FOOD & DRINK

Στον Charles Schumann χρωστάς κάποιες καλές νύχτες της ζωής σου

Μίλησαμε με τον άνθρωπο που επανίδρυσε την κουλτούρα των cocktails και διαμόρφωσε τα μπαρ του πλανήτη όπως τα ξέρουμε σήμερα.

Δύο ποτά και μια μπάρα σκέφτηκα από μέσα μου. Δύο ποτά και μια μπάρα είναι αρκετά για να συναντήσω για πρώτη φορά από κοντά τον Charles Schumann και να μιλήσουμε. Γιατί όμως θα μιλήσουμε; Δεν έχω σκεφτεί καν τι ερωτήσεις θα του κάνω αλλά και πάλι στο μυαλό μου στροβιλίζει η ιδέα ότι θα συναντήσω ένα ζωντανό θρύλο. Έναν άνθρωπο που άλλαξε την bar σκηνή σε όλο τον κόσμο, επηρέασε με την δουλειά του ολόκληρες γενιές bartenders και έμαθε πολλούς μέσα από τα βιβλία του. Είναι τόσο πρωτοπόρος που ίσως αν δεν υπήρχε αυτός σήμερα τα πράγματα στα bars να ήταν εντελώς διαφορετικά.


Έφτασε στο Clumsies φορώντας φυσικά το κουστούμι του. Η χειραψία του συνδυάστηκε με ένα ελαφρύ σκύψιμο και σκέφτηκα αμέσως πόσο αγαπάει την Ιαπωνία και πόσο έχει επηρεαστεί από αυτήν. Ο Κώστας Ιγνατιάδης είναι ο Έλληνας bartender που δουλεύει στο μαγαζί του στο Μόναχο εδώ και σχεδόν 3 δεκαετίες και είναι πια το δεξί του χέρι. Μας λέει ότι η συνέντευξη θα γίνει πάνω. Τελικά δεν θα έχω μπάρα σκέφτομαι. Αλλά δεν την χρειάστηκα. Όπως ούτε και τις ερωτήσεις.

“Κανένας δεν επηρέασε την bar σκηνή στην Τσεχία και σε όλο τον κόσμο περισσότερο από εκείνον. Όταν ήμουν μικρός δεν πίστευα ότι θα είχα την τύχη να τον συναντήσω από κοντά αυτόν τον χαρισματικό gentleman, αυτό το ζωντανό είδωλο. Τον ήξερα μόνο από τα media και την τελευταία φορά που πήγα Μόναχο έκατσε μαζί μας και ήπιαμε τα ποτά μας, μας μαγείρεψε και μιλήσαμε για ώρα. Κάποιοι πάνε εκκλησία, εγώ πάω στου Schumman’s!” είχε δηλώσει ο Alex Kratena και δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη περιγραφή για το τι σημαίνει αυτός ο άνθρωπος για τους νέους και τους παλιούς bartenders. Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι το συνώνυμο του bartender. Σίγουρα δεν υπερβάλλουν και δεν έχουν άδικο.


Ο Charles Schumann είναι τόσο απλός, τόσο λιτός και μιλάει με τόσο πάθος, παρά τα 77 έτη που κουβαλάει το σώμα του. Ένα σώμα που μόλις μπαίνει σε ένα bar σε οποιαδήποτε άκρη τούτης της γης, θα νομίζεις ότι μπήκε κάποιος άγιος σε εκκλησία. Όλοι οι bartender τον σέβονται, τον ακούνε και νιώθουν πραγματικό δέος όταν βρίσκονται απέναντί του. Αυτό το δέος ένιωσα και εγώ, αλλά για να μην το δείξω τον ρώτησα τι είναι για εκείνον ο ορισμός του bartender “Ο bartender φροντίζει τα πάντα. Είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο μέσα σε ένα μαγαζί. Πρέπει να φροντίζει τους πελάτες, τις παραγγελίες, τα ποτά. Τα πάντα. Μπορεί να είναι υπάλληλος αλλά όταν έχει βάρδια είναι ο άρχοντας του μαγαζιού. Κανείς δεν αγαπάει πια τον όρο mixologist αλλά είναι ένας καλός όρος. Σημαίνει αυτός που ξέρει πολλά για τα ποτά, για τα συστατικά και γνωρίζει πως να τα συνδυάσει. Δουλεύει όμως για τον πελάτη και αυτό τον κάνει bartender. Ό,τι κι αν είσαι όμως, όπως και αν αυτοπροσδιορίζεσαι το πιο σημαντικό είναι να αγαπάς το επάγγελμά σου. Να είσαι ταπεινός και με χαμηλό προφίλ”.


Αυτά του τα λόγια, χωρίς κομπασμούς και υπερβολές είναι που τον έκαναν να ξεχωρίζει. Γνωστό όμως σε όλο τον κόσμο τον έκαναν τα βιβλία του. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πολλές συνταγές κλασικών συνταγών χάθηκαν και η μόδα επέβαλε χρώματα και υπερβολές. Εκείνος αποφάσισε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 να ερευνήσει, να ψάξει και να βρει όσες περισσότερες συνταγές κλασικών cocktail μπορούσε και έβγαλε το πρώτο του βιβλίο “Αγαπώ να γράφω. Πάντα έγραφα. Διάβαζα και διαβάζω εφημερίδες και βιβλία. Όλοι πια γράφουν στους υπολογιστές αλλά εγώ λατρεύω να γράφω με το χέρι. Να έχω ένα μολύβι και να γράφω στο χαρτί. Αποφάσισα να γράψω το πρώτο μου βιβλίο γιατί πίσω στην εποχή μας, ήταν πολύ δύσκολο να βρεις ένα καλό βιβλίο για τα bar και τα cocktails. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τις αρχές στην οποίες πρέπει να στηρίζεται ένα bar. Υπήρχαν βιβλία παλιά από την Αμερική και την Αγγλία αλλά στην Γερμανία δεν είχε γραφτεί ποτέ ένα”.


Κι όμως τα βιβλία του δεν έμειναν στα στενά όρια της Γερμανίας αλλά ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Όπως ακριβώς έχει κάνει και ο ίδιος. Αυτό ακριβώς είναι και το concept της ταινίας που θα παρακολουθούσαμε σε λίγο. Bar Talks το τίτλος της και δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστός. Ο ίδιος ο Schumman ταξιδεύει σε Νέα Υόρκη, Βιέννη, Κούβα και φυσικά στο αγαπημένο του Τόκιο και μιλάμε σε μία μπάρα με συναδέλφους για την ζωή, τα ποτά και τα cocktails. “Υπάρχουν συγκεκριμένες ώρες που πραγματικά αναζητώ ένα cocktail. Ένα Martini, ένα καλό ουίσκι ή ένα lemon sugar rum. Πάντα τα κοκτέιλς έρχονται και φεύγουν αλλά ένα κοκτειλ γίνεται κλασικό από την αρχή του. Το whisky sour, το sazerak είναι μόνο μερικά από αυτά. Αγαπώ τα κλασκά cocktails αλλά θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου περισσότερο ως coffee drinker”. Γελάω μόλις το ακούω μιας και δεν το περίμενα. Όταν όμως τον είδα μετά την προβολή της ταινίας να μπαίνει πίσω από την μπάρα του Clumsies και να χτυπάει ένα daiquiri κατάλαβα ότι ήταν περισσότερο σαρκαστικό παρά ρεαλιστικό.


Αυτός ο άνθρωπος αντλεί ενέργεια από τα bar και η ευλογία είναι ότι αυτή την ενέργεια την έχει επιστρέψει ολόκληρη σε αυτά. Η ταινία του ήταν για μένα απλά μια επιβεβαίωση του πόσο τεράστιο όνομα είναι στον χώρο. Το να τον βλέπω όμως στο Clumsies με έκανε να καταλάβω γιατί θεωρείται θρύλος. Γιατί παρά τα 77 του χρόνια συνεχίζει να κάνει αυτό που αγαπάει και να ακολουθεί την καρδιά του. “Αυτό μου δίνει ενέργεια. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω καλά μετά από όλα αυτά τα χρόνια”.


Σκέφτηκα λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα ότι είναι ο Jerry Thomas της σύγχρονης εποχής. Μόλις του το λέω, γελάει και το αρνείται. Εγώ όμως είμαι σίγουρος. Είναι οι δύο προσωπικότητες που έχουν πάει το bartending σε παγκόσμια κλίμακα σε άλλο επίπεδο. Και είναι ευλογία που είδαμε τις αλλαγές της δουλειάς στις μέρες μας αλλά και που καταφέραμε να δούμε τον ίδιο χάρη στο Clumsies στην Ελλάδα. Είχε ξαναέρθει στην χώρα μας “Είναι η δεύτερη φορά στην Αθήνα. Αυτή τη φορά μου αρέσει πιο πολύ γιατί μπορώ καλύτερα να ανακαλύψω την πόλη. Λατρέυω να ανακαλύπτω”.

Exit mobile version