Μια βόλτα στις καντίνες της Αθήνας
Η νέα εποχή στα «βρώμικα» που αγαπήσαμε χωρίς τα ξενύχτια στην Αθήνα.
- 1 ΑΥΓ 2021
Παρασκευή βράδυ, γύρω στις 10 παρά, Λεωφόρος Συγγρού 136. Μυρωδιά τηγανητού λαδιού διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Βλέπω τον κόσμο που περιμένει να φάει στο Johnie Hot Dog, οι υπάλληλοι μέσα στην καντίνα δουλεύουν με γρήγορους ρυθμούς για να εξυπηρετήσουν όσους περιμένουν και ταυτόχρονα να ετοιμάσουν παραγγελία που έχει έρθει από online υπηρεσία ντελίβερι.
Στο Πανεπιστήμιο της Παντείου πραγματοποιείται κάποια εκδήλωση, πιθανολογώ αποφοίτηση. Παρατηρώ τους ανθρώπους, οικογένειες με μικρά παιδιά, μεσήλικες, περαστικοί πεζοί και ένας – δύο με αμάξι που έκαναν μια στάση στην καντίνα για να φάνε κάτι στα γρήγορα και να φύγουν. Η πρώτη μου σκέψη είναι ποιος σταματάει ξεμέθυστος στη Συγγρού για να φάει «βρώμικο» τόσο νωρίς.
Μετά από ενάμιση χρόνο πανδημίας, αυτό που είχαμε μέχρι πρότινος στο μυαλό μας ως διασκέδαση έχει σίγουρα μετατοπιστεί τόσο σε χρόνο όσο και σε συνθήκη. Οι καντίνες αυτής της πόλης αποτελούσαν για χρόνια ένα από τα βασικότερα κομμάτια αυτής της διασκέδασης, ήταν το τελείωμά μας, το μέρος όπου συναντιόταν το ετερόκλητο κοινό αυτής της πόλης, εκεί που σημασία δεν είχε αν πριν ήσουν σε live ή στα μπουζούκια. Ήθελες απλώς να φας βρώμικο, να ισορροπήσει το αλκοόλ μέσα σου και να πας σπίτι σου.
«Θα αργήσουμε να δούμε αυτά που γίνονταν κάποτε» λέει ο κύριος Γιάννης από την Καντίνα Μαβίλη (Σούτσου 3), η εμβληματική καντίνα που αποτελούσε σήμα κατατεθέν της πλατείας μέχρι να στεγαστεί σε κτίριο και σχηματιζόντουσαν ουρές για ένα Hot Dog Special με πατάτες, κρεμμύδι βραστό, λάχανο, καρότο, κέτσαπ, μουστάρδα και σος μαγιονέζα.
«Σημασία έχει ότι ο κόσμος κυκλοφορεί και έρχεται όλο και λίγο πιο αργά. Η νεολαία στερήθηκε αρκετά, οι μεγαλύτεροι άνθρωποι έτσι κι αλλιώς δε βγαίνουν πολύ μέχρι τις πρωινές ώρες. Αλλά η νεολαία ψάχνει ευκαιρία για γιορτή. Άμα της δώσεις ευκαιρία την εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Αν είσαι 20 χρονών και είσαι μαζεμένος, δεν είσαι νέος, είσαι ηλικιωμένος» λέει ο κύριος Γιάννης, που βρίσκεται εδώ και τριάντα χρόνια πίσω από τον πάγκο. Hot Dog, κοτομπουκιές και σουβλάκι φεύγουν εξίσου σε παραγγελίες, που εδώ και κάποιους μήνες γίνονται και μέσα από online πλατφόρμες.
«Ζήσαμε για να το δούμε κι αυτό» σκέφτομαι δυνατά, για να πάρω αμέσως την απάντηση: «Υπήρχε ζήτηση να μπούμε στις πλατφόρμες ντελίβερι και το κάναμε γιατί πολύς κόσμος ήθελε να τα φέρνουμε σπίτι. Είναι μια νέα μόδα αυτή, να το πω έτσι. Να έρχονται τα πάντα σπίτι, ακόμα και το super market. Η δουλειά σε οδηγεί κι αν ο πελάτης σού ζητάει αυτό εσύ οφείλεις να του το προσφέρεις για να μην τον χάσεις». Η δουλειά φαίνεται να ανεβαίνει αργά και σταθερά και ο κύριος Γιάννης βλέπει τον ενθουσιασμό στον κόσμο, που προσπαθεί να ξαναπάρει πίσω ό,τι στερήθηκε, όμως το μεγάλο στοίχημα θα παιχτεί τον χειμώνα. «Εμείς έχουμε δουλειά από τα μπουζούκια, οπότε θα δούμε. Σίγουρα, η αθηναϊκή νύχτα έχει αλλάξει» λέει, δίνοντας πάσα για παραγγελία στην επόμενη γενιά που έχει ήδη μπει στην επιχείρηση.
Στο Δέλτα Φαλήρου, οι ταμπέλες του Μερακλή (Λ. Ποσειδώνος 184) δεν είχαν φωτιστεί ακόμα όταν πήγαμε. Πρώτη φορά κοίταξα γύρω μου – νηφαλιότητα γαρ. Ασβεστωμένα τοιχάκια, φροντισμένα παρτέρια με λουλούδια και μια γατοπαρέα που έμοιαζε να έχει βρει το στέκι της. Μια καντίνα που μετράει πενήντα χρόνια (η καλύτερη για τα αλλαντικά της επιβεβαιώνουν οι απανταχού μερακλήδες αυτής της πόλης), έχει περάσει στα χέρια του κύριου Αρτέμη από τον πατέρα του και έχει πιστό κοινό. Τον παρατηρώ καθώς προετοιμάζεται για το άνοιγμα, μια ιεροτελεστία που φαίνεται να τηρεί σχεδόν ευλαβικά. «Τι σας κράτησε πενήντα χρόνια» ρωτάω για να ακούσω το προφανές: «Υπήρχε νύχτα και κρατηθήκαμε, τώρα δεν ξέρω αν θα αντέξουμε. Δύσκολα τα πράγματα, η νύχτα δεν υπάρχει, κλείνουμε νωρίς ενώ παλιά ήμασταν 24ωρο». Ο Μερακλής ανοίγει πλέον γύρω στις 8.30-9 το βράδυ και κλείνει στις 5 το πρωί. «Είναι μαζεμένος ο κόσμος, η νεολαία δε βγαίνει, δε διασκεδάζει. Εμείς με τη διασκέδαση έχουμε να κάνουμε. Να βγούνε έξω να γλεντήσουν και μετά να έρθουν να φάνε ένα σαντουϊτσάκι».
Το σάντουιτς του Μερακλή περιλαμβάνει ό,τι αλλαντικό έχεις φανταστεί, μαζί με πατάτες και τη σωστή δόση μαγιονέζας, ενώ οι μετρ του είδους ξέρουν ότι έχουν την επιλογή με λουκάνικο. Για τους νεότερους, υπάρχει πάντα το κοτόπουλο πανέ.
Μία κυρία κάθεται λίγο πιο δίπλα όσο μιλάμε και πριν κλείσω το μαγνητοφωνάκι, με πλησιάζει λέγοντας «Θα σας πω εγώ τι κρατάει την καντίνα πενήντα χρόνια. Ο άνθρωπος πίσω από αυτή, η ποιότητα, το πώς περιποιείται τον χώρο εδώ, καλύτερα κι από τον Δήμο μας. Γέννημα θρέμμα Παλαιού Φαλήρου, ερχόμουν εδώ από μικρή και πλέον φέρνω τα παιδιά μου». Φεύγοντας, σκέφτομαι ότι γι’ αυτό και μόνο πρέπει να αντέξει ο κύριος Αρτέμης.
«Η τρέχουσα κατάσταση μάς επηρέασε όσον αφορά το κομμάτι της απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Δεν κυκλοφορούσε ο κόσμος κι εμείς ουσιαστικά ήταν σαν να μην υπήρχαμε. Δεν ήταν το θέμα του club τόσο αλλά το γεγονός ότι ο κόσμος που δε θα έβγαινε σε ένα μαγαζί, θα έκανε μια βόλτα και θα ερχόταν σε εμάς. Θεωρώ ότι είμαστε τυχεροί γιατί πάμε καλά και τώρα, όχι τόσο σε σχέση με πριν αλλά με την αγορά, όπως βλέπω γύρω μας. Πάντα συγκρίνεις τη δουλειά με το τι συμβαίνει γύρω σου και λες δόξα τω θεώ» λέει ο Πασχάλης του Βilly’s που βρίσκεται στην οδό Φραντζή στο Περιστέρι.
Η καντίνα ήταν διάσημη για το κοτόπουλό της (πολλοί θα πουν ότι είναι η καλύτερη των δυτικών προαστίων και όχι μόνο), με επισκέπτες από όλη την Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα, όμως πλέον ο κόσμος προτιμάει εξίσου το χοιρινό και το λουκάνικο. «Η καντίνα έχει να κάνει και με την ποιότητα του φαγητού κι εμείς εδώ κρατάμε μια σταθερότητα. Είναι πολύ σημαντικό όσο κόσμο και να έχεις να προσφέρεις ακριβώς το ίδιο πράγμα. Το δεύτερο και πιο κύριο για μένα είναι τα παιδιά που δουλεύουν μέσα στην καντίνα. Είναι πολύ εξυπηρετικά, ευγενικά, ακόμα και λίγο μεθυσμένος αν είσαι θα σε ακούσουν. Είναι έτσι το μοτίβο μας, να βρίσκεται σε ισορροπία η εξυπηρέτηση με την ποιότητα. Και όσο μπορούν τα παιδιά να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό». Το καλοκαίρι η καντίνα ανοίγει από τις 7 το απόγευμα και μέχρι το πρωί ενώ το χειμώνα τα ρολά ανεβαίνουν στις 12 το μεσημέρι και μένουν ανοιχτά μέχρι τις 5-6 το ξημέρωμα.
«Υπάρχουν πολλές τρελές ιστορίες να διηγηθώ. Να σου πω όμως ότι έρχονται μετά από γάμους εδώ και τρώνε; Το ζευγάρι, οι κουμπάροι, μετά το catering. Προχθές, σταμάτησε μια Jaguar και κατέβηκαν η νύφη και ο γαμπρός για να φάνε».
Μέχρι να (ξανα)πάρουμε πίσω τις νύχτες μας (;) η Γαλιάντρα (Γιατράκου 4, Πλατεία Αυδή) επιδιώκει να δώσει μια φεστιβαλική διάθεση στο Μεταξουργείο. Η ιδέα των Γωγώ Δελογιάννη, Νέλλη Μποφίλιου και Μιχάλη Δημάκου, ήταν να μας θυμίσει πώς είναι το καλό φαγητό του δρόμου ύστερα από ένα εξίσου καλό ξενύχτι. Η Γαλιάντρα μένει ανοιχτά μέχρι τις 2 (στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, ήταν η ώρα να αλλάξεις μπαρ) και σερβίρει (μεταξύ άλλων) το τέλειο hot dog: σιγομαγειρεμένο pulled pork για πέντε ώρες σε κενό αέρος, χειροποίητη πίκλα, γραβιέρα Αμφιλοχίας και μουστάρδα.
Κάτι ακόμα που είναι μέσα στα πλάνα των ιδιοκτητών της, είναι οι μαγειρικές συνέργειες. Φαντάσου δηλαδή ότι σε αυτή την καντίνα, θα μαζεύονται αγαπημένοι μάγειρες και θα παρουσιάσουν τις δικές τους προτάσεις.
Φωτογραφίες: Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson
«Μας έλειψε να μαζευόμαστε γύρω από το φαγητό» είχε πει η Γωγώ Δελογιάννη λίγες ημέρες αφότου άνοιξε η υπαίθρια καντίνα της. Ό,τι συνέβαινε δηλαδή στα «βρώμικα» αυτής της πόλης τις πρώτες πρωινές ώρες.