ΦΑΓΗΤΟ

Το τίμιο, ελληνικό, οικογενειακό μας τραπέζι

Οι συντάκτες του ONEMAN περιγράφουν εκείνες τις στιγμές που κάνουν το δικό τους οικογενειακό τραπέζι τόσο ξεχωριστό.

Μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό είναι το οικογενειακό τραπέζι που στήνεται για άλλους κάθε μεσημέρι, για άλλους κάθε βράδυ και για τους περισσότερους μόνο κάθε Κυριακή μεσημέρι. Και είναι αυτοί οι τελευταίοι που το νοσταλγούν, το αγαπούν και το χαίρονται πιο πολύ.

Γιατί είναι ξεκάθαρα μία ιεροτελεστία το οικογενειακό τραπέζι. Μία διαδικασία που μένει αναλλοίωτη στο χρόνο και οι περισσότεροι Έλληνες την τιμούν με λατρεία. Όποιες κι αν είναι οι σχέσεις με τους γονείς σου, όσο κι αν εκτιμάς τα αδέρφια σου, όσο κι αν βαριέσαι να ακούς τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες από τον παππού σου, το τραπέζι αυτό αποτελεί μία από τις ελάχιστες σταθερές που έχεις στη ζωή σου.

Οι συντάκτες του ONEMAN λοιπόν αποφάσισαν να μιλήσουν ο καθένας για αυτό το τραπέζι. Προφανώς και δεν είναι φυσιολογικά τα οικογενειακά μας τραπέζια. Το δικό σου είναι; Πες μας στα σχόλια.

Χαμένος στην μετάβαση (από αλμυρό σε γλυκό ή φρούτο) ο Ηλίας Αναστασιάδης

Σε μια από τις πιο παραδοσιακές σε τέτοια οικογένειες του λεκανοπεδίου, το οικογενειακό τραπέζι είχε 365 μέρες το χρόνο την τιμητική του στο σπίτι μας. Το μοναδικό που άλλαζε το Πάσχα και τα Χριστούγεννα ήταν οι έξτρα καλεσμένοι, με αποτέλεσμα ο πατέρας μου να επανασυναρμολογεί το προχώ τραπέζι μας και να το επιμηκύνει με ένα ξύλο, τέλος πάντων, περίεργα πράγματα, πρέπει να τα δεις για να τα καταλάβεις.

Όλες οι θέσεις ήταν ανοικτές, δηλαδή όποιος προλάβαινε την καρέκλα απέναντι από την τηλεόραση ήταν κάθε φορά και ο πιο προνομιούχος. Η μόνη θέση που δεν χωρούσε διαπραγμάτευση ήταν του πατέρα. Ποτέ. Εννοώ ακόμη και τις φορές που έλειπε για κάποιο σέρβις και θα αργούσε να γυρίσει το μεσημέρι, το τραπέζι στρωνόταν, άπαντες έπαιρναν την random θέση τους, αλλά η καρέκλα του έμενε κενή. Όχι, ούτε εγώ ούτε ο αδερφός μου του μιλούσαμε στον πληθυντικό. Αν και με αυτά που λέω, μπορεί να μην σου έκανε και εντύπωση.

Το απόλυτο mindfuck με το οικογενειακό μας τραπέζι ήταν η παρανοϊκή τάση της μητέρας μου να βγάζει πάνω του ολόκληρο το γεύμα, τα πάντα. Ερχόταν δηλαδή η ψαρόσουπα -ποιο παιδί θέλει να φάει ψαρόσουπα;- και αμέσως (ΑΜΕΣΩΣ) μετά οι φράουλες -ποιο παιδί δε θέλει να φάει φράουλες;-, με συνέπεια ο νεαρός μου εγκέφαλος να καίγεται από την υπερπροσφορά και τις αντίθετες μυρωδιές. Έτρωγες ψαρόσουπα και το τραπέζι μύριζε φράουλα. Μαμά, δεν παίζουμε στο Πείραμα εδώ. Τι ακριβώς κάνεις; Προφανώς θα αφήσω την ψαρόσουπα μετά από 3-4 κουταλιές.

Δυστυχώς αυτό το mindfuck δεν πήρε ποτέ διαστάσεις ομαδικής διαμαρτυρίας, καθώς ο πατέρας μου είναι από αυτούς τους ωραίους τύπους που πετάνε ρώγες σταφυλιού μες στη φασολάδα και τα τρώνε όλα μαζί. Δηλαδή, από πού ν’ αρχίσει η επανάσταση σε αυτό το οικογενειακό τραπέζι… Πλέον τρώω μόνος μου στο Παγκράτι, αλλά κάτι Κυριακές που επιστρέφω στο ‘εξοχικό’, η ‘γραμμή’ δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό. Τρώω τα φρούτα, βάζω το μεσημεριανό στο τάπερ και καμιά φορά κάθομαι στη θέση του πατέρα μου για σπάσιμο. Ζεστές Κυριακές στην Ηλιούπολη.

Στα αριστερά του πατρός ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Έπρεπε να την κερδίσεις αυτή τη θέση στο δικό μας τραπέζι. Εγώ δηλαδή έπρεπε να την κερδίσω από την αδερφή μου. Όχι φυσικά για να έχω την τιμή να κάτσω δίπλα στον πατέρα μου αλλά για να είμαι κοντά στο ψωμί και την σαλάτα. Το ψωμί που έπεφτε μέσα στη σαλάτα. Καταλαβαίνεις. Και θα μπορούσε να είναι ένα νορμάλ οικογενειακό τραπέζι. Αν δεν περιμέναμε τουλάχιστον 10 λεπτά τον πατέρα μου να ξεκολλήσει από το δικόγραφο για να έρθει στο τραπέζι. Αν δεν κάναμε κάθε φορά τσακωμό για το αν πρέπει ο κιμάς να μπαίνει πάνω από τα μακαρόνια ή να ανακατεύεται με αυτά από την κατσαρόλα. Αν δεν συναντούσες χοντρές σκελίδες σκόρδου σε κάθε πιθανό σημείο και πιάτο (ειλικρινά αν μπορούσε να βάλει σκόρδο στη μους λεμόνι θα έβαζε). Αν δεν μετατρέπαμε κάθε γεύμα ή δείπνο σε δεξίωση, με τη μάνα μου να μας ταίζει λες και την άλλη ημέρα θα ξεκινάγαμε αποχή από το φαγητό. Αλλά γι’ αυτό είναι τόσο υπέροχο αυτό το τραπέζι. Για τις παραξενιές, τις ιδιοτροπίες και αυτόν τον “εξαναγκασμό” να φας με τους δικούς σου που μικρός βαριέσαι τόσο πολύ και μεγαλύτερος καταλήγεις να νοσταλγείς ακόμα περισσότερο.

Το (ποιό;) οικογενειακό τραπέζι του Μάνου Μίχαλου;

Δεν ξέρω αν με λυπεί βαθύτατα ή με κάνει να γελώ από τη φάση μας, αλλά δεν θυμάμαι οικογενειακά τραπέζια, πέρα από τα χριστουγεννιάτικα και τα πασχαλινά όπου και πάλι μην φανταστείς, δεν ήταν κάτι απαράβατο. Γενικά, δεν τη βρίσκαμε πολύ μαζί στο τραπέζι. Τάκης, Καίτη, Νίκος και Μάνος ήταν (και παραμένει, έστω και μείον ένας) μια πολύ αγαπημένη οικογένεια, αλλά στο φαγητό, καθένας με την ώρα του και την τρέλα του.

Ο αδερφός μου από μικρός, έτρωγε (κορόιδευε, ποτέ δεν έφαγε σαν άνθρωπος) ανάμεσα στις προπονήσεις, η μητέρα μου δεν είναι ο τύπος που ευχαριστιέται το συγκεκριμένο άθλημα, εγώ ποτέ δεν είχα πρόβλημα να κάθομαι μόνος (τύπου, παιδί με σκέψεις κι έτσι), ενώ ο πατέρας μου ήθελε ένα τραπέζι μόνος του. Γενικά, πιο συχνά θα μας έβλεπες όλους στο σαλόνι να τσιμπάμε ο καθένας ό,τι ήθελε παρά σε κοινό φόντο, με σερβιρίσματα, κυριακάτικες συνάξεις και τα συναφή. Δεν έχω απωθημένα, συν του ότι τα τελευταία χρόνια όλο και κάτι πάω να κάνω με τα δικά μου πλέον οικογενειακά μαζέματα. Στην οικογένεια Μίχαλου, ωστόσο, μπορεί να μην έμαθα να τρώω μαζί της, αλλά έμαθα να τρώω καλά. Έχει κι αυτό την αξία του.

 

Πάντα στη κορυφή ο Πάνος Κοκκίνης

Ένεκα και μοναχοπαίδι και κάργα κακομαθημένο και με χαζομπαμπά για πατέρα, έκανα ότι ήθελα. Πάντοτε και παντού. Συμπεριλαμβανομένου του οικογενειακού τραπεζιού. Εκεί που -στη μικρή κουζίνα που καθόμαστε να φάμε (ακόμη και τις Κυριακές) , αντί για το σαλόνι που τα είχαμε για τα επίσημα- πάντα διάλεγα τη στρατηγική θέση δίπλα στην πόρτα, τη κουζίνα και το ψυγείο. Έτσι ήμουν πιο άνετος στο να παίρνω ότι θέλω και στο να φεύγω όποτε γουστάρω. Δυστυχώς δεν υπήρχε καμία οργάνωση ή ιεροτελεστία. Ούτε προσευχή λέγαμε πριν, ούτε ‘ευχαριστώ μαμά, ήταν υπέροχο’ μετά. Ουσιαστικά η μόνη ‘ιερή’ στιγμή ήταν όταν η μητέρα μου πήγαινε να βάλει το πρώτο πιάτο στον πατέρα μου και εκείνος, κάθε μα κάθε φορά, της έλεγε ‘πρώτα το παιδί’. Τότε το θεωρούσα αυτονήοτο κυριαρχικό δικαιωμά μου. Τώρα που και έχω χάσει τον πατέρα μου και έχω γίνει εγώ με την σειρά μου, το έχω υιοθετήσει ως δικό μου αξίωμα. Αλλά την ‘καλή’ θέση δεν πρόκειται να την παραδώσω τόσο εύκολα.

Τις “φωνές” στο κυριακάτικο τραπέζι νοσταλγεί ο Στέλιος Αρτεμάκης

Ήταν περίπου δέκα χρόνια χρόνια μετά την πρώτη σοβαρή φωτογραφία, εκείνη με το μολύβι. Ο αντιδραστικός της οικογένειας είχε μεγαλώσει, είχε γίνει το μαύρο πρόβατο (έτσι το αντιλαμβανόμουν), ο “αναρχικός”, και καθόταν στο τραπέζι με την υπόλοιπη οικογένεια για να υπερασπιστεί τις απόψεις του. Η συζήτηση θα άνοιγε από τη μάνα μου, από το παράδειγμα κάποιου γνωστού -“ο Γιώργος του κυρίου Τάδε έκανε αυτό,” περνούσε πολύ γρήγορα στην κοινωνική πραγματικότητα (βλέπεις η ευρύτητα του πνεύματος είναι κληρονομική στο Αρτεμακέικο), έκανε μια στάση στην αξία της εκπαίδευση και τελικά κατέληγε στη φιλοσοφία. Ή στο αν ο Σημίτης ήταν υπεύθυνος για το χρηματιστήριο. Με πενήντα πενήντα πιθανότητες.

Φωνές, πολλές φωνές. Όχι τσακωμοί. Αλλά φωνές. Όλοι στην ίδια συχνότητα, εκτός από μένα. Είπαμε. Εγώ ήμουν ο “αναρχικός”. Μέχρι που κατάλαβα ότι δεν βγαίνει τίποτα οπότε σταμάτησα να “μπαίνω”. Καθόμουν απλώς και παρακολουθούσα. Τους άφηνα ρε παιδί μου να λένε. Τα χρόνια πέρασαν βέβαια και, έχοντας φύγει πολλά χρόνια από το πατρικό μου, αυτές οι στιγμές είναι που νοσταλγώ περισσότερο. Ούτε τη διαστημική μακαρονάδα της μάνας μου, ούτε το φιλεταρισμένο ψάρι, ούτε αυτή την αγάπη της που σ’ έπνιγε και δε σου επέτρεπε να είσαι ο εαυτός σου.

Γιατί βλέπεις όλοι μαθαίνουν. Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Και κάποια πράγματα ούτε τα λέει, ούτε τα κάνει μπροστά μου, όταν μια στο τόσο πλέον τρώμε όλοι μαζί. Και εγώ προσέχω να πηγαίνω πάντα ξεκούραστος και ευδιάθετος. Προσεκτικός να μην “μπαίνω”. Αλλά όταν καμιά φορά γίνεται και ξεσπάει ο “καυγάς” είναι η καλύτερη μου. Τότε είναι σαν να ξαναζώ εκείνες τις ευτυχισμένες στιγμές που περνούσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι.

 

Ως άλλος βόας ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Όταν ήμουν μικρός το οικογενειακό τραπέζι των Τριαντάφυλλων (κάτι σαν το τσιμπούσι στην τελευταία σελίδα του Αστερίξ, αν προσθέσουμε ακόμη περισσότερα γουρουνόπουλα και φέτα) ήταν ένας μικρός εφιάλτης. Βασικά επειδή για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο καθόμουν πάντα αριστερά από τον αδερφό μου. Μόνο που εγώ είμαι δεξιόχειρας και ο αδερφός μου αριστερόχειρας και έτσι καταλήγαμε να χτυπάμε συνέχεια τα χέρια μας, λες και παίζαμε ζίου-ζίτσου. Τα τελευταία χρόνια, που οι πέντε καρέκλες έγιναν έξι, οι έξι έγιναν έξι και ένα καρεκλάκι, οι έξι και το καρεκλάκι, έγιναν εφτά και το καρεκλάκι και το εφτά και το καρεκλάκι έγιναν οκτώ και ένα νέο καρεκλάκι, το κυριακάτικο τραπέζι στο πατρικό έχει γίνει θεσμός και πολιτιστικό γεγονός μαζί. Κάτι σαν φεστιβάλ.

Η αρχή γίνεται με την αθλητική ανασκόπηση της εβδομάδας, με το έγκυρο σχόλιο της μάνας που πλέον έχει φτάσει στο σημείο να δίνει συμβουλές για το ποιοι πρέπει να παίζουν και ποιοι είναι “χαζοί”. Το πρόγραμμα συνεχίζεται με καλλιτεχνικό διάλειμμα. Ο αδερφός μου, γνωστός stand up comedian (όχι), θα κοροϊδέψει τα κιλά μου. Θα γελάσει. Εγώ όχι. Όχι γιατί είμαι κομπλεξικός (είμαι), αλλά γιατί τα αστεία του έχουν εξαντληθεί εδώ και καμιά 20ετία, με career high τη διασκευή “οι φίλοι μου μου το ‘χαν πει – ξέχνα ρε Στέφο το φαϊ – όσο και να το θέλεις πια – δεν πρόκειται να ζεσταθεί”. Κάπου εκεί θα έχουν συμπληρωθεί 120 δευτερόλεπτα στο τραπέζι, εγώ θα έχω προλάβει να τελειώσω το φαγητό, ο πατέρας μου να λερωθεί και η μάνα μου να αναστενάξει 35 φορές, απλά γιατί έτσι κάνουν οι μάνες. Όταν τα τρία αυτά check points ξεπεραστούν, είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε στα πάντα καυτά θέματα της επικαιρότητας: στα δύο (πλέον) νέα μέλη της οικογένειας και κατά συνέπεια σε όλο το στόρι της Ντόρας της Εξερευνήτριας, στο γάμο του όλο-και-κάποιος-παντρεύεται, στα “μπιρίμπεια”, στο πτυχίο που δεν έχω πάρει ακόμη (πάλι καλά που τέλειωσα με τον στρατό δηλαδή), στα τούρκικα σίριαλ που βλέπει η μάνα μου και κάνει πως δεν βλέπει ο πατέρας μου, στο πως-πάει-η-δουλειά-καλά και στο να ‘χαμε-ένα-γλυκάκι.

Δώδεκα σνίτσελ μετά μπαίνουμε στο τελευταίο event του φεστιβάλ, στο αγαπημένο αλληλοκράξιμο, σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή του επιτραπέζιου “Risk”, όπου συντάσσονται συμμαχίες ανάλογα με την περίσταση και την γραμμή του κατηγορητηρίου. Αυτά είναι τα ωραία, να ανάψουν και λίγο τα αίματα, εκτός από τη χοληστερίνη μας. Μέχρι να σβήσουν, δηλαδή, με την επίσημη παρουσίαση του γλυκού και την τελετή λήξης για καφέ, εφημερίδα και μένα να κάνω το βόα. Τhat’s the way we roll στο Τριανταφυλλέϊκο, το μοναδικό οικογενειακό τραπέζι που είναι τόσο φασαριόζικο, που θα άκουγε ένα μακρίσυρτο “σσσσσ” ακόμη κι αν έτρωγε στο γαλατικό χωριό.

Μίλησέ μας κι εσύ για το δικό σου οικογενειακό τραπέζι στα σχόλια…