Το πρώτο βράδυ του Μπάτμαν έβαζαν στοιχήματα πότε θα κλείσει
Μιλήσαμε με τον Γιώργο Νάσιο με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων λειτουργίας του θρυλικού μαγαζιού.
- 3 ΟΚΤ 2019
Όταν πρωτομπήκα στο Batman μια τελείως κανονική Τρίτη πρωί, ώρα που είχαμε κανονίσει με τον κύριο Μπάτμαν (για τα επίσημα κρατικά έγγραφα Γιώργο Νάσιο) αυτή τη συνέντευξη, άρχισα να χαζεύω σαν τουρίστας έναν χώρο που είχα ξαναδεί πραγματικά άπειρες φορές. Απλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα πρωί και καμιά φορά, ακόμα και όταν είσαι στον ίδιο χώρο, όταν αλλάζει μια συνθήκη (στην προκειμένη το φως) είναι σαν να μηδενίζει το κοντέρ και να ξεκινάς πάλι από την αρχή.
Εδώ που τα λέμε το Μπάτμαν είναι φτιαγμένο για τη νύχτα, για να γεμίζει ακριβώς όταν τα υπόλοιπα μαγαζιά της Αθήνας κατεβάζουν ρολά και αρχίζουν το σκούπισμα. Κι όλα αυτά σε μια γωνιά μιας γειτονιάς που δεν της φαίνεται καθόλου ότι μπορεί να αντέξει το ξενύχτι. Κι όμως το κάνει. Χρειάστηκε βέβαια ο ίδιος ο Μπάτμαν να φτιάξει ένα μαγαζί που μοιάζει με στούντιο και στο οποίο “ακόμα και 500 ντεσιμπέλ να πιάσεις, πάλι έξω δεν θα ακούγεται τίποτα”.
Τον μήνα που διανύουμε το Μπάτμαν, ένα από τα πιο εμβληματικά μαγαζιά της αθηναϊκής νύχτας, κλείνει τα 30 του χρόνια και το θα το γιορτάσει με ένα γενέθλιο πάρτι στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Με αφορμή αυτά τα 30 χρόνια, μιλήσαμε με τον άνθρωπο που βρισκόταν πίσω από όλη τη λειτουργία του μέχρι πριν λίγα χρόνια, όταν και άφησε τη διαχείριση στην κόρη του, Αθηνά. Γιατί εδώ που τα λέμε, στο Μπάτμαν το ποτό του θα το έπινε και ο Μπάτμαν και ο Τζόκερ.
Γιατί στον Νέο Κόσμο;
“Πιστεύω ότι τα μαγαζιά πρέπει να είναι εκεί που ζούμε, κοντά στο σπίτι μας. Δεν πρέπει να μολύνουμε τις γειτονιές. Δηλαδή, πήγαμε στην Πλάκα, φύγαμε από την Πλάκα αφήσαμε ερείπια. Μετά πήγαμε στο Ψυρρή, πάλι ερείπια. Μετά το Θησείο, πάλι τα ίδια. Διαλύουμε τις γειτονιές. Τα μαγαζιά πρέπει να είναι εκεί που μένεις. Να ξυπνάς το πρωί και να έχεις να αντιμετωπίσεις και τους γείτονες, αν τους ενοχλείς, αν γίνεται οτιδήποτε. Με αυτή τη φιλοσοφία ξεκίνησε και το Μπάτμαν σε μια περιοχή όπως είναι ο Νέος Kόσμος”.
Το πρώτο βράδυ
“Το πρώτο βράδυ, δεν έγινε κάτι τρομερό. Ανοίξαμε ένα μπουκαλάκι ουίσκι, ακούγαμε τις μουσικές μας, γελάγαμε. Άσε που βάζαμε στοιχήματα πόσο θα αντέξει το μαγαζί και πότε θα το κλείσουμε. Ένας έδινε τρεις μήνες ζωής, άλλος έξι μήνες. Τα τριάντα χρόνια φυσικά δεν τα περίμενε κανείς. Ακόμα και εγώ που πίστευα το μαγαζί. Έλεγα ότι όσο πάει θα πάει. Τόσο πολύ όχι. Την αποδοχή και την αγάπη του κόσμου δεν την πίστευα τόσο πολύ αλλά ευτυχώς διαψεύστηκα”.
Από στόμα σε στόμα
“Βοήθησαν πολύ τα παιδιά, οι ‘Παίδες εν τάξει’ που είχαν παίξει στο Χάραμα, ειδικά ο Βασίλης ο Κορδάτος και ο Γιάννης ο Γκαρδιακός. Με έπαιρναν τηλέφωνο και μου έλεγαν “κάτσε μην κλείνεις, ερχόμαστε όλη η μπάντα”, με αποτέλεσμα να έρχονται μουσικοί στόμα με στόμα. Και μαζί με τους μουσικούς ερχόταν και κόσμος που μάθαινε ότι εδώ καλλιτέχνες έβγαζαν όργανα και περνάγαμε καλά”.
“Αυτό άρχισε να γίνεται γνωστό στην αθηναϊκή νύχτα. Διαφήμιση εμείς δεν βάλαμε ποτέ. Και οι δημοσιογράφοι επίσης ήρθαν πολύ αργότερα, αφού το μαγαζί είχε γίνει ήδη γνωστό στην πόλη”.
Η νύχτα
“Το Batman δεν ήταν η πρώτη μου επαφή με τη νύχτα. Τραγουδούσα στην Πάτρα ως φοιτητής για 4 χρόνια. Μετά είχα ταξί που και αυτό νύχτα μπορούμε να το πούμε”.
“Μια χαρά είναι η νύχτα. Απλά καμιά φορά βολεύει να τα ρίχνουμε όλα σε αυτή για το show. Η μέρα είναι που κουβαλάει τους μεγαλύτερους κακοποιούς”.
“Η νύχτα έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Ο κόσμος έχει γίνει πιο ευγενικός. Τα παιδιά είναι πιο ευγενικά, πιο δεκτικά. Ίσως και να γίνεται μόνο εδώ αυτό, στο Μπάτμαν. Δεν ξέρω”.
Τα υπόλοιπα μπαρ
“Ζήλεψα πολύ ένα λαιβάδικο. Το καλοκαιρινό Χάραμα στην Πάτρα. Ήταν ένα εξαιρετικό μαγαζί. Είναι σαν να βρίσκεσαι σε μια πλατεία της δεκαετίας του ‘60. Με σπιτάκια, με σημαία, με σχολείο. Η πίστα ήταν παλιός κινηματογράφος. Το πρωί τελειώνοντας έψηνε σουβλάκια. Πραγματικά εκπληκτικό. Εκείνο το μαγαζί το σκέφτομαι. Θα ήθελα να έχω φτιάξει ένα τέτοιο μαγαζί, αν είχα τα λεφτά. Το Μπάτμαν είναι Μπάτμαν βέβαια. Ποτέ δεν θα το άφηνα”.
“Εκτιμώ πολύ και άλλα μαγαζιά. Εκτιμώ πάρα πολύ τον Αρχάγγελο, εκτιμώ το MG Bar. Είναι από τα μαγαζιά που, όταν βγω, θα πάω. Eίναι βέβαια και τo Galaxy. Αν μου πεις να πάω σε ποτάδικο θα πάω στο Galaxy και σίγουρα το Low Profile. Aν θέλω να ακούσω και λίγη μουσική, θα πάω στον Αρχάγγελο ή στο MG”.
H δύσκολη αρχή
“Όταν ξεκινάς κάτι μέχρι να κατανοήσει ο άλλος την πολιτική και αυτό που θες εσύ χρειάζεται προσπάθεια. Στα μπαρ έρχεσαι για να περάσεις καλά, να πιεις το ποτό σου, να ακούσεις μουσική, όποια και αν είναι αυτή η μουσική. Δεν θέλει κανείς να έρχεται και ο άλλος να τον ενοχλεί. Όποτε υπήρχαν κάποια πράγματα που ουσιαστικά τα επέβαλα. Άλλες φορές πολύ ευγενικά και άλλες διώχνοντας κάποιους που δεν καταλάβαιναν πώς πρέπει να είναι τα μπαρ και πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι σε αυτά”.
“Δεν μπορείς να μπαίνεις μέσα και να νομίζεις ότι ένα μπαρ σου ανήκει, επειδή πληρώνεις. Ο χώρος δεν αγοράζεται. Ο χώρος βέβαια κάθε βράδυ δεν είναι ούτε δικός μου. Ανήκει στο κοινό, στους ανθρώπους που έρχονται εδώ, για να πιουν ένα ποτήρι, να τραγουδήσουν. Ο Μπάτμαν τότε ήταν απλός αυτός που κρατάει την μπαγκέτα στη συμφωνική ορχήστρα”.
Το λαϊκό τραγούδι
“Αυτό που ενώνει τους ανθρώπους στο Μπάτμαν, ανθρώπους διαφορετικούς και διαφόρων ηλικιών είναι το λαϊκό τραγούδι. Αυτή είναι η λειτουργία του ούτως ή άλλως. Ποιο νέο παιδί δεν ακούει τον Μάρκο ή Τσιτσάνη, Θοδωράκη, Χατζηδάκι, Θανάση. Σπανό, Βασίλη Παπακωνσταντίνου;”
“Αυτοί που διατηρούν ακόμα το λαϊκό τραγούδι και γράφουν είναι νομίζω ο Κορακάκης και ο Κραουνάκης. Σπουδαίοι συνθέτες. Πάντως γίνονται πράγματα στο λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι αναζωογονείται ακόμα και σήμερα. Ίσως όχι με τον ρυθμό που θα έπρεπε, αλλά είναι ακόμη ζωντανό”.
Ένα μπαρ-μύθος
“Τα τελευταία χρόνια έρχονται και ξένοι τουρίστες που μαθαίνουν για το Μπάτμαν είτε από έναν οδηγό που υπάρχει στο αεροδρόμιο είτε όμως και από στόμα σε στόμα. Το μαγαζί είναι εδώ 30 χρόνια και έχει αποκτήσει μια φήμη. Εδώ που τα λέμε όμως πολλά πράγματα γίνονται μύθοι χωρίς να υπάρχει λόγος”.
“Φαίνεται πάρα πολύ παράξενο στον κόσμο ότι έρχονται εδώ άνθρωποι και τραγουδάνε. Τους φαίνεται περίεργο, μυθικό. Ο κόσμος θα έπρεπε να τραγουδάει να τσουγκρίζει. Να μη βγαίνει έξω για κουτσομπολιό και για καυγά. Αυτό θα έπρεπε να είναι το κανονικό, όχι μύθος. Εμείς από την αρχή αυτό κάνουμε εδώ και αυτό είναι που δημιουργεί για κάτι τελείως φυσιολογικό όλον αυτόν τον μύθο”.
“Άσε με πια με το δηθενηλίκι και τα κοκτέιλς και τις 3 σταγόνες από το ένα πράγμα και 2 από το άλλο. Να πετάξω τα μπουκάλια στον αέρα. Άσε με ρε παιδάκι μου να πιω το ποτό μου και να περάσω ωραία. Άσε μη μου έρθει κανένα μπουκάλι στο κεφάλι (γελάει). Έχουμε ξεχάσει λίγο ότι ο άνθρωπος βγαίνει έξω πρώτα από όλα για να περάσει καλά. Αλλιώς καθόταν ο άλλος σπίτι του, καλεί 2-3 φίλους, παίρνει μια πίτσα”.
Το Μπάτμαν σήμερα
“Το μαγαζί τώρα το διαχειρίζεται η κόρη μου. Παλαιότερα το διαχειριζόταν και η μικρότερη αλλά τώρα έχει φύγει στις Βρυξέλλες. Το μαγαζί πηγαίνει προς το καλύτερο. Οι νέοι άνθρωποι φαίνεται ευτυχώς ότι ακόμα λατρεύουν το λαϊκό τραγούδι. Δεν ξέρω πώς να το πω. Ο κόσμος έχει δημιουργήσει το τι είναι σήμερα το Μπάτμαν. Η αγάπη του”.
“Εμείς ουσιαστικά αυτό που κάναμε ήταν να εισπράξουμε την αγάπη του κόσμου για το λαϊκό τραγούδι και την αγάπη αυτή, αφού την εισπράξαμε και τη διαιωνίσαμε. Αυτό κάναμε ουσιαστικά. Το λαϊκό τραγούδι διαιωνίζεται από μόνο του βέβαια. Δεν χρειάζεται κανέναν”.
Ο Απόλλωνας
“Από 6 χρονών είμαι Απόλλωνας και πήγαινα από τότε στο γήπεδο με τον πατέρα μου. Είναι και η περιοχή που γεννήθηκα, τα Πετράλωνα, που με έκαναν. Τα Πετράλωνα είναι μια προσφυγική περιοχή και ούτως ή άλλως, όταν ήρθε ο Απόλλωνας, το πρώτο του γήπεδο ήταν στο Ρουφ. Δεν ήμασταν εμείς πρόσφυγες ούτε ο μπαμπάς ούτε η γιαγιά. Ωστόσο, μας έκαναν οι γείτονες να αγαπήσουμε την ομάδα”.
“Έχω ακόμα εισιτήριο διαρκείας για τον Απόλλωνα. Τώρα είμαστε στη SuperLeague 2. Έχω διαρκείας κάθε χρόνο”.
Το πάρτι για τα 30 χρόνια
“Το έναυσμα δόθηκε από τους Bandalaika, παιδιά που τα γνώρισα πιτσιρίκια στη Σκόπελο και έγιναν πραγματικά σπουδαίοι μουσικοί. Αυτό όλα τα παιδιά που δημιούργησαν έναν πραγματικά λαϊκό ήχο που έμεινα με το στόμα ανοιχτό”.
“Κάναμε, λοιπόν, με τα παιδιά ένα videoclip, παρότι εγώ να σας πω την αλήθεια δεν είμαι για τέτοια. Ούτε για φωτογραφίες δεν είμαι. Το videoclip το είδαν και με παίρνει τηλέφωνο ο Άγγελος ο Σφακιανάκης. Του είπα ότι είχα σκοπό να κάνω μια γιορτή για τα 30 χρόνια και αυτός ξεκίνησε όλη τη διοργάνωση. Αυτό που τους είπα είναι ότι δεν ήθελα υψηλές τιμές. Εγώ δεν θα πάρω τίποτα. Μόνο ένα ποσοστό στους μουσικούς που θα τραβήξουν όλη τη βραδιά. Προς τιμήν τους το δέχτηκαν και οι τιμές είναι πράγματι χαμηλές. Δεν ξέρω καν αν τους συμφέρει”.
“Εκεί, λοιπόν, θα τραγουδήσουμε πολύ. Όχι 40-50 άτομα όπως συμβαίνει τις υπόλοιπες μέρες στο μαγαζί”.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
***
To 1989 ήταν εμβληματικό για την αθηναϊκή νύχτα. Το 1999 ήταν για τον κινηματογράφου. Ακούστε γιατί στο ‘POP ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΩΡΕΣ’: