H λιπαρή ευτυχία ενός αμερικάνικου μπέργκερ
Βράδια και πρωινά σε ένα diner του Los Angeles: Μια απόπειρα γευσιγνωσίας χωρίς κανένα αντικειμενικό κριτήριο.
- 15 ΣΕΠ 2019
Τα πρωινά στο Λος Άντζελες μπορείς να τα περιγράψεις μουσικά με κάτι που να προέρχεται από τη σύγχρονη αμερικάνικη ποπ. Η Taylor Swift και η Charlie XCX μπορούν να περιγράψουν με άνεση την ηλιόλουστη ευδαιμονία του να περπατάς το πρωί σε αυτή την πόλη. Αυτό όμως είναι μια εντελώς διαφορετική συζήτηση. Σήμερα θα μιλήσουμε για φαγητό, για βραδινές εξορμήσεις σε παραδοσιακό, old school μπεργκεράδικο του Λος Άντζελες και θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε αυτή την γευστική ηδονή που βιώνεις από την πρώτη κιόλας δαγκωνιά ενός ζουμερού, λιπαρού, εξωπραγματικά γευστικού μπέργκερ. Να πέσει η μουσική παρακαλώ.
Let’s put a new coat of paint, on this lonesome old town
Set ’em up, we’ll be knockin’ ’em down
You wear a dress, Baby I’ll a tie
We’ll laugh at that old bloodshot moon
In that burgundy sky
(Tom Waits, ‘New Coat of Paint)
Η Αναζήτηση
Το πρώτο πράγμα που αναζήτησα όταν πάτησα το πόδι μου στο Λος Άντζελες, πριν δώσω το παρόν στην ονειρεμένη παρουσίαση του NBA2K20, αράζοντας στο ίδιο σαλόνι με τους Dwayne Wade και Anthony Davis, ήταν ένα γνήσιο αμερικάνικο diner. Δεν μπορώ να φανταστώ πιο διαχρονικό σημείο αναφοράς της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας, από εκείνο το μέρος που μπορείς το πρωί να φας french toast και pancakes πίνοντας λίτρα καφέ, το μεσημέρι και το βράδυ να παραγγείλεις την αγαπημένη σου μπριζόλα, ένα cheesburger ή να ελιχθείς σε επιλογές όπως τηγανητό κοτόπουλο ή αυγά που παραχαιδεύονται από αμέτρητους διαδρόμους κριτσανιστού, ζουμερού μπέικον. Το Original Pantry Cafe, βρισκόταν μόλις δυο τετράγωνα μακριά από το ξενοδοχείο μου. Ήταν όλα όσα περίμενα.
Αρχικά όμως, υπήρξε ένα μικρό εμπόδιο:
Η Βρετανίδα συνεργάτιδα Alison μαζί με τον Ιταλό συνάδελφο Ντάβιντε προτίμησαν να μην είναι στην παρέα μου και να αναζητήσουν λύσεις όπως σούσι και άλλες εξωτικές κουζίνες σε κοντινό food market. Ό βασικός λόγος γι`αυτή την επιλογή, ήταν ότι, σε μια πόλη όπως το Λος Άντζελες, που το 98% των συναλλαγών γίνεται με πιστωτική κάρτα, το Pantry, όπως το λένε οι φανατικοί θαμώνες του, δέχεται αυστηρά μόνο μετρητά.
Αφήνοντας στην άκρη ψευτοδιλήμματα όπως ‘μετρητά ή κάρτα;’ χαιρέτησα την κοπέλα στο ταμείο (που είχε περιφραχθεί από κάγκελα) και αμέσως ο κουστουμαρισμένος (!) σερβιτόρος με κατηύθυνε στο τραπέζι μου.
Εκεί που όλοι σε φωνάζουν με το μικρό σου όνομα
Το Pantry, όπως έγραφαν και οι ταμπέλες του, είναι ένα μαγαζί που έχει καταφέρει να μείνει ανοιχτό από το 1924 μέχρι σήμερα, σερβίροντας φαγητό από τις 4 το πρωί ως τις 12 το βράδυ, κάθε μέρα. Ο ισχυρισμός αυτός απέχει ελαφρώς από την αλήθεια, καθώς το 1997 το μαγαζί είχε μείνει κλειστό για μια ημέρα, λόγω ελέγχου από επιθεωρητές υγείας. To μαγαζί ανήκει στον πρώην δήμαρχο του Λος Άντζελες Ρίτσαρντ Ριόρνταν και μερικοί από τους πιο φανατικούς θαμώνες του κατά καιρούς έχουν υπάρξει οι: Bill Clinton, Mike Tyson, John Travolta, Andy Garcia, Paula Abdul, Kat Von D, David Hasselhoff, Kevin James. Ο θρύλος λέει πώς κάποτε ένας από τους σερβιτόρους του Pantry έμοιαζε τόσο πολύ στον Bogart, που οι πελάτες του είχαν βγάλει το ψευδώνυμο ‘Bogie’.Όμως ο πραγματικός σελέμπριτι δεν είναι κάποιος από τους πελάτες.
Κάθομαι και παραγγέλνω το Original Pantry Burger μαζί με λεμονάδα. Ο σερβιτόρος έχοντας πάρει την παραγγελιά μου, με ξαφνιάζει με μια ντρίπλα στο σερβίρισμα, φέρνοντας σαν ορεκτικό μια σαλάτα coleslaw. Για να είμαι ακριβής, η coleslaw μοιάζει πνιγμένη σε μια τρικυμία μαγιονέζας, παρ`όλα αυτα καταφέρνει να λειτουργήσει ως μια ιδανική ‘προθέρμανση’ για την γευστική οβίδα που θα δεχθεί το στομάχι μου. Μαθαίνω ότι είναι παράδοση, για κάθε πελάτη που έρχεται για φαγητό στο Pantry, να απολαμβάνει δωρεάν μια σαλάτα coleslaw. ‘Δεν θα σας απογοητεύσω παιδιά’ σκέφτομαι, αναμένοντας το μπέργκερ μου.
Γύρω μου η ζωή του Los Angeles φοράει τα πιο- μη φανταχτερά- ρεαλιστικά ρούχα της. Τουτέστιν, αγόρια και κορίτσια απολαμβάνουν μια κόκα κόλα σε κατάσταση ραντεβού, εργάτες που μόλις έχουν σχολάσει, δίνουν μάχη με παϊδάκια και πατατοσαλάτα σε γλυκό ντους από σάλτσα gravy, ανυποψίαστοι τουρίστες ψάχνουν, ψάχνονται, προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν το λιτό και απέριττο μονοσέλιδο μενού. Τώρα όμως, ησυχία παρακαλώ. Μην σας λεω, μη μιλάτε, το μπέργκερ μου έχει φτάσει.
Εγώ και το Original Pantry Burger
Μπορεί να θυμάσαι αυτό τον εντυπωσιακό μονόλογο, αυτή τη γεμάτη ρομαντικές εικόνες παρλάτα του Μάρσαλ για τα μπέργκερ, σε επεισόδιο της σειράς ‘How I Met Your Mother’. Κι εμένα εκεί πήγε το μυαλό μου, στο πρώτο συναπάντημα με το πιάτο. Στην πρώτη μπουκιά όμως, με το τσένταρ να αγκαλιάζει και ταυτόχρονα να μαστιγώνει με γλυκιά διαστροφή το μπιφτέκι, με την ροδέλα ντομάτας να κάθεται στον αναπαυτικό μαρουλένιο θρόνο της και τις τηγανητές πατάτες απλωμένες στο πιάτο, σαν παιδιά που παίζουν ανέμελα στο δάσος, ένιωσα ευτυχία.
Μπορείς άραγε να περιγράψεις επαρκώς την ευτυχία; Ίσως για κάποιους, τα παραπάνω λόγια μου να αρκούν. Πίστεψέ με όμως, δεν αρκούν. Κάθε μπουκιά ήταν και ένα συναίσθημα, κάθε επίγευση και ένα επιφώνημα χαράς – ακόμα και βογγητό – που έβγαινε ακούσια από τα χείλη μου. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις την απλότητα σε ένα πιάτο, όταν έχει επιτευχθεί με έναν τόσο εντυπωσιακό τρόπο. Δεν υπήρχε κάποια παράξενη σος, μόνο κέτσαπ, μαγιονέζα και ταμπάσκο στην άκρη του πιάτου μου. Οι πατάτες δεν ήταν έντεχνες, ψαγμενες, σε σχήμα κεράτων ταράνδου, ήταν απλές, τραγανιστές, βουτηγμένες στο αλάτι, french fries. Το μπιφτέκι ήταν ψημένο medium rare, όπως ακριβώς το είχε ζητήσει, το ψωμί δεν είχε έρθει στο πιάτο μου από οικολόγους προσκυνητές του Μοντεσίτο (δεν έχω ιδέα αν υπάρχει κάτι τέτοιο), ήταν απλώς αφράτο. Το τσένταρ έκανε την βρώμικη δουλειά, χάιδευε με τη λιωμένη επιφάνεια του, το γεμάτο χυμούς κρεατικό που αναπαυόταν ανάμεσα στα ψωμάκια. Ποιος μπορεί να ανταγωνιστεί την απλότητα στην καλύτερη της εκδοχή; Κανείς.
Το πιο ρομαντικό ρέψιμο, στο τέλος
Τίμησα το φαγητό μου ως το τελευταίο ψίχουλο και απέδωσα στον σερβιτόρο το αντίτιμο του λογαριασμού μαζί με tip, όπως επιβάλλει σε κάθε αμερικάνικο diner η σωστη σχέση πελάτη- σερβιτόρου. Προηγουμένως, για να με βοηθήσει στο μακέλεμα του μπέργκερ μου, είχε γεμίσει τρεις φορές με λεμονάδα το ποτήρι μου, ώστε να μη διψάσω ποτέ. Δεν υπάρχει έξτρα χρέωση σε αυτά τα πράγματα, θεωρούνται προβλεπόμενες καταστάσεις που δείχνουν σεβασμό στο δικαίωμα του πελάτη στην κοιλιοδουλίαση. Ένα ρέψιμο πριν φύγω, έριξα μια κλεφτή ματιά σε όλο το μαγαζί, στην ψησταριά, στον κόσμο που έπινε μια μπύρα στην μπάρα, στις οικογένειες, τις παρέες, τους μοναχικούς που απολάμβαναν ένα πιάτο φαΐ. Μερικές φορές δεν χρειάζεται πολλά πράγματα για να είσαι ευτυχισμένος, μόνο ένα καλό πιάτο φαΐ και ένα χαμόγελο. Α, και ένα ποτήρι αναψυκτικού που δεν αδειάζει ποτέ.