Κι ο Έρωντας απ’ το στομάχι περνάει
Μια μικρή Κρητική φωλιά στο κέντρο της Αθήνας που σε κερδίζει από το πρώτο ποτήρι ρακί.
- 27 ΜΑΙ 2014
Από τη στιγμή που κάθησα στο λευκό τραπέζι στη μεσαυλή κοιτώντας την ανθισμένη βουκαμβίλια μέχρι και πριν μερικά λεπτά που ξεκίνησα να ασχολούμαι με αυτό το κείμενο θεωρούσα ότι το μαγαζί για το οποίο θα σας μιλήσω λέγεται “Έρωτας και σταμναγκάθι”. Και είχε ήδη αρχίσει να τραγουδά στο μυαλό μου η Αρβανιτάκη για κάποιον ερωτόκριτο που ξεκάνει δράκους. Και ήθελα να σας πω ότι όπως ακριβώς στον έρωτα ξέρεις από τον πρώτο καιρό ότι αυτό το κορίτσι είναι τόσο διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα, έτσι και στο φαγητό από τα πρώτα κιόλας πιάτα, από τις πρώτες κιόλας κινήσεις ξέρεις αν το μέρος στο οποίο τρως κάνει τη διαφορά.
Οι περισσότεροι θα γνωρίζουν τον έρωντα ως “δίκταμο”. Το σταμναγκάθι το έμαθε αργοπορημένα η Ελλάδα από τον Σκαρμούτσο και ευτυχώς υπάρχει πλέον σε αφθονία σε όλες τις λαϊκές αγορές της χώρας. Μόνο που σε αυτόν τον μικρό γαστριμαργικό παράδεισο που ανακάλυψα μαζί με τους γονείς και την αδερφή μου τρία στενά μακριά από το μετρό της Πανόρμου (Δουκίσσης Πλακεντίας 73, Αμπελόκηποι, τηλ.: 2106984846), το σταμναγκάθι είναι απλά ο συνδετικός κρίκος όλων εκείνων των απλών αλλά τόσο υπέροχων ελληνικών γεύσεων.
Θα μπω κατευθείαν στο θέμα φαγητό. Και θα σας πω στο τέλος το λόγο που αυτό το μαγαζί με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Κατά σειρά εμφάνισης ήρθαν στο τραπέζι, τα εξής:
Το καλωσόρισμα ήταν τα ντακάκια της κεντρικής φωτογραφίας. Τόσο εξαιρετικά που σε “αναγκάζουν” να πάρεις και έναν ντάκο μετά για να εμπεδώσεις τη γεύση της ντομάτας, της φέτας και του τόσο καλού λαδιού. Το λάδι βέβαια θα το βρεις και στο ψημένο ψωμί που έρχεται σε αφθονία στο τραπέζι.
Κι ομολογώ ότι είμαι από τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να τρώνε αέναα ψημένο ψωμί με λάδι και ρίγανη. Αλλά σε αυτή την συγκυρία το ψωμί είχε έναν και μόνο έναν καλοκαιρινό προορισμό. Να κάνει βουτιές, απλωτές και μακροβούτια σε αυτό το εδωειναιοπαραδεισοςκιηκολασηεδω πιάτο. Αυγά με στάκα.
Με τους κρόκους να σπάνε πάνω στη λιωμένη στάκα και μόνο η προσμονή των άλλων πιάτων να σε κρατά από το να παραγγείλεις άλλες πέντε μερίδες. Αλλά κρατιέσαι. Γιατί έρχονται καλτσούνια με μυζήθρα και μέλι.
Με την κανέλα να δένει αρμονικά με το μέλι και το τυρί σε ένα πάρα πολύ νότιμο καλτσούνι. Για την συνέχεια η οικογένεια Χατζηιωάννου είχε επιλέξει λουκάνικο με σταμναγκάθι ψητό.
Για να περάσουμε στα κυρίως, στα οποία ομολογώ ότι παίξαμε πολύ δυνατά (αν εξαιρέσεις ένα διαιτητικό στήθος κοτόπουλο με βραστό σταμναγκάθι που δεν τιμά την παράδοσή μας στις ταβέρνες). Και παίξαμε δυνατά γιατί πήραμε τα τρία βαρυσήμαντα πιάτα του καταλόγου. Ξεκινώντας από τη Ανωγειανή μακαρονάδα.
Μακαρόνια βρασμένα στο ζουμί της γίδας με ένα ωραίο κομμάτι κρέατος και τριμμένη μυζήθρα. Τέτοια μακαρόνια να είχα κάθε μεσημέρι μετά από ένα καλοκαιρινό μπάνιο και ας μην έτρωγα ξανά μακαρονάδα με ψαρικά. Καλά, όχι, το παίρνω πίσω. Αλλά κατάλαβες.
Αυτό ήταν το Τσιγαριστό σφακιανό, το οποίο απ’ ό,τι κατάλαβα ήταν αρνί το οποίο είχε μείνει κάνα δίωρο να τσιγαρίζεται στο λάδι δημιουργώντας μια πάρα πολύ γευστική σάλτσα πάνω στο κρέας. Για την πατάτα η εικόνα μιλά από μόνη της. Χοντροκομμένες φρέσκες τηγανητές πατάτες.
Για το τέλος άφησα να σας δείξω το γαμοπίλαφο. Οκ, ο καθένας σε αυτό το νησί έχει την άποψή του για το πώς πρέπει να γίνεται το γαμοπίλαφο και δεν θα μπω στη διαμάχη. Γιατί δεν με νοιάζει και πολύ όσο υπάρχει μια εκδοχή μπροστά μου. Αυτό το σωστά χυλωμένο θαύμα της κουζίνας ήταν τόσο γευστικό που αν και χορταστικό, σε προκαλεί να πάρεις κουτάλα και να βουτήξεις στην κατσαρόλα.
Το γεύμα έκλεισε με ένα πολύ ελαφρύ ραβανί, αφρό στο στόμα.
Και κάπου εδώ, αφού δηλώσω ότι θα ξαναπάω μετά πάσης βεβαιότητος στο “Έρωντας και σταμναγκάθι” για τους χοχλιούς τους μπουμπουριστούς, το σφουγγάτο με σύγλινο, τον κόκκορα με τα σκιουφιχτά μακαρόνια, το οφτό κρέας και τον ξινόχοντρο σούπα, ήρθε η στιγμή να σας πω εκείνες τις δύο λεπτομέρειες που με κέρδισαν από την αρχή.
Στο μαγαζί αυτό βρέθηκα το μεσημέρι της Κυριακής μετά την ψήφο. Αρχικά με τη μητέρα μου και περιμέναμε τον πατέρα και την αδερφή μου. Στο τραπέζι βρέθηκε το καλωσόρισμα όταν ήμασταν ακόμα οι δυο μας. 4 ποτήρια ρακί παρέα με τα 4 ντακάκια. “Τα δύο ποτηράκια δεν θα τα χρειαστούμε, οι γονείς μου δεν πίνουν” βιάστηκα να ξενερώσω τον συμπαθέστατο κύριο που μας τα έφερε. Κι αντί να πάρει τα ποτήρια στο δίσκο, αντί να μου πει να τα κρατήσουμε να πιούμε από δύο εγώ κι η αδερφή μου, πήρε εκείνος το ένα ποτήρι στο χέρι και τσούγκρισε να το πιούμε μαζί, εγώ κι εκείνος.
“Κι αφού δεν πίνετε, τι να σας φέρω;” ρώτησε την μητέρα μου. Κάναμε την κλασική ερώτηση αν έχουν μπίρα χωρίς αλκοόλ. Μία ερώτηση στην οποία η απάντηση στο 90% των περιπτώσεων είναι “όχι”. Και σε αυτή την περίπτωση η απάντηση ήταν αρνητική. Μόνο που συνοδεύτηκε από το “θα βρούμε όμως”. Τον είδα να βγαίνει από το μαγαζί και να γυρνάει μετά από 2 λεπτά με δυο παγωμένες AMSTEL Free 0%. Ο τιτάνας.
Και μπορεί να μου πεις ότι σε πολλά μαγαζιά της πόλης θα βρεις φιλόξενους ανθρώπους. Ότι όλοι οι Κρητικοί είναι τέτοιοι. Αλλά θα σου ζητήσω να θυμηθείς πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγες κάπου για φαγητό και ένιωσες ότι ο άνθρωπος που έχει το μαγαζί θα κάνει αυτό το κάτι παραπάνω για να περάσεις εσύ καλά, για να έχεις εσύ όλα όσα χρειάζεσαι.
Ακόμα δεν είχα φτάσει στο αυτοκίνητο όταν έστειλα μήνυμα για αυτό το άρρωστο (με την καλή έννοια) μέρος που βρήκα. Σκεφτόμουν με ποιους έπρεπε να ξαναπάω εκεί. Και θα πάω.
Άντε, ελάτε κι εσείς να πιούμε ένα ρακί.