Μια βραδιά στο Μπάτμαν
Ένας δημοσιογράφος μεταφέρει το κλίμα και την ιστορία ενός εκ των χαρακτηριστικότερων μπαρ της πόλης.
- 22 ΣΕΠ 2015
Μουσικό χωνευτήρι, δωρική διασκέδαση, ταξίδι στο χρόνο με καπνούς και στρίμωγμα… Ή αλλιώς, όπως λέει και μία (καλή) ψυχή, όταν ο Ρόρι Γκάλαχερ συνάντησε την Σωτηρία Μπέλλου. Κυρίες και κύριοι, ο Μπάτμαν δεν ζει στην “Γκόθαμ Σίτι”, βρίσκεται στον Νέο Κόσμο της Αθήνας.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Στην Ελλάδα η πολιτισμική κρίση προϋπήρχε της οικονομικής/εικονικής, πείτε τη όπως θέλετε, λίγα γράμματα διαφέρουν. Οι τέχνες και ο πολιτισμός είναι, λένε, κάτι υποκειμενικό. Να δεχτώ δηλαδή ότι ο πολιτισμός της χώρας που γέννησε τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη, τον Μίκη, τους Μάνους (Κατράκη, Χατζηδάκη, Λοΐζο), τους ποιητές, έναν Βέγγο, μία Μελίνα και πάει λέγοντας, εκπροσωπείται τώρα από… Σιγά μην αναφερθούν και τα ονόματά τους. Η διαφορά του τότε με το τώρα βρίσκεται στην ιεραρχία της προβολής από τις δισκογραφικές και τα Μέσα.
Πολιτισμός λοιπόν. Πώς θα σας φαινόταν αν επισκεπτόσασταν ένα χώρο που “συνυπάρχει” αρμονικά η Βίκυ Μοσχολιού με τον Έρικ Κλάπτον, η Σωτηρία Μπέλλου με τον Ρόρι Γκάλαχερ, ο Παύλος Σιδηρόπουλος με την Τζάνις Τζόπλιν; Δεν ανακαλύψαμε την Αμερική. Το Μπάτμαν στέκει καμαρωτό στο ίδιο σημείο (Βρεσθένης 40, Νέος Κόσμος) από το 1989, αλλά το τελευταίο διάστημα βλέπεις όλο και περισσότερα νέα παιδιά να περνούν τις δυο πόρτες της εισόδου που θυμίζει τράπεζα. Για να κάνουν κατάθεση. Ψυχής.
Μεγάλο χάρισμα να είσαι μερακλής. Και πολλοί νεολαίοι, σε πείσμα των δύσκολων καιρών από όλες τις απόψεις, ψάχνουν τέτοιους χώρους επιζητώντας να “ταξιδέψουν”, να κάνουν διάλογο, να πάρουν λίγη από την αύρα του παρελθόντος, να κάνουν το μεράκι τους που λέγαμε. Το Μπάτμαν εκπέμπει μία κατανυκτική ατμόσφαιρα, μία μυσταγωγία του ωραίου… Κλείνεις τα μάτια σου. Άλλες φορές νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε τεκέ του Πειραιά και άλλες σε σαλούν του Τέξας.
Αυτό το μεταμεσονύχτιο στέκι σού βάζει από μόνο του πολλές δοκιμασίες μέχρι την έναρξη της απόλαυσης. Καταρχάς αν δεν έχεις ξαναπάει, δεν το βρίσκεις με τίποτα (καλά και να έχεις ξαναπάει ενδέχεται να μπερδευτείς). Έπειτα, σε περίπτωση που πας με αυτοκίνητο, θα δυσκολευτείς πολύ να παρκάρεις. Τέλος πάντων, φτάνεις έξω από το μαγαζί και αφού διαπιστώσεις ότι δεν ακούγεται τίποτα λόγω εξαιρετικής μόνωσης, προσπαθείς να μπεις. Εδώ σε θέλω μάστορα. Στο Μπάτμαν δεν υπάρχουν ημέρες και ώρες αιχμής. Έστω ότι πας Δευτέρα στη 01:00 και το βλέπεις άδειο. Ε, μετά από μία-μιάμιση ώρα ενδέχεται να μην χωράς. Συνεπώς, προσέθεσε και το στρίμωγμα στην εξίσωση γιατί ο χώρος είναι μινιόν. Βάλε και την έντονη κάπνα και όπου να ‘ναι θα αισθανθείς εκκολαπτόμενος Ηρακλής, ο οποίος προσπαθεί να πετύχει τους άθλους του.
Αναμφίβολα, το μπαρ αυτό δεν είναι για όλους. Όσοι έχουν την περιέργεια να το επισκεφθούν, προτιμότερο είναι να το κάνουν αρκετά νωρίς (00:30-01:00) για να πάρουν μία γεύση και όταν αργότερα σκάσει μύτη το τσούρμο, να ζυγίσουν την κατάσταση και να αποφασίσουν αν επιθυμούν να γίνουν… συγκρουόμενα άνευ οχήματος.
Πριν από μερικές ημέρες, Τετάρτη πρέπει να ήταν, κατά τις 03:00 μπήκε μία παρέα περίπου 20 ανθρώπων! Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, φαίνονταν ψαρωμένοι αλλά το διασκέδαζαν. Προχωρούσαν σαν αποκριάτικο τρενάκι, πήγαιναν, πήγαιναν, ανέβηκαν τη σκάλα και άραξαν στο πατάρι! Αφού δεν έπεσε (το πατάρι), πάλι καλά.
Δυο πόρτες, που λέει κι ο Στελάρας (θα ακούσεις πολύ Στελάρα), ένα μπαρ, ένας μεγάλος καθρέφτης, μία σκάλα κι ένα πατάρι είναι τα -υλικά- κομμάτια του παζλ. Τα συναρμολογείς με μία γρήγορη ματιά, πιάνεις σιγά-σιγά το χώρο σου, παραγγέλνεις μία από τις δύο μάρκες μπύρας που διαθέτει το κατάστημα ή ποτό και περιμένεις…
Στο Μπάτμαν η λέξη χρόνος δεν έχει καμία ισχύ. “Έλα μωρέ πάμε για μια μπυρίτσα”, λέμε συχνά με φίλους ή συναδέλφους. Κάποια στιγμή αποβάλλεται το υποκοριστικό και ο αριθμός. Κοινώς, η μπυρίτσα μετατρέπεται σε μπύρες και όταν τέλος πάντων αποφασίζεις να αποχωρήσεις, σου δημιουργείται πάντα η αιώνια απορία “ρε πώς πέρασε η ώρα;” Η ώρα περνάει είτε όταν δουλεύεις είτε όταν περνάς καλά. Ενίοτε και τα δύο μαζί.
Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, η πλειοψηφία των θαμώνων ήταν ηθοποιοί, τραγουδιστές, άνθρωποι της τέχνης, δημοσιογράφοι κτλ. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσο περνά ο καιρός και εξακολουθεί να στέκει αγέρωχο απέναντι από το επίσης περίφημο οινομαγειρείο, τόσο πιο… λαϊκό γίνεται. Βέβαια, μην σου κάνει εντύπωση αν σε σκουντήξει κάποιος διάσημος για να παραγγείλει. Δεν θα σου κάνει. Εκεί μέσα όλοι είναι άσημοι. Αλλά γνωρίζονται μεταξύ τους.
Μεταξύ των θαμώνων του θρυλικού μπαρ είναι και ο Γιώργος Κούκος, εκ των σχεδιαστών της Ferrari στο πρωτάθλημα της Formula 1, που σε μία από τις επισκέψεις του ζήτησε χαρτί και ζωγράφισε ένα μονοθέσιο, το οποίο διακοσμεί έναν καθρέφτη του χώρου.
Στο άκουσμα ενός τραγουδιού που ξεσηκώνει την ομήγυρη, αντιλαμβάνεσαι μία ικανοποίηση και μία άγρια χαρά στα πρόσωπα των θαμώνων. Κοιτάς κάποιον άγνωστο και νιώθεις ταύτιση. Δεν σε ενοχλεί πλέον το στρίμωγμα, η κάπνα, το περασμένο της ώρας, το νοίκι, η ήττα της ομάδας σου ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. “Τριάντα μνημόνια να μας στείλουν, εμείς δεν χαμπαριάζουμε. Έχουμε τρόπους να ξεχνιόμαστε“. Από τις δεκάδες σκόρπιες ατάκες που αλιεύεις κάθε φορά και αποτυπώνονται στο θυμικό σου.
Καμηλιέρικα, απτάλικα, αϊβαλιώτικα ζεϊμπέκικα, λαϊκά της δεκαετίας του ’60 και του ’70 “παντρεύονται” με ελληνικό ή ξένο ροκ, με κάντρι ή -γιατί όχι- και με πανκ. Έπειτα από ένα σημείο, πλην ελαχίστων ημερών που ίσως γίνεται overdose λαϊκού δεκαετίας ’70, ακούς τα πάντα με ευχαρίστηση. Εντάξει, βοηθούν και οι προαναφερθείσες μπύρες.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε πει σε μία συνέντευξή του στην ΕΡΤ2: “Οταν λοιπόν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, μονάχο του έτσι ώστε ο μεσήλικας να μην ενοχλείται από την ηλεκτρική κιθάρα, ο νεαρός να μην ενοχλείται από το μπουζούκι, οι μουσικοί οι ίδιοι οι μπουζουξήδες και αυτό που αντιπροσωπεύουν και η ηλεκτρική κιθάρα κι αυτό που αντιπροσωπεύει, να μην έχουν στήσει δυο ταμπούρια απέναντι ο ένας απ’ τον άλλο και να μάχονται. Αλλά να έχει γίνει πια σαν τρόπος ζωής η χρυσή τομή των δύο αυτών κουλτούρων, δηλαδή εν ολίγοις να έχει επέλθει ένα 50-50, μια ισορρόπηση μέσα μας“.
Ο Γιώργος ο Μπάτμαν, τα υπόλοιπα παιδιά που παίζουν μουσική και οι μπάρμεν με επικεφαλής τον Γιάννη (σ.σ. παλιός παλαιστής που με χαιρετά πάντα με σφιγμένη γροθιά) έχουν φροντίσει γι’ αυτή τη χρυσή τομή, παρά το γεγονός ότι το παλιό λαϊκό υπερτερεί του ροκ. Στο μπαρ αυτό θα δεις τον 65άρη “λαϊκό” να μην στραβομουτσουνιάζει στο άκουσμα του “Brown Sugar”, θα αφουγκραστείς το φοιτητή να τραγουδά την “Νταλίκα”. Ή αν δεν ξέρει να την τραγουδά, θα την ακούσει. Μεγάλο προτέρημα στις μέρες μας να ακούς. Και να αποστηθίζεις. Όχι να καταναλώνεις.
Εκατοντάδες βινύλια φυλάσσονται σαν ιερά κειμήλια στο σπίτι του Γιώργου του ιδιοκτήτη, ενώ τα cd που βρίσκονται στο μαγαζί είναι αντιγραμμένα από δίσκους. Κοινώς, έχεις την αίσθηση ότι ακούς βινύλιο γιατί αντιλαμβάνεσαι ακόμα και τα χρατσαρίσματα.
Ο μπάρμαν του θρυλικού, πλέον, μαγαζιού του Νέου Κόσμου το επισκεπτόταν επί σειρά ετών ως πελάτης, αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια βρίσκεται στην άλλη πλευρά της μπάρας. “Όταν έχω βάρδια έρχομαι κατά τις 21:00. Τους μήνες που έχει ζέστη, το μπαρ αρχίζει να μαζεύει κόσμο μετά τις 23:00. Το χειμώνα είναι διαφορετικά”, με ενημέρωσε σε σχετική απορία που είχα για το γεγονός ότι ήταν μόνος όταν μπήκαμε.
Το ερώτημα, βέβαια, δεν είναι τι ώρα πηγαίνει στο μαγαζί, αλλά τι ώρα φεύγει απ’ αυτό. “Έχω φύγει και στη 1 το μεσημέρι! Πολλές φορές έρχονται μουσικοί που σχολάνε από τα μαγαζιά που δουλεύουν, κλείνουμε τη μουσική, βγάζουν τα όργανά τους και παίζουν μέχρι το πρωί. Πλέον, βέβαια κλείνουμε κατά τις 08:00“.
Ακόμα και από τον τρόπο παραλαβής της κάβας, διαπιστώνεις εύκολα ότι οι άνθρωποι που αφορούν στο συγκεκριμένο μαγαζί έχουν μάθει να χαίρονται τη ζωή. Ο προμηθευτής, ένας 65άρης χαμογελαστός Κρητικός με παχύ ολόλευκο μουστάκι, μπήκε στο εσωτερικό, μας χαιρέτησε, μας ευχήθηκε “πάντα καλά να είστε” και αποχώρησε.
Η συζήτηση συνεχίστηκε με ολίγη από ρεμπέτικο, βαρέα αθλήματα (σ.σ. έμαθα ότι η Πάτρα ονομάζεται “μικρή Κούβα” λόγω της πλούσιας πυγμαχικής της παράδοσης) και πολιτική. Λίγο αργότερα, καληνυχτίσαμε και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για μία από τις επόμενες βραδιές. Αυτές που η πλειοψηφία -λανθασμένα- χαρακτηρίζει άσκοπες.
Τελικά τι είναι το Μπάτμαν; Είναι ένας χώρος που θα ακούσεις και θα μάθεις πολλά για την ελληνική μουσική, θα ταυτιστείς με τους υπόλοιπους θαμώνες, θα μερακλώσεις, θα ταξιδέψεις, θα νιώσεις την ενέργεια της νύχτας… “Ο πλανήτης δεν θα μας χώραγε, αν ζούσαμε όλοι την ημέρα. Κάποιοι πρέπει να ζούνε και τη νύχτα”, έχει δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξή του ο Γιώργος, ο ιδιοκτήτης του μπαρ.
Και μία συμβουλή, αντί επιλόγου, αγαπητέ αναγνώστη. Όπως μπαίνεις στο μαγαζί, ρίξε μια ματιά στα κάδρα που βρίσκονται αριστερά και πίσω, πάνω από το παράθυρο. Κάνε μια σύγκριση με το σήμερα. Και σκέψου γιατί έχουμε φτάσει στον πάτο. Είναι πολύ βαριά η μουσική/πολιτισμική μας παράδοση…