Πειρατές και ινσουλίνη: 5 αληθινές ιστορίες μέσα από το ταξί
Το ταξί δεν είναι μόνο ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Είναι και περιστατικά βγαλμένα από την καθημερινότητα.
- 4 ΑΠΡ 2019
Όταν το ταξί ήταν επί σειρά ετών το καθημερινό σου μέσο πρωί, μεσημέρι, βράδυ θα έπρεπε να ήσουν τουλάχιστον διδάκτωρ. Δεν είναι, όμως, μόνο η ενημέρωση στο ‘Ανοιχτό Πανεπιστήμιο’, είναι και οι ιστορίες που βγαίνουν μέσα από την καθημερινή χρήση του. Ιστορίες ιλαροτραγικές, που δεν περιλαμβάνουν μόνο τις συνηθισμένες διηγήσεις των εκάστοτε οδηγών, αλλά και σκηνικά βγαλμένα από ταινία του Σκορσέζε.
Τι να σας κεράσω;
Κάτω Πατήσια με προορισμό Ν.Κόσμο. Μετά από μισάωρη αναμονή εν ώρα αιχμής, εμφανίζεται το ταξί με τη μαγική λέξη ‘Ελεύθερο’ να φαίνεται στη τζαμαρία. Ταξί από τα καινούργια μοντέλα, φρεσκοπλυμένο και γυαλισμένο, με φουλ το air condition στη ντάλα του μεσημεριού.
Κάθομαι μπροστά όπως πάντα. Πιο οικεία θέση για τον πελάτη και τον οδηγό, αν και ξέρεις ότι από αυτή τη θέση είναι περισσότερες οι πιθανότητες να σου ανοίξει την κουβέντα ο ταξιτζής. Ο συγκεκριμένος με υποδέχεται με περίσσια ευγένεια, με πληθυντικό (σηκωθείτε από τους καναπέδες, ήρθε το τέλος!) και με την ερώτηση που δεν περιμένεις να ακούσεις μέσα σε ένα ταξί. Ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
– Τι να σας κεράσω;
– Τι εννοείτε;
– Θα πιείτε κάτι;
– Τι εννοείτε;
– Ένα νερό; Ένα αναψυκτικό;
Τα δευτερόλεπτα φάνηκαν αιώνας, έπαιζαν ‘λούπα’ σαν τη μέρα της μαρμότας. Αφού κατάλαβε ότι εγώ έχω πάθει ένα μικρό εγκεφαλικό, ανοίγει το ντουλαπάκι του συνοδηγού το οποίο είχε μετατραπεί σε μίνι ψυγείο και μου βγάζει ένα αναψυκτικό. Ναι, ρε φίλε. Καλοκαίρι, ντάλα ήλιος, στάζεις από τον ιδρώτα στο μισάωρο της αναμονής για να βρεις ταξί και μπροστά σου έχεις μία παγωμένη κοακόλα.
Χρειάστηκαν κι άλλα δευτερόλεπτα για να συνεχιστεί η αμηχανία, εκτός αν εσείς έχετε δει πολλές φορές να σε κερνούν ποτό μέσα σε ταξί. Ο οδηγός, βέβαια, έσπευσε να με καθησυχάσει. Ο πληθυντικός είχε δώσει τη θέση του στον ενικό.
– Σου κάνει εντύπωση ε; Το άρχισα τις τελευταίες μέρες, σαν έξτρα παροχή στον πελάτη. Χωρίς χρέωση φυσικά. Για να μη μας λένε και ταρίφες.
Το ήπια το αναψυκτικό; Όχι. Ναι, το δέχθηκα, αλλά δεν το ήπια. Στο κεφάλι ήρθε κάθε κλισέ της μάνας: πρόσεξε τι θα σου ρίξουν στο ποτό, μη δέχεσαι πράγματα από ξένους, ζακέτα να πάρεις. Το παραδέχομαι. Φοβήθηκα λίγο. Το πήρα και του είπα ότι θα το πιω μετά στο γραφείο. Στο μυαλό μου είχα πλάσει το σενάριο ότι ήπια την κοακόλα, ξυπνάω στο πορτμπαγκάζ και μου λείπει το ένα νεφρό. Ανοησίες. Η αμηχανία της ευγένειας ενός εργαζομένου που θέλησε να σου προσφέρει μία παραπάνω άνεση. Και χωρίς χρέωση!
Ε, πειρατή!
Φωτογραφίες: Eurokinissi
Μέρα απεργίας των ταξί. Ως είθισται, όμως, σε παρόμοιες περιπτώσεις πάντα υπάρχει ο απεργοσπάστης που θα βγει τσάρκα να μαζέψει ό,τι μπορεί. Περίμενα υπομονετικά μήπως μου τύχει αυτός, αλλιώς θα επιλεγόταν η λύση του τρένου και του ποδαράτου. Εμφανίζεται μπροστά μου ΙΧ χρώματος μπορντό. Στη θέση του οδηγού ηλικιωμένος, ανοίγει το παράθυρο του συνοδηγού και μου φωνάζει: ‘Ταξί περιμένεις; Εμπα!’ Ναι, μπήκα. Δεν το φοβήθηκα. Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα… να φτάσω αρτιμελής. Το ένστικτο της χαζομάρας να μπαίνεις σε ένα άγνωστο ΙΧ. Ο οδηγός σπεύδει να μου ξεκαθαρίσει ότι είναι ιδιωτικός υπάλληλος και βγήκε με το αμάξι του για δουλειά λόγω της απεργίας.
– Πειρατής είμαι. Είσαι μικρός εσύ, δεν τα πρόλαβες αυτά. Βγαίνω στις απεργίες και κάνω κούρσες. Τρία στόματα έχω να θρέψω, πώς να τα βγάλω πέρα;
Αυτό το τελευταίο, το Ξανθοπουλικό, με αποτελείωσε. Σαν να έβλεπα ελληνική ταινία. Περίμενα να ακούσω την πονεμένη πενιά να παίζει στο background. Το μόνο που άκουσα σε όλη τη διαδρομή ήταν την ιστορία του. Πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πώς τα έφερε έτσι η πουτάνα η ζωή. Στο τέλος της κούρσας το ποσό ήταν ίδιο με ό,τι έπαιρνε συνήθως ένα κανονικό ταξί για την ίδια διαδρομή. Και τα ρέστα δικά του, για την εμπειρία. Α και το τηλέφωνό του για τις επόμενες απεργίες που θα χρειαστώ ταξί. Κοίτα που αποκτήσαμε και σοφέρ!
Το τελευταίο βράδυ μου
Κάτι από Stranger Things. Βράδυ, μέσα στο ταξί, μεσήλικας οδηγός. Ολα καλά, κανένα πρόβλημα, χαλαρή κουβεντούλα, μέχρι τα μέσα της διαδρομής. Κάνει απότομο ελιγμό δεξιά, ακινητοποιεί με αλάρμ το ταξί και κάπου εδώ να σας αποχαιρετίσω κι όσοι με πίκραναν πολύ, τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή, όλους τους συγχωρνάω. Ο οδηγός ατάραχος, ανοίγει τη θήκη στο υποβραχιόνιο και βγάζει μία σύριγγα. Ο Καζαντζίδης συνεχίζει να ηχεί στα αυτιά μου, λέω αυτό ήταν, κρίμα να πάω με αυτό τον τρόπο, αλλά ο ταξιτζής με καθησυχάζει. Ίσως γιατί είδε το χλωμό πρόσωπό μου, ίσως γιατί του μύρισε κάτι. Μπορεί και όχι, προχωράμε.
“Φίλε μου, χίλια συγγνώμη. Κάνω ενέσεις ινσουλίνης και ξέχασα την τελευταία. Δύο λεπτάκια θα κάνω”. Σηκώνει το πουκάμισο, τραβάει την ένεση στην κοιλιά, σβήνει τα αλάρμ και συνεχίζει την κούρσα.
Μία απλή διαδικασία που θα μπορούσε να γίνει χωρίς να ανέβουν οι σφυγμοί αν υπήρχε μία ενημέρωση βρε αδερφέ, χωρίς απότομες ‘τιμονιές’ και φρεναρίσματα, έγινε ταινία θρίλερ μικρού μήκους και η πρώτη σοβαρή αφορμή να αρχίζω να σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να κάτσω ξανά μπροστά σε ταξί.
Το τρολάρισμα στους περαστικούς
Ούτε από που το πήρα ούτε τον προορισμό θυμάμαι. Ολα αυτά έχουν διαγραφεί από τη μνήμη μπροστά στο… έπος των όσων έζησα εκείνη τη μέρα. Το μοναδικό που υπάρχει στο ‘σκληρό δίσκο’ είναι ότι ήταν κατακαλόκαιρο. Το air condition δούλευε στο φουλ, ξέρετε σε αυτή την κατάσταση που είσαι μεταξύ πνευμονίας και συνάντησης με πολική αρκούδα. Τα παράθυρα κλειστά, ο οδηγός πιτσιρικάς, φάνηκε από την πρώτη στιγμή ότι είναι τρελό τυπάκι.
Στη διάρκεια της διαδρομής βγάζει από το πλάι ένα μικρόφωνο με καλώδιο. Σαν αυτά που έχουν οι τελάληδες. ‘Είσαι να σπάσουμε πλάκα;’ Ρητορικό το ερώτημα, ήταν ήδη έτοιμος να κάνει ξεχωριστή την κούρσα. Το ταξί, λοιπόν, είχε μεγάφωνα. Τώρα πού τα είχε μη με ρωτάτε. Και ο οδηγός άρχισε να περιπαίζει περαστικούς και άλλους οδηγούς μέσω μικροφώνου. Ψαρωτικά σφυρίγματα, μιμήσεις φρεναρίσματος και όλα όσα μπορούν να συνθέσουν καταστάσεις τρολαρίσματος. Κρατούσε το μικρόφωνο με τρόπο ώστε να μη φαίνεται στους απ’ έξω και σε κάθε ευκαιρία έπεφτε το πείραγμα. Σαν candid camera ένα πράγμα.
Ναι, δεν έλειψαν τα πειράγματα κάθε φορά που πετύχαινε στο οπτικό του πεδίο μία ωραία παρουσία. Ναι, η κούρσα ήταν σαν… πενταήμερη, δεν ήθελα ποτέ να τελειώσει. Ναι, έφαγα κι εγώ το σχετικό τρολάρισμα μόλις αποβιβάστηκα από το ταξί. ‘Γεια σου κούκλε’ φώναξε από τα μεγάφωνα και έζησα τα πιο αμήχανα δευτερόλεπτα της ζωής μου.
Ο ύπνος στο φανάρι
Βράδυ, περασμένη η ώρα. Από Λ.Συγγρού για Πατήσια. Στην πιάτσα περιμένει ένα ταξί, σβηστά τα φώτα, ο οδηγός έχει ακουμπήσει στο προσκέφαλο και βρίσκεται στο τριτοτέταρτο όνειρο. Ανοίγω την πόρτα απότομα για να τον ξυπνήσω, μπαίνω μέσα, ξεκινάει η κούρσα, αμίλητος στη διαδρομή. Στο background ‘Ντέρτι’, μόνο λαϊκά. Στο πρώτο φανάρι ο ‘ήρωας’ της ιστορίας γέρνει το κεφάλι και επιστρέφει σε υπνική κατάσταση. Μόλις ανάβει πράσινο, τσουπ το μάτι γαρίδα. Το start and stop πριν το start and stop.
Όλη η διαδρομή κυλάει σε αυτή τη ρότα. Ο ταξιτζής κοιμάται στα δευτερόλεπτα που χρειάζονται για να ανάψει το πράσινο και τις περισσότερες φορές -σε αντίθεση με την πλειοψηφία- κόβει ταχύτητα στο πορτοκαλί για να προλάβει το κόκκινο και να την πέσει λιγουλάκι ο άνθρωπος. Παραμένει άλυτο μυστήριο πώς στην ευχή καταλάβαινε ότι άναψε πράσινο. Καμιά δεκαριά φανάρια μέχρι τον τελικό προορισμό, ο οδηγός είναι φρεσκαδούρα, έχει κοιμηθεί τόσο όσο για να συνεχίσει τη βάρδια έως τέλους. Δεν έχουμε ανταλλάξει κουβέντα στο ενδιάμεσο. Θα το βάλω στο βιογραφικό μου.