Ο George Remus ήταν ο βασιλιάς της ποτοαπαγορευσης, αλλά δεν έπινε αλκοόλ
- 17 ΑΥΓ 2019
Ο George Remus διαθέτει μια εκπληκτική ιστορία, γεμάτη περιπέτεια, κίνδυνο αλλά και πολύ επιτυχία. Είναι μια συναρπαστική ιστορία ενός πολύ φωτεινού και πολύ σκληρού ανθρώπου. Ο Remus γεννήθηκε στη Γερμανία το 1876 και ήρθε στις Η.Π.Α. με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στο Σικάγο.
Ο πατέρας του δεν μπορούσε να εργαστεί, όταν εκείνος ήταν στην ηλικία των 14 ετών και κάπως έτσι ανέλαβε την οικογένεια εκείνος. Έφυγε από το σχολείο και εργάστηκε ως υπάλληλος στο φαρμακείο του θείου του ενώ έλαβε άδεια φαρμακοποιού μόλις στην ηλικία των 19 ετών. Στα 21 του, ο Remus αγόρασε το φαρμακείο και σύντομα αγόρασε ένα άλλο. Πέρα από όλα αυτά όμως, σπούδασε νομικά στο νυχτερινό σχολείο. Μέσα σε 18 μήνες ολοκλήρωσε το τριετές πρόγραμμα. Το 1900, στην ηλικία των 24 ετών, κέρδισε την είσοδο στον δικηγορικό συλλογο του Ιλλινόις.
Ως μάχιμος δικηγόρος, ο George Remus έβγαζε πάνω από το μισό εκατομμύριο ετησίως σε σημερινά δολάρια. Κάπου εκεί επιβλήθηκε η Εθνική Απαγόρευση στο αλκοολ τον Ιανουάριο του 1920. Ο George Remus είδε ότι η Απαγόρευση ήταν μια χρυσή ευκαιρία να κάνει τεράστια περιουσία.
Το σχέδιο του ήταν ιδιοφυές. Την εποχή εκείνη λόγω της ποτοαπαγόρευσης, εκατομμύρια γαλόνια αλκοόλ ήταν σε αποθήκες. Ήταν νόμιμη ιδιωτική ιδιοκτησία. Με σωστή εξουσιοδότηση, οι άνθρωποι θα μπορούσαν νόμιμα να το αγοράσουν για ιατρικούς, επιστημονικούς ή βιομηχανικούς σκοπούς. Ο Remus ήλπιζε να αγοράσει ολόκληρο το απόθεμα αλκοόλ προ-απαγόρευσης. Είχε υψηλές φιλοδοξίες. Οι γιατροί μπορούσαν να γράψουν συνταγές για φαρμακευτικό αλκοόλ. Οι ‘ασθενείς’ θα μπορούσαν στη συνέχεια να το αγοράσουν στα φαρμακεία. Διαθέτοντας χονδρικές εταιρείες φαρμάκων, ο Remus μπορούσε νομίμως να αγοράζει και να πωλεί μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Σκοπός του όμως ήταν να εκτρέψει μεγάλες ποσότητες για παράνομη πώληση.
Οι οργανωμένοι εγκληματίες είχαν ήδη υπό τον έλεγχο τους το Σικάγο. Έτσι, το 1920 ο Remus μετακόμισε στο Σινσινάτι. Ήταν ένα κέντρο εγκαταστάσεων αποθήκευσης οινοπνευματωδών ποτών και αποστακτήριων. Αγόρασε το πρώτο του οινοπνευματοποιείο και ξεκίνησε τη δική του εταιρεία μεταφοράς φορτηγών για να μεταφέρει το αλκοόλ. Με τις συνδέσεις του στην Ουάσινγκτον, έλαβε άδεια να διανέμει νόμιμα το αγαπημένο του εμπόρευμα όπως το ήθελε. Ο George Remus γρήγορα έγινε δυσθεώρητα πλούσιος.
Ο κύκλος είχε όμως άρχισε να γυρίζει. Μέσα στο έτος, ο Remus θα κατείχε το 35% του συνόλου της αλκοόλης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Remus γνώριζε ότι θα ήταν ο ίδιος στόχος. Ο φόβος του πραγματοποιήθηκε μια νύχτα όταν ο ίδιος και ο οδηγός του επέστρεφαν στο Σινσινάτι από το Covington, με μεγάλες ποσότητες ουίσκι στο πίσω μέρος του φορτηγού. Ήταν στα μισά της γέφυρας όταν ένα αυτοκίνητο μπλόκαρε το μονοπάτι τους. Ο οδηγός του Remus εγκατέλειψε το φορτηγό και έτρεξε προς το Cincinnati, αφήνοντας τον Remus να φροντίσει μόνος του για τον εαυτό του. Τέσσερις άνδρες ορμούν στο βανακι του Remus και ένας από αυτούς έβαλε το όπλο του κατευθείαν στο κεφάλι του επιχειρηματία.
Ο οδηγός του Remus είχε ένα περίστροφο, αλλά το είχε πάρει μαζί του όταν εφυγε. Ο Remus ήταν άοπλος. Το μυαλό του λειτούργησε ταχύτατα εκείνη την στιγμή, εκτιμώντας την κατάσταση: Η θέση του λόφου ήταν προς όφελός του, αφού οι αστυνομικοί βρίσκονταν συνήθως στα δύο άκρα της γέφυρας. Στον ήχο των πυροβολισμών, θα κινούνταν για να εμποδίσουν τη διαφυγή των ληστών.
“Τραβήξτε την σκανδάλη” τους προκάλεσε ο Remus. “Πυροβολήστε, δειλοί, και αν το κάνετε σίγουρα δεν θα ζήσετε για να πείτε αυτή την ιστορία!” Ήξερε ότι είχε μόνο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου για να κάνει μια κίνηση. Έτρεξε προς τα εμπρός με δύναμη. Τους αιφνιδίασε και κατάφερε να τους αντιμετωπίσει ενώ πάλεψε με τον τελευταίο. Όμως, οι ληστές κατάφεραν να φύγουν με το φορτηγό και το εμπόρευμα.
Την επόμενη εβδομάδα, ο Remus συνάντησε τον αρχηγό των ληστών, ο οποίος τον εξέπληξε με μια φιλοφρόνηση: “Έχεις περισσότερα κότσια από είκοσι άνδρες και άξιζε να κρατήσεις το ποτό σου”. Ο Remus γέλασε και προσέλαβε μερικούς από τους άνδρες του αρχηγού για να προστατεύουν τα φορτηγά του.
Ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόταν ήταν η γυναίκα του. Θα ζητήσει τη συμβολή της σε πιθανές συμφωνίες. Θα την καλέσει να επενδύσει προσωπικά κεφάλαια – δηλαδή το επίδομά της – στις επιχειρήσεις του. Δεν υπήρχε κανείς στον κόσμο τον οποίο να εμπιστευόταν τόσο πολύ, και ένιωθε βέβαιος να τοποθετήσει τόσο το βιοπορισμό του όσο και την καρδιά του στα όμορφα και έξυπνα χέρια της. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων μηνών του 1921, κατέθεσε το ισοδύναμο σε σημερινά δολάρια αξίας άνω των 33 εκατομμυρίων στην τράπεζα. Οι πράκτορες τον συνέλαβαν στα τέλη του 1921. Την εποχή εκείνη, ο ίδιος ελέγχει την πώληση ποτών σε εννέα πολιτείες καθώς και σε μέρη άλλων. Είχε 3.000 καλά αμειβόμενους υπαλλήλους που εργάζονταν τρεις βάρδιες την ημέρα.
Ο Remus πίστευε ψευδώς ότι είχε αγοράσει προστασία από την ομοσπονδιακή δίωξη. Είχε δωροδοκήσει υψηλόβαθμο υπάλληλο στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αλλά οι πράκτορες τον συνέλαβαν και το δικαστήριο τον βρήκε ένοχο. Για σχεδόν δύο χρόνια άσκησε έφεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά έχασε. Όταν έφυγε για την φυλακή, έδωσε πληρεξούσιο στη σύζυγό του, η οποία συνέχισε την επιχείρηση. Μέσα στην φυλακή γνώρισε έναν undercover πράκτορα στον οποίο εκμυστηρεύτηκε όλη του της δράση και του έδωσε contact για την γυναίκα του. Όταν εκείνος έφυγε από την φυλακή ο πράκτορας προσπάθησε να τον δολοφονήσει ενώ του έκλεψε και την γυναίκα αλλά και τα λεφτά της επιχείρησης του.
Αφού ο Remus έφυγε από τη φυλακή, προσπάθησε να εισέλθει εκ νέου στην παράνομη διανομή αλκοόλ, αλλά διαπίστωσε ότι οι βίαιοι γκάνγκστερ είχαν πια τον έλεγχο. Άνοιξε ένα μεσιτικό γραφείο ενώ μέχρι το τέλος της ζωής του δούλευε ως αξιόπιστος υπάλληλος στην Επιτροπή Ελέγχου Ελέγχου Υγρών του Μίσιγκαν.