Το Μπαρ Μπεε Κιου χορταίνει το μάτι, την πείνα και την ψυχή
- 9 ΙΑΝ 2015
Με κοίταξε στα μάτια και έγνεψε κάτι σαν “που ήσουν τόσο καιρό”. Είχα δουλειές είπαν τα ψεύτικα λόγια μου, αν και τα σάλια που έτρεχαν στο μούσι μαρτυρούσαν κάτι διαφορετικό. Δεν είχε σημασία το που ήμουν, αλλά το ότι τώρα είμαι εδώ. Μπροστά σου. Σσσσσ… μη λες άλλα. Ε π ι τ έ λ ο υ ς σε γνωρίζω από κοντά. Έχω ακούσει… τόσα…. για σένα… Δεν πρόλαβα καν να τελειώσω την πρόταση, πριν απλώσω τα χέρια μου. Δεν είχα κάνει τόσα χιλιόμετρα για κουβεντούλα.
Αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκα, το επόμενο ήταν κάτι για “μεγάλες μερίδες” και το τελευταίο που θυμάμαι ήταν ένα αχνό “σόδαααα” προς τη σερβιτόρα και ένα “θα τα ξαναπούμε” που έμοιαζε περισσότερο με μεταθανάτιο ρόγχο παρά με υπόσχεση για το Μπαρ Μπεε Κιου. Μόνο που σε θέματα φαγητού σπάνια κάνω υποσχέσεις που δεν σκοπεύω να κρατήσω.
Στον γυρισμό δεν σταμάτησα να μιλάω. Σαν ερωτευμένος έφηβος, πάσχων κι εγώ από την έξαψη του νεοφώτιστου. Που να ήμουν κανένας πρωτάρης και όχι μπαρουτοκαπνισμένος μπεργκερολόγος με τόσα σιρίτια από τα Queen της Γλυφάδας. Κι όμως, όσο σπάνιο κι αν ακούγεται, δύσκολα θα βρεις κάτι τόσο διαφορετικό, τόσο ωραίο, τόσο σταμάτα ότι κάνεις και πήγαινε στον Πειραιά μα στον Πειραιά ναι στον Πειραιά μα είναι μακριά δεν πειράζει σου λέω.
Υπάρχουν τα μαγαζιά που απλά σου αρέσουν και υπάρχουν τα μαγαζιά που μπαίνεις στο αυτοκίνητο και καταπίνεις χιλιόμετρα για να πας. Τα μπριζολάκια του Τέλη, το βρώμικο στο Φάληρο, ο Βαρκαρώτας στην Ερυθραία, το Base Grill ή για τους πιο τολμηρούς ο Μπατζάβαλης στην Επίδαυρο είναι μερικά από τα μέρη στη δική μου λίστα του “Road Trip μετά φαγητού”. Το Μπαρ Μπεε Κιου μπήκε αυτόματα σ’ αυτή. Και για τα χιλιόμετρα και για το “πρέπει να πας”, επιβεβαιώνοντας τα όσα είχα διαβάσει και είχα ακούσει. Που ήταν πολλά και είχαν ως κορυφή του παγόβουνου την καθόλα τιμητική συμμετοχή στη λίστα των “25 θανάσιμα λαχταριστών μπέργκερ του κόσμου”. Γκουχ, του κόσμου, γκουχ.
Από όλο αυτό μπορεί να καταλάβει κάποιος την άβολη θέση του να μην έχω φάει στο μπεργκαράδικο για το οποίο μιλάνε όλοι. Σαν να έσβησα έναν ακόμη στόχο ζωής σαν αυτούς που στιβάζουμε σε υποθετικές λίστες. Να φάω στο Μπαρ Μπεε Κιου. Been there, done that. Το μόνο που μου μένει πλέον είναι να γράψω ένα βιβλίο και να οδηγήσω μια παλιά ανοιχτή Σεβρολέτ στη Λουιζιάνα.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η εκστρατεία μας προς τον Πειραιά ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς: οδηγούσε άλλος (ο Χάρης, στον οποίο έπρεπε να πληρώσω στο χαμένο στοίχημα από την κόντρα μας στο Fantasy της Euroleague) και στο πίσω κάθισμα, σε ρόλο extra και όχι στάνταρ εξοπλισμού, ο αγαπημένος σας Ηλίας. Μετά από λίγα λεπτά, τον Χάρη να τρέχει σαν να μην υπάρχει αύριο και να μιλάει σαν να μην υπάρχει παύση, φτάσαμε στον Πειραιά. Το Μπαρ Μπεε Κιου είναι χωμένο στα στενά κοντά στο Τζάνειο και ο εντοπισμός του αν δεν είσαι μέλος του συνδέσμου του Πόρτο Λεόνε είναι σε βαθμό δυσκολίας ακριβώς πριν το “βγες από την σπηλιά και κυνήγησε μόνος σου την τροφή σου”.
Πριν καν παρκάρουμε κάναμε μια πρόχειρη οικονομικοκοινωνική ανάλυση και τα ερωτήματα έσκιζαν τον αέρα σαν σφαίρες πυροβόλου: γιατί είναι τόσο μικρό, γιατί δεν το κάνει μεγαλύτερο, γιατί δεν πάει αλλού, γιατί δεν ανοίγει μεσημέρι, γιατί δεν γίνεται αλυσίδα; Όταν φτάσαμε ήταν κλειστό. Ανοίγει μετά τις 18.00, αλλά εκείνη την ημέρα επειδή ήταν των Φώτων είπαν να ανοίξουν τα φώτα στις 18.30. Αλλά νομίζω ότι κάπως έτσι είναι η φάση στο Μπαρ Μπεε Κιου. Αν δεν πας νωρίς, δεν θα βρεις τραπέζι αμέσως. Και για να βρεις τραπέζι θα πρέπει να πας πριν το άνοιγμα. Όπως κάναμε εμείς και άλλες πέντε παρέες. Πριν αρχίσουν να βγαίνουν τα μπέργκερ το μαγαζί είχε γεμίσει, το ίδιο και ο αέρας με τα “είδες που στα ‘λεγα” του Χάρη.
Έξω άρχισε να δημιουργείται ουρά από τις παρέες που περίμεναν (σ.σ όταν φύγαμε μέτρησα 5) και εμείς κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον ρομαντικά στα μάτια. Όχι για πολύ, όμως, καθώς η διαδικασία του να διαλέξεις από όλα αυτά τα μπέργκερ δεν είναι εύκολη υπόθεση και ο κατάλογος σου φέρνει έναν πρώτο ταμπλά. Το σέρβις ήταν εξαιρετικό και το σερβίρισμα πολύ γρήγορο, που είναι και ο πρώτος κανόνας για να είναι το σέρβις εξαιρετικό, τουλάχιστον στη δική μου κοσμοθεωρία.
Αγάπησα το Μπαρ Μπεε Κιου με το καλημέρα όταν είδα τις πατάτες. Πατάτες. Με κιμά. Και φέτα. Τα τρία αγαπημένα μου πράγματα μαζί. Αν είχαν βάλει εκτός από κιμά και φέτα caprice, γιουβέτσι, τη Μίλα Γιόβοβιτς και ένα NBA League Pass θα ήταν ο παράδεισος όπως τον έχω φανταστεί. Από εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι μου. Κάποιος όταν σκέφτηκε “τι γαμάτο να βάλουμε πάνω στις πατάτες” είπε “ξέρεις τι είναι γαμάτο; Ο κιμάς και η φέτα”. Και εκεί όπου όλος ο κόσμος απαντούσε κάτι άλλο, αυτός στο ερώτημα “γιατί” απάντησε “γιατί μπορώ”.
Υπάρχει μια σελίδα γεμάτη με το τι να βάλεις πάνω στις πατάτες σου, που με έκανε να σκεφτώ τον Γκοντολφίνι και τους Σοπράνος και να δακρίσω. Δεν θυμάμαι με ποια σειρά. Αν και στη δική μας περίπτωση η επιλογή ήταν μια και ξεκάθαρη και δεν νομίζω να χρειάζεται να γράψω παραπάνω.
Ακολούθησε η πολύ δύσκολη επιλογή των μπέργκερς. Προς στιγμήν σκέφτηκα να πάω κατευθείαν για το τζακ-ποτ (τον “πατέρα του γενναίου” με τα τέσσερα μπιφτέκια), αλλά θυμήθηκα ότι ήταν Τρίτη και όπως κάθε Τρίτη είμαι στη δεύτερη ημέρα δίαιτας. Οπότε πήγα για κάτι άλλο. Μου πήρε αρκετή ώρα να αποφασίσω γιατί οι συνδυασμοί ήταν εκπληκτικοί και είχαν ως κοινό παρανομαστή το ότι εδώ δεν φείδονται υλικών. Αυγά, καραμελωμένα κρεμμύδια, κιμάς, κόκκινη σάλτσα τα στοιχεία που λατρεύουμε μέσα στα μπέργκερ έδιναν και έπαιρναν. Κάπου είδα και κάτι σαν ροκφόρ -και για αυτό πρέπει να πω στα παιδιά του Μπαρ Μπεε Κιου ότι τέτοια λάθη δεν πρέπει να γίνονται- το οποίο όμως δεν με πτόησε. Η επιλογή ήταν δύσκολη. Βελζεβούλης; Μπέργκερ δηλαδή με πικάντικη μουστάρδα και ταμπάσκο; Αμέρικαν; Με διπλό τυρί, διπλό μπέικο και πίκλες; Όου Μάμι; Με μανιτάρια, καραμελωμένα κρεμμύδια και χειροποίητη σάλτσα; Γενναίο; Διπλό μπιφτέκι και όλα τα παραπάνω; Αααααααααα…. Δεν ξέρω!
Όταν γύρισα τη σελίδα για να δω τα σπέσιαλ μπιφτεκόψωμα το πρόβλημα έγινε πιο έντονο, καθώς οι επιλογές έγιναν ακόμη πιο περίεργες! Ποιος σατανάς τα σκέφτηκε όλα αυτά; Μπέργκερ με κιμά και τσιπς (Ντο-ρι-το), μπιφτέκι με μπέικο και μαρμελάδα μπέικο (ΤΙ;!;!) που θα έκανε ακόμη και τον Ρον Σουόνσον να κοκκινίσει, μπιφτέκι με κασέρι και παστουρμά! ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΤΟ ΚΑΝΕΤΕ ΑΥΤΟ; Πήρα μια βαθιά ανάσα και αποφάσισα ότι θα ασχοληθώ προσεκτικά με αυτή τη δεύτερη σελίδα την 2η φορά που θα κάνω απόβαση στον Πειραιά. Ας μην ξεκινήσω με τα σκληρά.
Η πράξη ήταν αντάξια της θεωρίας. Και της προσδοκίας. Ειδικά σε ότι αφορά τις μερίδες. Το μπέργκερ ήταν τεράστιο, ενώ το ίδιο εντυπωσιακή ήταν η μερίδα από πατάτες. “Έχουν κομπλεξικά μεγάλες μερίδες” με είχε προειδοποιήσει ο Δημήτρης, ένας άνθρωπος που ακούω πιστά όταν πρόκειται για φαγητό για τον απλούστατο λόγο ότι κατέχει το τοπικό ρεκόρ κομματιών πίτσα (21), αλλά αυτό – οι κομπλεξικά μεγάλες μερίδες- είναι κάτι που ποτέ δεν με ενόχλησε. Όπως για παράδειγμα τον Ηλία που έφαγε μόνο το μισό μπέργκερ, επιβεβαιώνοντας ότι είναι ο Ηλίας.
Το ψωμάκι ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον, το μπιφτέκι από μοσχαρίσιο κιμά ήταν αρκετά καλό και διαφορετικό από τα άλλα μπιφτέκια που κυκλοφορούν εκεί έξω, αλλά αυτό που με κέρδισε ήταν η υπερβολή στα αγαπημένα υλικά. Μαζί με την ιδέα και την πρόθεση του να φτιάξει κάποιος μπέργκερ για αυτούς που πραγματικά λατρεύουν τα μπέργκερ, για αυτούς που τους αρέσουν τα πολλά. Αυτό μου έβγαλε! Ότι είναι ένα μαγαζί από ανθρώπους που γουστάρουν. Και γουστάρουν να μας κάνουν να γουστάρουμε τα μπέργκερ τους. Απλά επειδή στο γιατί απαντούν γιατί όχι και γιατί έτσι.
Αυτό ακριβώς πρέπει να θυμάσαι. Στο Μπαρ Μπεε Κιου δεν παίζουν. Δεν αστειεύονται.
Φρεαττύδος 13, Πειραιάς, 2104518129