ΦΑΓΗΤΟ

Η σωστή η αλοιφή είναι το ήμισυ του παντός

Τζατζίκι, τυροκαυτερή, φάβα. Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος αναδεικνύει τη σημασία που έχει μια καλή "αλοιφή" για την απόλαυση του φαγητού.

Η τύχη τα ‘φερε έτσι ώστε να μεγαλώσω περπατώντας πολύ συχνά στην οδό Μακρυγιάννη. Λόγω σχολείου, δουλειάς του πατέρα μου και εν συνεχεία δικής μου και πλέον (νέας) γειτονιάς. Οπότε οι ξεροψημένες σκανδιναβικές μύτες, οι κάλτσες με σανδάλια και οι ατομικές χωριάτικες ανήκουν στην ημερήσια διάταξη.

Θλίψη.

Δεν μπορώ να σκεφτώ -πρόχειρα- κάτι πιο θλιβερό από τραπέζι τουριστών στην πλάκα. Χωριάτικη σαλάτα ατομική και ένα κυρίως ο καθένας, συνήθως μαγειρευτό. Τα χέρια μου πληκτρολογούν λέξεις και το στομάχι μου σφίγγει. Όχι λόγω της μεσημεριανής λιγουρίτσας, λόγω του αποτρόπαιου θεάματος.

Μεγαλώσαμε σε μια χώρα που το τρώω έξω σημαίνει μάχη. Σημαίνει μπινελίκια στη μέση, σαλάτες σε πιρούνια, σε παπάρες και σε τραπεζομάντηλα, μερικά σκόρπια τι άλλο περιμένουμε και τασάκια να σβήσουμε τα πιρούνια. Και αλοιφές. Ξέχασα τις αλοιφές.

Τον όρο τον άκουσα για πρώτη φορά στον στρατό από τον μέγιστο Δούλτσο, που εκτός του ότι ξέρει να τρώει, το φαγητό είναι το επάγγελμα του. Σε κάθε μπουκιά έλεγε “το έκαναν έτσι, έβαλαν αυτό, αυτό είναι κατεψυγμένο” και άλλα τέτοια εκνευριστικά, την ώρα που οι δικές μου σκέψεις όταν τρώω είναι γιατί έχει βάλει το γαμ@%Γμένο μπουκάλι μπύρας μπροστά και ενοχλεί.

 

Εκείνη η τυροκαυτερή στην Πεινακοθήκη (για τα κακά λογοπαίγνια των σουβλατζίδικων τα ‘χουμε πει) ήταν ένα από τα ελάχιστα πράγματα που με έκαναν εν μέσω θητείας να αισθάνομαι άνθρωπος. Και εντέλει με τα χρόνια έμαθα ότι ο όρος αλοιφή έρχεται από τα βόρεια – Θα πω (γράψω) Θεσσαλονίκη, χωρίς να είμαι σίγουρος – και επί της ουσίας περικλείει τα εις-σαλάτα ουσιαστικά που αποτελούν χώρο προσγείωσης ψωμιού και πηγή λεκέδων σε παντελόνια και βερμούδες. Μελιτζανοσαλάτα, ταραμοσαλάτα, ρεγγοσαλάτα και πάει λέγοντας. Συν τις άλλες κραταιές δυνάμεις που δεν λήγουν σε “σαλάτα”. Όπως το τζατζίκι, η κοπανιστή και φυσικά η μητέρα όλων: η τυροκαυτερή. Και η φάβα. Παραλίγο να ξεχάσω τη φάβα.

Υπάρχουν αυτοί που παραγγέλνουν μελιτζανοσαλάτα. Αλλά ως γνωστόν με ανώμαλους δεν μιλάω. Η συγκεκριμένα φάρα δεν θα μας απασχολήσει. Η μελιτζανοσαλάτα είναι η ντροπή των αλοιφών και το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην ασχοληθούμε ξανά μαζί της.

Η μια και η μοναδική, η αρχόντισσα, η μόρτισσα, η βασίλισσα, η Ντενέρις Ταργκάριαν των αλοιφών είναι η τυροκαυτερή. Ειδικά αν είναι σπιτική. Και καυτερή. Όσο καυτερή πρέπει να είναι μια τυροκαυτερή που σέβεται το όνομα της. Έχω την εντύπωση ότι από εκεί γεννήθηκε και η έκφραση “με έκανε αλοιφή”. Αναφέρεται στην τυροκαυτερή και την κυριαρχία της έναντι των υπολοίπων αλοιφών. Και αν θέλουμε να μιλήσουμε για σωστό ελληνικό τραπέζι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τρεις (απαράβατους) κανόνες:

α) τη σαλάτα δεν θα την ξαναβάλεις στο πιάτο σου, την σαλάτα . Την τρώμε μόνο από μέσα. Σαν άνθρωποι. Όχι σαν Ουρσουλίνες.

β) τυροκαυτερή. Πάντα. Και με τα πάντα.

γ) ανελέητο bullying σ’ αυτούς που δεν τρώνε τη φέτα.

 

Πίσω στην τυροκαυτερή όμως. Χρησιμεύει για ψωμούγκες μέχρι να έρθουν τα πρώτα, για να σβήσουν οι πατάτες, ακόμη και για συνοδευτικό εντός σουβλακίου/τυλιχτού ή όπως το λέει ο καθένας, δεν θα τα χαλάσουμε τώρα. Αν δεν με πιστεύεις πήγαινε να δοκιμάσεις χοιρινό κοντοσβούλι, ντομάτα και τυροκαυτερή στον Καλύβα και τα λέμε μετά. Αν τώρα πας όντως και δοκιμάσεις να ρωτήσεις αν είναι κάποιος από την ομάδα μπάσκετ του Κουκακίου για να σου κάνει και ένα μαγικό κόλπο.

Από εκεί και πέρα υπάρχει και το πατροπαράδοτο τζατζίκι. Ή σαντζίκ όπως το μάθαμε στην Τράκαινα στην Ελαφόνησο. Αυθεντικό, όχι άνευ. Αν δεν θέλεις σκορδάρα, πάρε γιαούρτι φίλε μου. Όταν τρώμε τζατζίκι, τρώμε τζατζίκι. Που είναι τόσο καλό, όσο περισσότερο το νιώθεις μέσα στα σωθικά σου όλο το βράδυ. Μην σου πω και μέχρι την επόμενη ημέρα. Κι οι τύποι της Trident τι θα κάνουν; Κλέφτες να γίνουν; Έτσι, όμως, πάει. Το καλό τζατζίκι αφήνει το στίγμα του, σαν τατουάζ. στο στόμα ή σαν άλλη παρομοίωση που θα έβγαζε περισσότερο νόημα.

Έχω εξηγήσει ξανά την θεωρία μου για την ισορροπία στη φύση. Δεν θυμάμαι σε ποιο κείμενο, οπότε ένα λινκ λιγότερο για σας. Να δούμε για παράδειγμα το καρπούζι. Το καρπούζι – ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας – είναι το απόλυτο φρούτο. Οπότε αν το καρπούζι δεν είχε κουκούτσια τότε θα έπαιζε χωρίς αντίπαλο και ο κόσμος θα έτρωγε μόνο αυτό. Κανένα άλλο. Σκέψου επίσης τον καρχαρία. Φαντάσου τον καρχαρία να μπορούσε να βγει στην στεριά τι θα γινόταν. Μακελειό. Σκέψου το καλοκαίρι χωρίς κουνούπια και αφόρητη ζέστη. Δεν θα ήταν αδικία για τις άλλες εποχές; Σιγά μην είχε γράψει ο Βιβάλντι το “4 εποχές”. Θα είχε κάνει κάτι του στυλ “το καλοκαίρι και οι άλλες οι σάπιες που δεν ασχολείται κανείς”.

 

Η φύση όμως έχει προνοήσει. Το Γιν έχει και Γιαν. Για κάθε Σούπερμαν υπάρχει ένας κρυπτονίτης. Σκέψου οπότε το τζατζίκι χωρίς τη σκορδοκαΐλα. Θα το τρώγαμε για πρωινό, μαζί με το πατημένο κρουασάν,  μαζί με κουλουράκια στον απογευματινό καφέ. Μέχρι και στους τοίχους θα το βάλαμε με σπάτουλα. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τον έναν και απόλυτα, παστουρμά, αλλά για τον λεγάμενο θα τα πούμε άλλη φορά.

Τζατζίκι! Αθάνατη επιλογή και αγαπημένη. Που επίσης πάει με όλα. Βλέπε ντολμαδάκια. Άσχετο (ή μήπως όχι και τόσο), αλλά το καλύτερο ντολμαδάκι στην Αθήνα στην “Κρήτη” στην Κάνιγγος και το λέει ο άνθρωπος με την υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση ντολμαδακίων. Βλέπε κοκορέτσι (Παπαδίτσας βεβαίως βεβαίως) ή λοιπά κρεατικά, κεφτοδοκαταστάσεις και σαγανάκια.

Οι άλλες οι σαλάτες κακά τα ψέμματα είναι πιο εποχικές. Όπως η παρεξηγημένη ταραμοσαλάτα, που δεν είναι αποτελεί μόνο καθαροδευτεριάτικο φαγητό, αλλά μια κάποια λύσις για όλες τις ημέρες του χρόνου. Επίσης αγαπημένη επιλογή αρκεί και πάλι να έχεις αποβάλει από μέσα σου τις φαντάσματα του φαγητού στον στρατό.

Αντίθετα μια πολύ τίμια επιλογή, ειδικά για περιπτώσεις τύπου πάμε να τσιμπήσουμε κάτι πριν τα ποτά, είναι η φάβα. Με κρεμμυδάρα, μπόλικο πιπέρι και κάπαρη. Αριστούργημα. Ξέρεις η φάβα είναι και του σαλονιού και του αλωνιού. Τη βρίσκεις σε μεζεδοπωλεία, τη βρίσκεις και σε εστιατόρια, παντρεμένη ή ελεύθερη. Μέχρι και σε έθνικ μαγαζιά τη βρίσκεις. Τόσο μπροστά.

(Πάλεψα πολύ με τον εαυτό μου για να μην κάνω το παραμικρό αστείο με τη φράση με τον λάκκο και θα ήθελα να εκτιμηθεί, ευχαριστώ).

Έτσι, λοιπόν, είναι τα πράγματα. Για μας τους Έλληνες δεν υπάρχει καλό τραπέζι χωρίς αλοιφή. Αυτό το κάτι για να γλιστράει που λένε. Το πρωί από το οποίο φαίνεται η καλή μέρα. Η αρχή που είναι η ήμισυ του παντός.