Τα πολίτικα γλυκά του Lido έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές Αθηναίων
Αυτή είναι η ιστορία του κωνσταντινουπολίτικου ζαχαροπλαστείου που για χάρη του σχηματίζονται ουρές κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, συνεχίζοντας αναλλοίωτη την παράδοση των πολίτικων γλυκών από το 1967.
- 19 ΦΕΒ 2021
Αναγνωρίζεται εύκολα απ’ όσους διασχίζουν τη Χρεμωνίδου. Όχι μόνο από την επιγραφή που έχει μείνει απαράλλαχτη από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του, αφήνοντας ένα αποτύπωμα μιας παλιάς ελληνικής γραφιστικής που υπάρχει μόνο σε φωτογραφίες και προσωπικά ενθύμια, ούτε από τις ουρές που μπορεί να συναντήσει κάποιος τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, αλλά από την ανακατεμένη μυρωδιά του φρέσκου τσουρεκιού με τη μαστίχα που περνά μέσα από τη μάσκα και στρέφει έστω και ένα δευτερόλεπτο το βλέμμα στη βιτρίνα του μαγαζιού.
Προτού φτάσω στο Lido, μια παρέα λυκειόπαιδων που περπατούσαν και χαχάνιζαν στις καμάρες της Χρεμωνίδου κατέβασαν τις μάσκες τους για μια στιγμή, για να εντοπίσουν την προέλευση της μαστίχας. Μόλις απομακρύνθηκαν, κάλυψαν το στόμα και τη μύτη τους.
Κανονίσαμε μια κουβέντα με τον ιδιοκτήτη του Lido, Πέτρο Πιπερίδη, για να μου πει μερικά στοιχεία για την ιστορία του κωνσταντινουπολίτικου ζαχαροπλαστείου – όπως αναγράφεται συντετμημένα στην πινακίδα του καταστήματος – και για ποιον λόγο στις μεγάλες γιορτές, ακόμα και μέσα στην πανδημία, έχουν τόση φήμη οι ουρές του. Μου είπε να περάσω το μεσημεράκι, «όταν θα έχει κόψει η κίνηση», αλλά όλο και κάποιος έμπαινε μέσα για να προμηθευτεί τσουρέκια και βουτήματα.
«Το ζαχαροπλαστείο υπάρχει εδώ από το 1967. Όταν ήρθε, αναγκαστικά, ο παππούς μου με την οικογένεια από την Κωνσταντινούπολη, μετά το πόγκρομ (σ.σ του 1955), δούλεψε ένα – δύο χρόνια σε ζαχαροπλαστείο στην Αθήνα, για να δει πώς κινείται η αγορά. Δεν ήταν όπως εκεί, όπου είχε ήδη μαγαζί. Ύστερα, αποφάσισε να ανοίξει το δικό του ζαχαροπλαστείο σ’ αυτό ακριβώς το σημείο. Μπορεί και η πολυκατοικία τότε να ήταν νεόδμητη. Τα περισσότερα εδώ είναι ίδια από τότε».
«Παγκράτι και Αμπελόκηποι ήταν από τις καλύτερες περιοχές για να μείνει κανείς στην Αθήνα. Ήταν από τα πιο ανεπτυγμένα προάστια. Τώρα εδώ πιο πάνω στον Βύρωνα, στο Νέο Παγκράτι, έχτιζαν εξοχικά να φανταστείς. Στον Καρέα δεν υπήρχε τίποτα, ήταν αγροτεμάχια».
Ζαχαροπλαστείο LIDO, Χρεμωνίδου 35, 210751 6898
Γιατί όμως Lido; «Μας έχουν ρωτήσει πολλοί, αλλά απ’ όσα ξέρω από τον πατέρα μου, ήθελε να το βγάλει στο όνομα της γιαγιάς που τη φωνάζαν Λούλα, αλλά εκείνη θεώρησε πως δεν ήταν πολύ εύηχο και έτσι δεν τους άρεσε. Ανάμεσα στις επιλογές που πρότεινε ο παππούς ήταν το Lido. Με το που το άκουσε, αποφάσισαν από κοινού να το ονομάσουν έτσι».
«Οι περισσότερες συνταγές είναι του παππού, από τότε που ήρθε από την Κωνσταντινούπολη, αλλά έχουμε προσθέσει και καινούργιες. Μεγαλύτερη ποικιλία υπάρχει σε κουλουράκια λαδιού – που είναι πιο υγιεινά. Δεν έχουμε προσθέσει ακόμα με στέβια και με υποκατάστατα ζάχαρης και δε νομίζω να προχωρήσουμε για την ώρα, επειδή έχουμε μεγάλη ποικιλία σε κουλουράκια. Έχουμε όμως αρκετές ποικιλίες σε κεκάκια. Ορισμένες συνταγές του παππού που δεν είχαν ζήτηση στο πέρασμα του χρόνου δεν τις κάνουμε πια».
«Εκτός από τσουρέκι, το δεύτερο προϊόν που αγοράζει ο κόσμος είναι τα κίφελ (σ.σ. πολίτικα κουλουράκια βουτύρου σε σχήμα κρουασάν, με σοκολάτα στο εσωτερικό τους – εντοπίζονται με παραλλαγές στο όνομα και τα υλικά στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη). Δεν είμαστε πολλοί που τα φτιάχνουμε στην Αθήνα. Από τις 365 μέρες, τις 350 φτιάχνουμε κίφελ».
«Έχουμε πολλούς τακτικούς πελάτες που έρχονται κάθε μέρα να πάρουν κι από κάτι. Δε θα πάρουν όμως τα γαστρονομικά ή τις τάρτες με τη ζαχαρόπαστα ή τις crème brûlée, άσε που δεν έχουμε και τέτοιες. Θα πάρουν καθημερινά γλυκά, κάνα τσουρεκάκι, κέικ, κουλουράκια, βουτήματα. Οπότε πολλοί πελάτες έρχονται τρεις και τέσσερις φορές την εβδομάδα, για όλο το χρόνο».
«Εκτός από τα νέα είδη που έχουμε προσθέσει, όπως μικρά μιλφέιγ, τρίγωνα και μπαμπαδάκια που πιο δημοφιλή στις νεαρές ηλικίες από τα κουλουράκια, οι νέοι μας πελάτες είναι η τρίτη γενιά πελατών που συνεχίζουν την παράδοση των γονιών τους. Έρχονται πολλοί που βρίσκονται στην ηλικία μου και μου λένε ότι έρχονταν εδώ από τότε που ήταν στο παιδικό τους καρότσι».
«Είναι και στην κουλτούρα μας, νομίζω το φρέσκο τσουρεκάκι ή κεκάκι. Όταν ζούσα στο Λονδίνο, πήγαινες στο σούπερ μάρκετ και έβλεπες όλα τα γλυκά έτοιμα τυποποιημένα και συσκευασμένα».
Ο Πέτρος Πιπερίδης είναι ουσιαστικά η τρίτη γενιά της οικογένειας. Μετά τον παππού του, το ζαχαροπλαστείο πέρασε στον πατέρα του, τώρα ήρθε η σειρά του. Η τριβή του με το Lido από μικρή ηλικία και η βοήθεια που παρείχε στον πατέρα του στις διακοπές τον ώθησαν να ασχοληθεί εξ ‘ολοκλήρου με αυτό, με εξαίρεση τη χρονιά που έκανε το μεταπτυχιακό του στην Αγγλία.
«Επίσημα ασχολούμαι από το 1998. Ερχόμουν και μικρότερος εποχιακά, λίγο τα Χριστούγεννα, λίγο το Πάσχα, αλλά είχα το σχολείο και τις εξετάσεις. Παράλληλα με τις σπουδές μου στα Οικονομικά, δούλευα στο μαγαζί. Ο πατέρας μου επίσημα αποσύρθηκε πριν τέσσερα – πέντε χρόνια».
Όσον αφορά τι είναι το πιο δύσκολο στη δουλειά του; «Δεν κλείνεις ποτέ. Γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, αργίες. Όλοι λένε «αχ, τι ωραία που έρχονται τα Χριστούγεννα και εσύ λες «ωχ, έρχεται η περίοδος που θα πεθάνω από την κούραση». Έπαιξε ρόλο το ότι ερχόμουν από μικρός, έστω και σαν βόλτα, δεν είχα συνηθίσει να κάθομαι Χριστούγεννα και Πάσχα. Ουσιαστικά μεγάλωσα εδώ. Μου άρεσε πολύ η ιδέα να το συνεχίσω».
Τον ρωτάω για την περίφημη ουρά που στήνεται έξω από το μαγαζί τις γιορτές και αναγράφεται σε κάθε οδηγό της Αθήνας. «Πολλοί έχουν την ουρά σαν παράδοση. Δεν θα δυσανασχετήσουν, καθώς έχουν συνηθίσει την ουρά στο Lido σαν να είναι μέρος των γιορτών. Λέω σε πολλούς «μην έρθετε την Παραμονή που θα έχει κόσμο, ελάτε προπαραμονή, μετά τις οκτώ το βράδυ που είναι ήσυχα». Η απάντησή τους, όσο περίεργη κι αν ακουστεί είναι ότι δεν έχουν πρόβλημα να κάτσουν στην ουρά για λίγο ακόμα».
Ακόμα και στην πανδημία; Τον ρωτάω. «Είχε μεγάλη ουρά ίσως όμως επειδή αφήναμε μόλις δύο άτομα να μπουν στο μαγαζί, οπότε υπήρχε καθυστέρηση μέχρι να εξυπηρετηθούν. Πιο παλιά, είχε δέκα άτομα στην ουρά και άλλα δέκα μέσα στο μαγαζί. Η πανδημία μας επηρέασε γιατί έχουμε πελάτες απ’ όλη την Αθήνα. Οπότε, όσοι έρχονται από τα πιο μακρινά μέρη, την Κηφισιά, τον Διόνυσο, τη Σαλαμίνα τους ήταν δύσκολο έως αδύνατο να μας επισκεφτούν. Κάποιοι λίγο πιο τολμηροί, τα κατάφερναν. Θυμάμαι το Πάσχα να μου λένε «Κατεβαίνω κρυφά από τον Χολαργό» που τότε δεν επιτρεπόταν η μετακίνηση από δήμο σε δήμο».
Όσο για το αν η οικογένεια σκέφτηκε ποτέ να επεκτείνει την επιχείρηση, εξηγεί ότι όντως κάποτε το σκέφτηκε, υπήρξαν προτάσεις για επέκταση. «Μας γνώρισαν όλοι, επειδή είχαμε ζεστό τσουρέκι και κάποια κουλουράκια της ώρας. Αν ανοίξεις πολλά καταστήματα, θα έπρεπε να είναι πρατήρια, όχι εργαστήρια. Θα έπρεπε να τα πηγαίνουμε τυποποιημένα και κρύα με αποτέλεσμα να χάνουμε αυτό το φρέσκο».
Για το τέλος, αναφέρει κάτι για την τέταρτη γενιά της οικογένειας και παίρνω το θάρρος να τον ρωτήσω αν θα ήθελε τα παιδιά του να συνεχίσουν την οικογενειακή παράδοση. «Θα έκανα αυτό που έκαναν και οι γονείς μου σε μένα. Θα το άφηνα καθαρά στην επιλογή τους, αυτό πιστεύω ότι είναι το καλύτερο. Δεν είναι σωστό να πεις σε κάποιον «μη το συνεχίσεις», ούτε να τον πιέσεις να το κάνει, γιατί δε θα το κάνει ευχάριστα. Εγώ είχα το προνόμιο, λόγω επαγγέλματος, να το δοκιμάσω και να μου αρέσει».