Πέσαμε σε παγωτόβουνο
Στα Σερμπέτια μαθαίνεις να λες τόσο μεγάλα γλυκόλογα, που καμιά γυναίκα δεν θα αντέξει να ακούσει. Γι’ αυτό καλύτερα φάε και μη μιλάς.
- 2 ΟΚΤ 2012
Είναι πιθανό να το ξέρεις, να έχεις πάει, να το έχεις τουλάχιστον ακούσει. Εγώ δεν. Και αυτό δεν με τιμάει, ούτε σαν δημοσιογράφο, ούτε σαν άνθρωπο που έχει φύγει βράδυ από τη Γλυφάδα για να πάει στην Αλεξάνδρας στο Etoile μόνο και μόνο για να πάρει δύο κρέπες σοκολάτα και να γυρίσει. Έπρεπε, ωστόσο, να καταλάβω την παγίδα όταν η Ελένη πρότεινε “να πάμε σε ένα γλυκοπωλείο στου Ψυρρή, που ξέρω”. Ήταν ένας ακόμη τρόπος για να απαρνηθώ τη νότια καταγωγή μου και να παραδεχθώ ότι στο κέντρο είναι πιο ωραία (τα γλυκά τουλάχιστον).
Δεν αρνήθηκα. Και με κάτι μασάλα μοσχάρια και κάρυ του θανάτου, που είχα στο στομάχι μου, μετά την ινδική απόπειρα στο Bollywood Kitchen (το οποίο έχει καλές τιμές, τίμιες γεύσεις, αλλά πρέπει να έχεις το iPad μαζί σου, για να περάσει η ώρα μέχρι αν φας), ένα γλυκό ήταν ό,τι έπρεπε, για να αλλάξω γεύση. Καμιά 100αρια βήματα αργότερα, στην Αισχύλου 3, ακριβώς στην πλατεία Ψυρρή, απέναντι από μια μπουτίκ –και καλά- κρεάτων, είδα τα Σερμπέτια στέκουν καμαρωτά, με όλη την Κωνσταντινουπολίτικη περηφάνια τους, για αυτό που πρεσβεύουν σαν όνομα (το σερμπέτι είναι ένα υπερβολικά γλυκό ποτό, αλλά είναι και το “γλυκόλογο”).
Πριν προλάβουμε να κάτσουμε, ήρθε ένας κατάλογος που έκανε την κοπέλα μου να με κοιτάξει ανήσυχη, μήπως μου γύρισε το μάτι, αφού ξέρει ότι ένας κατάλογος γεμάτος από εκμέκ, ροδακινόπιτες, ραβανί, σοκολατόπιτες και άλλα 10 τουλάχιστον γλυκά, μπορεί να με κάνει να ξεχάσω μέχρι και το όνομά μου. Της. Αυτό τέλος πάντων. Κάπου εκεί, μπερδεμένος ανάμεσα στις συνήθειες (να πάρω κάτι με σοκολάτα) και τους ευσεβείς πόθους (ναι, αλλά αρρωσταίνω με τα πολίτικα, ταψιού και άλλα παρόμοια γλυκά) ήρθε η ιδιαίτερα ευγενική κοπέλα του μαγαζιού να δώσει τη λύση: “θα κάνω ένα πιάτο με διαφορετικά γλυκά, ανάλογα με το τι θέλετε”.
Γύρω στα 6-7 λεπτά αργότερα, η εικόνα ήταν το λιγότερο αστεία.
Αυτό στο κέντρο, το άσπρο παγόβουνο, αρχικά ρωτήσαμε αν είναι κομμάτι από εκείνο που χτύπησε τον Τιτανικό πριν από 100 χρόνια, αλλά τελικά πήραμε απάντηση πως πρόκειται για παγωτό. “Προφανώς οικογενειακό, που αναποδογύρισαν με τη μία”, είπε ο Στέφανος. Και εδώ να ανοίξω μια παρένθεση (έχω δει λίγες φορές τον Τριαντάφυλλο να φοβάται ένα πιάτο. Η μία ήταν αυτή κι ας κρύφτηκε πίσω από την ατάκα “δεν ψαρώσαμε, απλά είμαι σε δίαιτα” και η άλλη ήταν στον Μπατζάβαλη, τον ταβερνιάρη των γιγάντων, για τον οποίο θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά).
Από εκεί και πέρα, στα δεξιά και αριστερά του πιάτου-οικοπέδου βλέπεις ένα κομμάτι εκμέκ, χαμένο κάτω από σαντιγές, ένα καζάν ντιπί με έντονη τη στρώση καραμέλας, ένα χαλβά σαν το λόφο του Στρέφη και μια σοκολατόπιτα, με νουτέλα, κάτι σιρόπια και όνομα “το γλυκό της αγάπης”. Αυτό το τελευταίο ελέγχεται, γιατί πιο πολύ ζήλευα την κοπέλα μου, που το είχε διαλέξει, παρά την αγαπούσα.
Τα επόμενα λεπτά, ήταν βγαλμένα από ταινία του Michael Bay, γεμάτα δράση και μοντάζ σκηνών που δεν προλαβαίνει το μάτι. Ξεχάστηκαν και οι δίαιτες και το κάρυ και η Ινδία ολόκληρη σχεδόν αφανίστηκε από το μυαλό μας. Ωστόσο, δεν αντέξαμε. Χάσαμε τη μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο.
Μία από τις επόμενες Κυριακές, θα επιστρέψουμε και θα δείξουμε σε αυτόν τον κατάλογο και αυτό το παγωτόβουνο, ότι δεν είναι κάθε μέρα του Τιτανικού.