ΦΑΓΗΤΟ

Το Rincon είναι ένα μεξικάνικο για τους Μεξικάνους

Δοκιμάσαμε γεύσεις από τη Γουαδαλαχάρα. Στη Μεξικάνικη γωνιά του Κουκακίου.

Φαντάσου να ήσουν στην άκρη του κόσμου. Και ξαφνικά να ξετρύπωνες ένα μαγαζάκι που σέρβιρε τις αγαπημένες γεύσεις της πατρίδας σου, όχι όμως μαγειρεμένες με τον εμπορικό τρόπο του “Γκρικ Μουζάκα” και της πλαστικής χωριάτικης με τη φετάρα καπέλο, αλλά όπως θα τα έφτιαχνε η μαμά σου, ή η γιαγιά σου.

Το φαντάστηκες; Ωραία, τώρα φαντάσου ότι είσαι Μεξικάνος. Ή έστω Μεξικανός. Πάντα τα μπέρδευα αυτά.

Το Rincon είναι ένα μεξικάνικο για τους μεξικάνους, που σερβίρει το chilly con carne του, όπως φτιάχνεται αυθεντικά στην Γουαδαλαχάρα και όχι όπως το έχουμε μάθει εμείς στα -εξαιρετικά μεν, εξευρωπαϊσμένα δε- αντίστοιχα μαγαζιά που έχουμε συνηθίσει.

Για πόσο διαφορετική φάση μιλάμε; Για τη διαφορά του να φας σε ένα από τα τουριστικά μαγαζιά στην Πλάκα και του να δοκιμάσεις το στιφάδο του Οικονόμου στα Πετρώλανα. Μεγάλη διφορά οπότε…

Το Rincon βρίσκεται χωμένο κοντά στον πεζόδρομο της Μακρυγιάννη στο Κουκάκι, στην οδό Δημητρακοπούλου. Είναι ένα μικρό μαγαζάκι, που το καλοκαίρι βγάζει και τραπέζια έξω, αγγίζοντας το ζαχαροπλαστείο του Γκρούη, του ανθρώπου με την πιο μπάσα φωνή στον πλανήτη. Επιβεβαιώνει πλήρως την πλήρη ονομασία του “Rincon Mexicano”, που στη γλώσσα του Ούγκο Σάντσες και του Γκουστάβο Αγιόν σημαίνει “μεξικάνικη γωνιά”. Περί γωνιάς πρόκειται και διαθέτει χαρακτηριστική latin διακόσμιση, με πολύχρωμα κιλίμια και μια απλότητα που αποκρούει τον χαρακτηρισμό του “τουριστικού”, ή του “εξεζητημένου”.

Το μυστικό της επιτυχίας βρίσκεται μες στην κουζίνα και ονομάζεται κυρία Ines. Το μαγαζί το άνοιξαν πριν μερικά χρόνια δύο κυρίες από το Μεξικό, ακριβώς επειδή ήθελαν αυθεντικές γεύσεις της πατρίδας τους. Αυτές μαγειρεύουν τα πάντα, για αυτό και ο κατάλογος είναι σχετικά μικρός και πολλές φορές χρειάζεται υπομονή μετά την παραγγελία, καθώς η κουζίνα είναι αρκετά μικρή.

Επσης για να ξέρεις και για να μη λες ότι δεν στα ‘πε ο Στέφανος που τα λέει ωραία, η φάση είναι περισσότερο να πάρει ο καθένας το πιάτο του, γιατί οι μερίδες δεν είναι πολύ μεγάλες (οι τιμές βέβαια είναι πολύ-πολύ χαμηλές) και γενικότερα αν εξαιρέσεις τα μικρά τάκος, τα περισσότερα φαγητά δεν έχουν φτιαχτεί για να μοιράζονται δια του όσοι είστε.

“Μα καλά η κεζαντίγια είναι σπιτική” φώναξε η Ρομίνα πριν υποδεχτεί την μούντζα της, λες και μεγάλωσε τρώγοντας τις Κυριακές τα μεσημέρια κεζαντίγια κοτόπουλο στην Τιχουάνα. Το πολύ πολύ να ‘χει δει κάποια μεξικάνικη σαπουνόπερα. Μέχρι εκεί. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι όντως το πιάτο ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που τρως έξω. Ούτε “πλάστικο”, ούτε “φασόν”. Μύριζε εκτός από κοτόπουλο και μαμαδίλα. Με την καλή έννοια, αυτή του σπιτικού φαγητού.

Και μετά ακολούθησε ο γνωστός μικρός χαμός. Νάτσος για ζέσταμα (απλά για να επιβεβαιώσουμε ότι η sour cream είναι από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ανθρώπου), φαχίτας που σκοτώνουν κι ένα τσίλι-κον-κάρνε βγαλμένο από ποίημα του Πάμπλο Νερούδα. Αν δηλαδή ο Πάμπλο Νερούδα ήταν Μεξικανός και αν έγραφε ποιήματα για καυτερό κιμά. (Εδώ που τα λέμε θα ‘πρεπε).

Το πανίσχυρο πιάτο, όμως, ήταν άλλο. Ήταν το παραδοσιακό πιάτο του Μεξικό, που θεωρείται και μάλιστα εορταστικό, το Μόλε Πομπλάνο, το οποίο είναι κοτόπουλο μαγειρεμένο σε καυτερή σάλτσα με σοκολάτα (ναι, ναι, ναι), τσίλι και ροζ πιπέρι. Μα τον Ιβάν Κάμπος, έβαλαν σοκολάτα στη σάλτσα τους; Κι όμως. Αποφάσισαν να ενώσουν δύο γαμάτα πράγματα για να κάνουν κάτι ακόμη πιο γαμάτο. Και τους βγάζω το σομπρέρο μου. (Ως εδώ ήταν. Μου τέλειωσαν τα κλισέ. Ένα για “σιέστα” και κλείσαμε). Όλα αυτά φυσικά με τη συνοδεία μαργαρίτας, που πίνεται πάρα πολύ ευχάριστα.

Για μένα το γεγονός ότι το προτιμούν οι ίδιοι οι κάτοικοι του Μεξικό που βρίσκονται στην Αθήνα, είναι το πιο μεγάλο παράσημο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μεξικανός πρέσβης το είχε προτείνει ανεπιφύλαχτα στον Χρήστο Χατζηιωάννου λίγες ημέρες πριν το Μουντιάλ. Το βλέπεις κιόλας. Όσες φορές έχω πάει, ακούς και μια παρέα να μιλάει σαν να παίζει στο Breaking Bad (προφανώς και το πόσο βαρετό είναι το Breaking Bad αποτελεί θέμα συζήτησης στο Rincon) και περιμένεις να βγουν οι δίδυμοι για να γίνει μακελειό. Αντί για δίδυμους, όμως, βγαίνει η κυρία Ines με τα ωραία της και ξεχνάς και τον Ουόλτερ Ουάιτ, ξεχνάς και τις σειρές, ξεχνάς και τα πανάκριβα μεξικάνικα της πόλης, ξεχνάς και το όνομα σου.