Το όνομα δεν κάνει το σουβλάκι
- 30 ΟΚΤ 2014
Ξέρεις τι πιστεύω; Ότι ως λαός έχουμε πολύ ελεύθερο χρόνο. Και μεγάλη φαντασία. Και πάνω από όλα την κακή συνήθεια να θεωρούμε αμαρτία να καταβάλουμε υπερπροσπάθεια για οτιδήποτε χρήσιμο. Στο Oneman -καλή ώρα- τα περισσότερα Τζάουλ (μονάδα μέτρησης της ενέργειας) τα καταναλώνουμε για να βρεθεί το καλύτερο λογοπαίγνιο, άντε και για να fist-bumps του θριάμβου που ακολουθούν. Αλλά, νομίζω ότι κάπως έτσι είναι γενικά. Πάνω από ποτήρια με ξεραμένο φραπέ στις καφετέριες της επικράτειας έχουν ξεστομιστεί οι καλύτερες ιδέες, οι σοφότερες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, ενδεχομένως και οι μεγαλύτερες αλήθειες, έχουν βρεθεί οι λύσεις για όλα τα προβλήματα, αλλά προς Θεού μη και σηκωθεί κανείς και τις εφαρμόσει*
*είπε και συνέχισε να ρουφάει τον φρέντο του.
“Η μεγάλη δύναμη, συνοδεύεται και από μεγάλη ευθύνη”. Λόγια σοφά, μεστά, φιλοσοφημένα. Λόγια ενός μεγάλου ανδρός, του θείου του Πίτερ Πάρκερ στο Σπάιντερμαν το ένα. Καμιά 70αριά ο θείος, οπότε όλα καλά. Δυστυχώς στην Ελλάδα ποτέ δεν εκτιμήσαμε ούτε τον ίδιο (για αυτό και δεν θυμάται κανείς το όνομα του), ούτε τα λόγια του. Κι έτσι τη μεγάλη αυτή μας δύναμη (της φαντασίας), την χρησιμοποιούμε για λάθος τρόπους. Αν για παράδειγμα είχαμε καταναλώσει την ίδια φαιά ουσία που σπαταλήσαμε στο να βγάλουμε αστεία/περίεργα/ασυνήθιστα ονόματα για σουβλατζίδικα, για κάτι πιο χρήσιμο θα είχαμε λύσει για παράδειγμα το παγκόσμιο οικονομικό πρόβλημα, ή θα είχαμε μάθει στα κορίτσια να παρκάρουν.
Όχιιιιιι, όμως. Δεν θέλουμε. Εξάλλου όπως έγραφε και ο Τζον Λοκ στο βιβλίο της Ιστορίας Δ’ Δέσμης, όσα πιο περίεργο το όνομα του μαγαζιού, τόσα περισσότερα και τα έσοδα. Δεν εξηγείται αλλιώς. Κι αν εξηγείται, παρακαλώ αυτός που ξέρει τη λύση, να σταματήσει αυτό το κακόγουστο αστείο. Εξάλλου, δεν χρειάζεται να παλεύουμε για πολύ ακόμη. Το έχει τερματίσει ο Ασσάσης.
(Θα έγραφα ότι “βγήκε από το ηλεκτρονικό παιχνίδι Assasin’s Creed”, αλλά αν είναι να εξηγώ όλα τα πετυχημένα αστεία μου, δεν θα εξηγήσω άλλο)
Οπότε σταματήστε την προσπάθεια.
Ψάχνω, πάντως, μια σχετική απάντηση στο αιώνιο ερώτημα “γιατί στην Ελλάδα ονομάζουμε έτσι τα σουβλατζίδικα μας”. Θυμάμαι, ότι η εξερεύνηση σε αυτά τα απόκρημνα μονοπάτια της διανόησης είχε ξεκινήσει στη μαύρη περίοδο του 2010 στην Καλλονή, τρώγοντας κακές πατάτες με τον @postnoise σε σουβλατζίδικο με την επωνυμία “Πεινακοθήκη”.
Πεινακοθήκη
…
Και καλά πινακοθήκη, αλλά με “ει” να παραπέμπει σε πείνα.
…
…
…
Όχι. Απ..π… Είπαμε όχι.
Το κακό παράγινε, βέβαια, τα τελευταία χρόνια διότι κάποιος βρήκε παπά κι εμείς είπαμε να θάψουμε 5-6. Οι αγαπημένοι μας συμπολίτες θέλησαν να κάνουν την κρίση ευκαιρία και επένδυσαν σε καφέ και σουβλάκι, σπάζοντας κάθε προηγούμενο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του κράτους πλέον έχουν χρησιμοποιηθεί όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί με το συνθετικό “καλαμάκι”, λες κι είναι όρος στο συμβόλαιο ότι μπορείς να ανοίξεις νεο-σουβλακερί (ξέρεις αυτές που έχουν άσπρη διακόσμηση, σερβίρουν καλαμάκια σε κουβαδάκι και στρογγυλές αλάδωτες πίτες) μόνο αν το όνομα περιέχει τη λέξη “καλαμάκι”.
Έχουμε και λέμε: Καλαμάκι Κολωνάκι (το πρώτο για να τα λέμε και όλα), πιάτσα καλαμάκι, καλαμάκι ζυμαράκι, καλαμάκι factory, καλαμάκι square, καλαμάκι μου, μπουτίκ καλαμάκι, σχάρα καλαμάκι, καλαμάκι μπροκολάκι (σοβαρά τώρα;). Το μόνο που έχει μείνει αχρησιμοποίητο είναι το Καλαμάκι Καλαμάκι, αλλά νομίζω ότι είναι θέμα χρόνου μια παρέα από το Καλαμάκι να το σκεφτεί κι αυτό.
Θα πρέπει να κάνουμε λίγη υπομονή με το θέμα, γιατί ως γνωστόν το καλαμακτζίδικο (που είναι το παλιό μπεργκεράδικο, που με τη σειρά του είναι το νέο κεμπαπτζίδικο), είναι το νέο παγωμένο γιαούρτι, οπότε όλα καλά. Κι αν το καλαμάκι θα βγει από τη ζωή μας, δεν θα συμβεί το ίδιο με τον γύρο, που έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλά νέα ψητοπωλεία, όπως το περίφημο Gyrobank (εκ του Eurobank). Ή το διαχρονικό γύρο-γύρω όλοι, το “Μαραθώνιος Γύρος” (είναι όντως στον Μαραθώνα), ο Σκαντζόγυρος (???), η Γυριστρούλα, ο Περίγυρος.
Γενικά η φάση έχει γίνει αρκετά corporate με τίτλους όπως το “Σουβλάκι ΑΕ” και το “Ελληνικό Χρηματιστήριο”, αν και οι προσλαμβάνουσες χρόνιες/ηλικία/κλάδο δεν κοιτούν. Αντίθετα έχουν επιρροές από τα αθλητικά (“Γκολ στη γεύση”), τα ίντερνετς (“Souvlistas.gr, Σουβlike”), την αργκό (“Μασουλερί”, “Μπερεκέτ”, “Ντερλικατέσεν”, “Σούρτα Φέρτα”), τον έρωτα (“Το Ψηστήρι της Στέλλας”), τα greeklish (“Massabuka”, “Meatροπόλεως”, “Πάσιφαϊ”, “Χάι-Φάι”, “HolyFood”), τους ήρωες βιβλίων (“Πίτα Παν” και το δικό μας “Piggy-πόπουλο”), την προστακτική (“Το πήρες κι έφυγες”, “Έλα στο ψητό”, “Πες το & έφαγες”), την καθαρεύουσα (“Κεμπαπείον”), τον χρυσό οδηγό (“Λουκανιζατέρ’), ακόμη και τις τσόντες (MILF, δηλαδή Meat I Live For).
Δηλαδή, τώρα, πραγματικά αρχίζω και σκέφτομαι ότι κάθονται όλοι λιωμένοι σ’ έναν καναπέ και πετάνε ιδέες. “Να το πούμε έτσι”, “να το πούμε αλλιώς”. Και ξαφνικά πετάγεται κάποιος και λέει “να το πούμε Σκαντζόγυρο”. Εντάξει, αυτός το είπε. Οι άλλοι που συμφώνησαν;
Έξαλλος.