iStock
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Ψέμματα, ταξίδια, αποταμίευση – Μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε για το φαγητό

Το φαγητό ως κίνητρο για να πας από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη, για να ταξιδέψεις σε μία άλλη χώρα, για να βγεις από το comfort zone σου, για να σκαρφιστείς δικαιολογίες προκειμένου να πάρεις αυτό που θέλεις.

Ίσως ένα από τα πιο διάσημα παραδείγματα γαστρονομικών ταξιδιών ήταν όταν ο Elvis Presley πήρε το ιδιωτικό του τζετ για να επισκεφθεί το εστιατόριο The Colorado Mining Company και να αγοράσει το περιβόητο “Fool’s Gold Loaf”, ένα σάντουιτς γεμάτο με φυστικοβούτυρο, ζελέ σταφυλιού και μπέικον. Σύμφωνα με το βιβλίο The Life and Cuisine of Elvis Presley, ο ίδιος και οι φίλοι του πέταξαν από την Graceland στο Ντένβερ, αγόρασαν 22 από αυτά τα σάντουιτς και πέρασαν δύο ώρες τρώγοντάς τα και πίνοντας Perrier και σαμπάνια πριν πετάξουν ξανά πίσω.

Η ιστορία έγινε θρύλος και το σάντουιτς έγινε αντικείμενο συνεχούς ενδιαφέροντος από τα μέσα ενημέρωσης και μέρος πολλών βιβλίων μαγειρικής, που συνήθως επικεντρώνονται στην αγάπη του βασιλιά του rock ‘n roll για το φαγητό. Θα έλεγε κανείς ότι ο Presley είχε τόσο μεγάλο τραπεζικό λογαριασμό όσο και όρεξη για φαγητό, που το να διασχίσει τη χώρα για ένα σάντουιτς δεν ήταν πρόβλημα για εκείνον.

Το φαγητό είναι μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής. Όταν ταξιδεύεις γι΄αυτό, μετατρέπεται σε εμπειρία, αλληλεπίδραση με τους ντόπιους, μία γεύση από τη ζωή σε ένα άλλο μέρος, στην πιο συναρπαστική της μορφή. Ο προϋπολογισμός δεν παίζει ρόλο όταν ταξιδεύεις για το φαγητό. Μπορεί σε έναν υπαίθριο πάγκο να φας το καλύτερο φαγητό της ζωής σου.

Αυτό όμως που έχει πραγματικό ενδιαφέρον είναι το φαγητό ως κίνητρο για να πας από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη, για να ταξιδέψεις σε μία άλλη χώρα, για να βγεις από το comfort zone σου, για να σκαρφιστείς δικαιολογίες προκειμένου να πάρεις αυτό που θέλεις.


Ποια είναι η μεγαλύτερη τρέλα που έχεις κάνει για το φαγητό, ρώτησα τις προάλλες μία φίλη συνάδελφο, για να μου απαντήσει γελώντας: «Ετοιμάζομαι να μπω σε ένα πλοίο και να ταξιδέψω δύο μέρες μόνο και μόνο για να φάω σε ένα εστιατόριο και να γυρίσω πίσω». Μία επίσκεψη σε ένα εστιατόριο μπορεί να είναι για κάποιους τόσο σημαντική όπως είναι για άλλους η τέχνη, η ιστορία ή η αρχιτεκτονική.

Για μένα, έχει να κάνει ωστόσο με την αναζήτηση, την ανακάλυψη και τη χαρά που νιώθεις όταν μοιράζεσαι αυτή την αποκτηθείσα γνώση. Αρκετά χρόνια πριν αρχίσω να χρησιμοποιώ τη λέξη foodie, όταν ήμουν ακόμα παιδί, υπήρχε ο Κυριάκος. Συνέταιρος του πατέρα μου και οικογενειακός φίλος, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Κωνσταντινούπολη.

Γνώριζε πού βρισκόταν το καλύτερο από το καθετί. Του ζητούσες τσουρέκι και δεν πήγαινε στον φούρνο δίπλα, αλλά εκεί που ήξερε ότι θα βρει το καλύτερο. Μιλούσε στο τηλέφωνο με παραγωγούς από την επαρχία για να μάθει πού πωλούνται τα προϊόντα τους.


Ήξερε βέβαια και πού θα βρεις φίνα σοκολατάκια στο Λονδίνο. Και όλες αυτές τις γνώσεις τις κρατάει ακόμα φυλαγμένες. Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό μου, άρχισα να θεωρώ λογικό να αλλάζω πορεία μόνο και μόνο για να βρω καλό ψωμί στην Αθήνα, να έχω μεγαλύτερη υπομονή στις ουρές και να κανονίζω ένα ταξίδι με γνώμονα την τοπική κουζίνα.

«Προφανώς την “τρέλα”, την ορίζει ο καθένας διαφορετικά στο μυαλό του. Για μένα, ας πούμε, είναι φυσιολογικό να περνάνε 2-3 μήνες (μπορεί και παραπάνω) χωρίς να ξοδέψω χρήματα για τίποτα εκτός από τα απολύτως απαραίτητα, ώστε να καταφέρω να κάνω ένα γαστρονομικό ταξίδι στο εξωτερικό, ενώ για άλλους ακούγεται τρελό», λέει η Βασιλική Γαλάνη. Πριν από κάποιους μήνες, βρέθηκε στο νοτιότερο κομμάτι της Νορβηγίας για να δειπνήσει 5,5 μέτρα κάτω από το νερό. Το υποβρύχιο εστιατόριο Under είναι το μεγαλύτερο στο είδος του στον κόσμο και το 2020, το περιοδικό Forbes το συμπεριέλαβε τα 10 πιο κουλ μέρη για φαγητό.

Η «πραγματική τρέλα», όμως για την ίδια, είναι τα τραπέζια που φιλοξενεί στο σπίτι, με τον σύντροφό της. «Ξεκινάμε στις 11.00 με καφέ και πρωινό και τελειώνουμε το γεύμα στις 02.00 το βράδυ, χωρίς καμία δόση υπερβολής. Με άλλα λόγια αν δεν έχεις πολύ γερό στομάχι, δύσκολα επιβιώνεις».


Ο Γιώργος Μιχελής έχει πολλές ιστορίες να μοιραστεί επί του θέματος. Μία από αυτές που θυμάται ακόμα όμως είναι όταν ισχυρίστηκε ότι είναι οινοπαραγωγός από την Ελλάδα – και θα γιόρταζε τα γενέθλιά του – προκειμένου να εξασφαλίσει ένα τραπέζι σε εστιατόριο της Βαρκελώνης. «Προφανώς και είχα ξεχάσει τι είχα πει και όταν βρέθηκε στο εστιατόριο, με καλωσόρισαν και μου είπαν ότι είχαν έρθει κι άλλοι παραγωγοί κρασιού και θα χαρούν να με γνωρίσουν. Κάπως έτσι βρέθηκα ανάμεσα σε τρομερούς ανθρώπους και φαντάζεσαι πώς ένιωθα».

Δεν πετυχαίνει πάντα. Μερικές φορές ένα εστιατόριο ή ένα πιάτο μπορεί να μην άξιζε ούτε τον χρόνο ούτε τα χρήματά σου. Όταν όμως λειτουργεί καλά, γίνεται μία ωραία ιστορία.