε, και τα συστατικά και το τοπίο της βορειοανατολικής περιοχής των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, έχοντας μεγαλώσει στη Σουηδία, φυσικά, η φιλοσοφία μας βασίζεται επίσης στη σκανδιναβική μαγειρική, τις γεύσεις και τα συναισθήματα» λέει ο chef για το εστιατόριό του.

Ο Berselius μεγάλωσε δίπλα στο δάσος, όπου ανέπτυξε μια ισχυρή σύνδεση με τη φύση – και αυτή η σύνδεση αντανακλάται πλέον σε όλα τα μενού του. «Το καλοκαίρι, θα τρώγαμε μούρα και μανιτάρια και άλλα άγρια είδη, όπως κάνουν οι περισσότεροι Σουηδοί» λέει σε συνέντευξή του στο Michelin Guide. «Εάν ένας γείτονας είχε πολλά μήλα κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα γενναιόδωρης χρονιάς, θα τα μοιράζονταν πάντα μαζί μας και θα τα απολαμβάναμε και θα διατηρούσαμε οτιδήποτε έμενε. Είχαμε πάντα αποθηκευμένη τροφή. Είναι κάτι σύνηθες στη Σουηδία».

Στις αρχές των 00s, δούλεψε σε διάφορα πόστα στις κουζίνες του Λονδίνου ενώ έκανε αίτηση στο Central Saint Martins για σπουδές πάνω στην Τέχνη. Όταν δεν πήγαινε για μάθημα, το «έριχνε» στη μαγειρική. Θέλοντας μία αλλαγή στη ζωή του, ο Berselius  αποφάσισε να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη. Εκεί, σπούδασε Διατροφολογία στο Gourmet Institute. Στη συνέχεια, άρχισε να δουλεύει σε εστιατόρια της Νέας Υόρκης ως chef de cuisine, όπως στο ιταλικό Falai (πλέον κλειστό), καθώς και εστιατόρια με αστέρι Michelin όπως το Seasonal (κλειστό), το Aquavit και το Per Se.

Η μητέρα του ήταν εξαιρετική μαγείρισσα. Ο ίδιος λέει ότι δειπνούσαν πάντα στο σπίτι και σπάνια έβγαιναν για φαγητό σε εστιατόρια. Για όσο διάστημα το μαγείρεμα ήταν μέρος της παιδικής του ηλικίας, ο Berselius πίστευε ότι θα γίνει επαγγελματίας snowboarder. «Έκανα snowboard σε αγώνες. Δεν ήξερα τίποτα για τον κλάδο της εστίασης και ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα μπορούσα κάποια μέρα να γίνω chef, όσο κι αν μου άρεσε και εκτιμούσα το καλό φαγητό». Την πρώτη του πραγματική επαφή με τον κλάδο την είχε μέσω της αδελφής του Michaela.

Όταν ο Berselius ήταν έφηβος, εκείνη μετακόμισε στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του ’90 για να σπουδάσει τουριστικά. Είχε αρκετούς φίλους που συνεργάστηκαν με τον Alain Ducasse και τον Pierre Koffmann. Ο χρόνος που πέρασε στο Λονδίνο για να επισκεφτεί την αδερφή του, του άνοιξε την πόρτα στις κουζίνας. «Θα άκουγα ιστορίες σχετικά με το fine dining και όλη την πίεση και τον ενθουσιασμό που το συνόδευε. Ήταν σαν να παίζεις σε μια παράσταση κάθε βράδυ. Το βρήκα συναρπαστικό και φυτεύτηκε έτσι ένας σπόρος μέσα μου». To 2018, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο μαγειρικής από τις εκδόσεις Phaidon, με τίτλο Aska.