O Πασχάλης Τσαρούχας κρατάει μαχαίρι, αλλά μην τον φοβάσαι
Μιλήσαμε με τον πιο σκληρό μαδαφάκα της τηλεόρασης και του θεάτρου για τις ευαισθησίες του.
- 24 ΝΟΕ 2017
Φτάσαμε την ίδια ώρα έξω απ’ το θέατρο Βεάκη, κάτι που προφανώς σημαίνει ότι αργήσαμε και οι δύο. Εγώ γιατί με το παρκάρισμα έχω πολύ κακή σχέση (σε αντίθεση με τους ατελείωτους κύκλους και τα αιώνια αναπάντητα ερωτήματα ‘χωράω εδώ’;), εκείνος γιατί πολύ απλά έπεσε σε κίνηση. Στην πραγματικότητα όμως κάναμε πολύ περισσότερο καιρό να βρεθούμε, σχεδόν δύο βδομάδες, γιατί όλη αυτήν την περίοδο ο Πασχάλης Τσαρούχας γυρνούσε με τη μηχανή του από πόλη σε πόλη για να προωθήσει το νέο του βιβλίο, το ‘Και να σκεφτείς είχαμε σχεδόν νικήσει’. Μετά από ατελείωτες κλήσεις και μηνύματα εκατέρωθεν (με καλύτερο το ‘πώς έπαιξε η ομάδα’ που με ρώτησε, τη στιγμή που έβγαινα από το ΟΑΚΑ και το ματς ΑΕΚ – Milan) καταφέραμε να συναντηθούμε, λίγη ώρα πριν τις πρόβες του για τη ‘Στέλλα’.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Η κουβέντα μας, με άξονα το κλασικό έργο του Κακογιάννη, γύρισε γύρω από τα παιδικά βιβλία που γράφει, τον Γιώργο Φούντα, τον φεμινισμό μέχρι και την ταμπέλα του τηλεσκληρού που του έχει κολλήσει.
Και την ΑΕΚ. Φυσικά και μιλήσαμε για την ΑΕΚ. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά;
Δες.
Η Στέλλα
> Η παράσταση είναι βασισμένη αποκλειστικά στο κινηματογραφικό σενάριο του Κακογιάννη και όχι στο θεατρικό του Καμπανέλλη. Ο Κακογιάννης έγραψε το σενάριο για την ταινία, το οποίο φυσικά και βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Καμπανέλλη, αλλά έχει και πολλές διαφορές. Αυτό λοιπόν ανεβαίνει για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο σε αντίθεση με το άλλο, που έχει ανέβει παλιότερα μία δύο φορές.
> Αυτά τα δύο διαφέρουν αρκετά. Για παράδειγμα στο θεατρικό του Καμπανέλλη ο ρόλος του Φούντα -ο δικός μου δηλαδή- δεν είναι τόσο μεγάλος. Απ’ την άλλη ο Κακογιάννης, προφανώς επειδή χρειαζόταν κάποιον πρωταγωνιστή για την ταινία του, αναγκάστηκε να τον μεγαλώσει λίγο. Νομίζω κιόλας, ότι στο θεατρικό ο Μίλτος ήταν φορτηγατζής και όχι ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού. Και όχι, δεν θα με δείτε με μπλούζα του Ολυμπιακού στη σκηνή (γέλια).
Ο Μίλτος
> Αυτός ο τύπος σχεδόν δεν θα υπήρχε σήμερα. Γιατί δεν είναι ένα παιδί του υποκόσμου, ένας νταής, ένας μάγκας… Είναι ένας ωραίος τύπος, που απλά είναι και λίγο τρελός. Θα έλεγα ότι σήμερα, χωρίς να μπορώ να το προσωποποιήσω, θα μιλούσαμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, ίσως παραπάνω από ό, τι θα έπρεπε, από ό, τι του αναλογεί στην πραγματικότητα. Μη ξεχνάμε όμως ότι οι ποδοσφαιριστές της εποχής εκείνης, τα σέντερ φορ του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ κτλ, ήταν τεράστια λαϊκά είδωλα. Δεν έφευγαν ποτέ στα πόδια τους από το γήπεδο, έφευγαν πάντοτε σηκωμένοι στα χέρια. Επομένως, είχαν κάθε λόγο να έχουν και μία έπαρση με την καλή έννοια. Ωστόσο, έτσι όπως είναι η σημερινή Ελλάδα, όπου όλοι έχουν φάει τα χαστούκια τους, δεν μπορώ να κάνω την αναγωγή, να πω ποιος θα ήταν ακριβώς σήμερα, τι δουλειά θα έκανε, κτλ…
> Σίγουρα θα οδηγούσε κάτι πάρα πολύ γρήγορο. Αν οδηγούσε μηχανή θα οδηγούσε καμιά ντουκάτι, τελευταίο μοντέλο. Αν προτιμούσε τα αυτοκίνητα, τότε καμιά φεράρι.
> Ένα στοίχημα προσωπικό ήταν να αρνηθώ να δω την ταινία. Ο τρόπος που θα παίξεις δεν θα πρέπει να μοιάζει με κάτι που ο άλλος έχει ξαναδεί… Μακριά και αγαπημένοι, λοιπόν. Την ταινία την έχω δει βέβαια, όπως όλοι, αλλά στο βαθύ παρελθόν, ούτε που θυμάμαι πότε.
> Οποτεδήποτε χρειάστηκε να παίξω κάτι το οποίο έχει καταγραφεί ξανά με επιτυχία στο σινεμά, έκανα ακριβώς το ίδιο. Όταν για παράδειγμα έπαιξα στο ‘Λεωφορείο ο Πόθος’ τον ρόλο του Μάρλον Μπράντο, τον Κοβάλσκι, δεν έκατσα να δω το έργο ξανά. Είναι λάθος να προσπαθείς να μπεις σε ένα στοίχημα, απέναντι σε κάτι κλασικό, δεν χρειάζεται να μπεις σε μια τέτοια σύγκριση. Αλίμονο αν όποιος έκανε κάτι, ένα βήμα παρακάτω, το έκανε εγκλωβισμένος σ’ αυτό που έχει συμβεί πριν.
Ο Μίλτος και η Στέλλα
> Στο έργο αντιμετωπίζεις τη ‘σύγκρουση του ίδιου’, γιατί και ο Μίλτος και η Στέλλα είναι δύο ήρωες, που μοιάζουν απίστευτα μεταξύ τους, είναι σχεδόν ίδιοι. Και είναι και πολύ έντονο το κομμάτι της τιμής και για τους δύο. Και για τη Στέλλα, η οποία βέβαια αντιλαμβάνεται την τιμή της γυναίκας πολύ διαφορετικά από την εποχή της, αλλά και για τον Μίλτο, ο οποίος ουσιαστικά τη σκοτώνει για να προστατέψει την τιμή του. Τη σκοτώνει, βέβαια, γιατί είναι ερωτευμένος μαζί της και τον έχει προδώσει, αλλά για μένα διαπράττει ένα ‘έγκλημα τιμής’, γιατί σε μια κρίσιμη στιγμή, λίγο πριν από τον γάμο που δεν έγινε ποτέ, ο ίδιος εγκλωβίζει τον εαυτό του και της λέει ‘αυτό και αυτό, ορκίζομαι στη ζωή της μάνας μου, αν δεν γίνει ο γάμος, θα φύγω’.
> Η Στέλλα από τη δική της μεριά είναι επίσης ένα είδωλο, στον δικό της τομέα και έχει κάθε λόγο να έχει και αυτή τη δική της έπαρση. Καταλαβαίνεις τώρα τι γίνεται σ’ αυτήν τη σύγκρουση. Μοιάζουν, λοιπόν, πολύ ως ιδιοσυγκρασίες, είναι άνθρωποι που δεν κάνουν με τίποτα πίσω.
Το μαχαίρι
> Σήμερα ο άλλος δεν μαχαιρώνει για έρωτα. Το ‘ίρτζι’ που λένε το αρβανίτικο, το φιλότιμο δηλαδή, η τιμή, η αξιοπρέπεια, δεν είναι τόσο άμεσα εξαργυρώσιμο τώρα πια. Σήμερα οι άνθρωποι σκέφτονται “με πλήγωσε, την πλήγωσα, θα του το χρωστάω, κτλ”… Δεν πάει να βγάλει ο άλλος το μαχαίρι. Ο Μίλτος δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτό που έρχεται, ότι δηλαδή θα πάει να παίξει την Κυριακή, και οι βάζελοι θα φωνάζουν “τον παράτησε η Στέλλα”. Δεν έχει ούτε το ψυχικό σθένος, ούτε την παιδεία για να μπορέσει να το διαχειριστεί αυτό που έρχεται. Στο θεατρικό έχουμε ασχοληθεί περισσότερο με την ψυχή των ηρώων. Η ταινία στέκεται περισσότερο στην εικόνα, αν θυμάμαι καλά.
Θέατρο Vs Σινεμά
> Το θεατρικό κείμενο έχει μία αφηγηματική συνέχεια. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με ένα κινηματογραφικό σενάριο που έχει κοψίματα, έχει ‘κατ’, οπότε δεν έχει αυτήν την αφηγηματική σειρά που έχει το θεατρικό. Για παράδειγμα στο σινεμά, εκεί που φοράς ένα κοντομάνικο φανελάκι, ξαφνικά σε δείχνουν με παλτό το απόγευμα. Αυτό στο θέατρο πρέπει να βρεις έναν τρόπο αληθοφανή να το ‘δέσεις’. Το ίδιο ισχύει και με τη ψυχική διάθεση των ηρώων, όχι μόνο με τα εξωτερικά στοιχεία.
> Άλλο ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδίσουμε ήταν πως έναν ήρωα που απευθυνόταν στην κοινωνία του ’50, θα τον κάνουμε να απευθύνεται στην κοινωνία του ’10. Νομίζω τα καταφέραμε καλά και σ’ αυτό.
Φεμινιστικό έργο
> Υπάρχει ένα άλλο κοινωνικό υπόβαθρο στη ‘Στέλλα’. Αν καθίσεις να αναλύσεις τους ήρωες θα δεις ότι κατά βάθος είναι φεμινιστές, δηλαδή το έργο έχει να κάνει με την αυτοδιάθεση της γυναίκας και το δικαίωμά της να κάνει αυτό που θέλει η ψυχή της.
> Θεωρώ ότι τα κορίτσια κάπου έχουν χάσει την μπάλα. Έχουν εγκλωβιστεί σε διεκδικήσεις που μάλλον κακό τους έκαναν, παρά καλό, ενώ θα μπορούσαν να είχαν διεκδικήσει άλλα πράγματα που θα ήταν επί της ουσίας.
Ένας απρόσμενος παραμυθάς
> Μου λένε ‘δεν σας το είχαμε με τίποτα’. Ε, είσαι ανόητος τότε, αυτό είναι δικό σου πρόβλημα. Δηλαδή τι δεν μου το είχες; Ότι εγώ μπορεί να αγαπάω τα παιδιά; Το έχω πει πολλές φορές και παλιότερα, ότι εγώ τα βιβλία δεν τα γράφω για τα παιδιά, τα γράφω για μένα. Γράφω ιστορίες που θα ήθελα να μου τις έχει πει κάποιος και δεν μου τις είπε ποτέ. Αυτός ήταν ένας άλλος τρόπος για να βγάλω αυτό που είχα μέσα στην ψυχή μου. Λοιπόν, αν τυχαίνει να συνεννοούμαι με τα παιδιά, αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά είναι πιο έξυπνα από τους μεγάλους.
Ο σκληρός μαδαφάκα
> Ο κόσμος εγκλωβίζεται στην εικόνα -οι τηλεθεατές για την ακρίβεια- και επειδή εγώ πάντα ήμουν λίγο πιο βαρύς (σ.σ. Εκεί του πέταξα ένα ‘ντάξει, όχι λίγο. Πολύ πιο βαρύς’ και ακολούθησε αυτό). Γιατί; Γιατί πολύ πιο βαρύς; Αυτό δεν το καταλαβαίνω; Ας πούμε ο Γιώργος ο Φούντας, που τον έβλεπες έτσι σκληρό στις ταινίες, ήταν ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος.
> Μπορεί να μην ήταν στα ενδιαφέροντά του να γράψει παιδικά βιβλία, αλλά ήταν ένας πολύ ευγενικός, πολύ τρυφερός και πολύ δοτικός άνθρωπος. Όταν παίζαμε στο Ακροπόλ τη Λασκαρίνα, ο Γιώργος ήταν 80 κάτι και όχι μόνο αυτός, αλλά και ο Σπύρος ο Καλογήρου -άλλος ‘σκληρός’ κι αυτός-, και περνούσαν κάθε βράδυ από όλα τα καμαρίνια να μας χαιρετίσουν. Και ήμασταν 40 ηθοποιοί, έτσι; Αυτόν δεν μπορώ εγώ να τον χαρακτηρίσω ‘σκληρό’, επειδή παίζει έναν κακό, έναν που δεν είναι τόσο καλός όσο οι υπόλοιποι… Και βέβαια έχω παίξει κακούς, έχω παίξει όμως και καλούς. Ο Αλισσανδράτος τι ήταν; (σ.σ. ο τερματοφύλακας στο ‘Παιχνίδι της Συγγνώμης’ ). Καλός ή κακός; (σ.σ. του λέω ‘καλός’) Καλός για σένα γιατί είσαι μπαλαδόφατσα (γέλια) και γούσταρες τη φάση, για άλλους όμως ήταν κακός.
> Για παράδειγμα, ο Γιάννης Βόγλης δεν έπαιζε πολύ συχνά τον σκληρό; Κι όμως ήταν ένας γλυκύτατος, ένας ευγενέστατος άνθρωπος. Έτσι είναι όμως αυτή η βιοτεχνία που έχουμε εδώ, θέλει να σε βάζει σε κουτάκια και μετά να σε κάνει ό, τι θέλει.
ΑΕΚ όπως και να ‘χει
> Απέχω και οι λόγοι είναι ιδεολογικοί. Βλέπω στην ΑΕΚ ανθρώπους και πρακτικές, οι οποίοι εμένα δεν μου αρέσουν. Δεν μου αρέσει να δέρνεται κόσμος, δεν μου αρέσει να απειλείται κόσμος για οποιονδήποτε λόγο, είτε έχει δίκιο, είτε έχει άδικο. Υπάρχει πάντα η συζήτηση, υπάρχει πάντα ένας τρόπος να βρίσκουμε την άκρη. Δεν μου αρέσει το να βγαίνει κόσμος στα κάγκελα, το να μπαίνουνε σε γιάφκες, να πηγαίνουν οι άλλοι να τους δέρνουνε, να πηγαίνει η αστυνομία να τους φυλάει… Τι σχέση έχει αυτό με την ΑΕΚ και σε τελική ανάλυση τι σχέση έχουν όλοι αυτοί που τα υποκινούν όλα αυτά με την ΑΕΚ; Αυτοί έχουν σχέση μόνο μ’ αυτό το οικοδόμημα που λέγεται ελληνικό ποδόσφαιρο και με τις ‘τρύπες’ που αφήνει για να περνάνε μέσα όλα αυτά. Δεν έχουν σχέση όμως με την ΑΕΚ τη δική μου.
> Είναι όμως και αγωνιστικοί. Έχω δει την ΑΕΚ να κάνει απίστευτα πράγματα μέσα στο γήπεδο. Πριν 15 χρόνια ήμουνα στο γήπεδο, έβλεπα την ομάδα και άμα δεν έπαιζε με τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό ή τον ΠΑΟΚ κάποιες φορές, να είναι έτσι το παιχνίδι κάπως αμφίρροπο, αν δεν ήταν 3-0, 4-0 στο ημίχρονο μας έτρωγε ο κώλος μας, δεν μπορούσαμε να κάτσουμε στην καρέκλα, λέγαμε ‘δεν παίζει η ομάδα σήμερα, κάτι συμβαίνει’. Μου είναι πάρα πολύ δύσκολο, λοιπόν, να πηγαίνω στο γήπεδο και να βλέπω ανθρώπους που δυσκολεύονται να δώσουν πάσα στα δύο μέτρα. Μου είναι δύσκολο αλήθεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγώ ξέρω κάτι παραπάνω από τους υπόλοιπους, απλώς εγώ δεν το αντέχω αυτό. Όταν θα αρχίσουν να ξαναπαίζουν μπάλα, που τώρα από ό, τι βλέπω ξαναγίνεται μία προσπάθεια, αν μη τι άλλο βλέπω ανθρώπους που έχουν τη λύσσα για την ομάδα, και μιλάω για τους αθλητές. Βλέπω να γυρίζει το μάτι τους, ας πούμε είδα τον Βράνιες και λέω όπα, πάνε να φτιάξουν ομάδα τώρα αυτοί.
> Με ενοχλεί πάρα πολύ που το γήπεδο θα το λένε ‘Αγιά Σοφιά’. Με ενοχλούν οι τίτλοι γενικότερα. Θα μπορούσαν να το λένε οτιδήποτε άλλο, μια χαρά ήταν το Νίκος Γκούμας ή γιατί να μην το πούνε ‘Λουκάς Μπάρλος’, που ξεφτιλίστηκε, που έμεινε φτωχός για την ΑΕΚ; Αποφάσισαν να το πούνε ‘Αγιά Σοφιά’ και να βαράνε και την καμπάνα κάθε φορά που μπαίνει γκολ, έτσι; Και όταν θα το τρώμε, τι θα κάνουμε; Θα την καταπίνουμε την καμπάνα; Τι είναι αυτά; Αυτά είναι καραγκιοζιλίκια. Δεν ξέρω ποιος συγκινείται πια μ’ αυτά. Να πάμε να πάρουμε και την Πόλη πίσω τότε και τη Σμύρνη. Όλα αυτά απευθύνονται στο θυμικό και ό, τι απευθύνεται στο θυμικό δεν είναι καλό.
H ‘Στέλλα’ του Μιχάλη Κακογιάννη ανεβαίνει στο Θέατρο Βεάκη. Δίπλα στον Πασχάλη Τσαρούχα πρωταγωνιστεί η Ανδρομάχη Χρυσομάλη, η οποία υπογράφει και τη σκηνοθεσία της παράστασης.