10 καλτ φωτογραφίες από τη μάχη των ταυτοτήτων το 2000
«Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία», φώναζαν τα πλήθη μπροστά στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο που ύψωνε το λάβαρο της Επανάστασης, κηρύσσοντας έναν ανένδοτο πόλεμο.
- 25 ΑΥΓ 2023
Με τη λεπτή ψυχραιμία που χαρακτήριζε ανέκαθεν τους «αφυπνισμένους» πολίτες, συνεχίζονται τα ξενύχτια, οι ουρές από τα χαράματα και οι εντάσεις έξω από τα αστυνομικά τμήματα της επικράτειας. Στόχος; Να προλάβουν οι αιτούντες την επανέκδοση της ταυτότητας παλαιού τύπου (που εξασφαλίζει δεκαετή διάρκεια μέχρι τη λήξη), προτού έρθει ο Σεπτέμβρης και τεθεί σε εφαρμογή το δαιμόνια μελετημένο σχέδιο του υπουργείου για τις ψηφιακές ταυτότητες και τη Νέα Τάξη Πραγμάτων που –εννοείται– ότι υπηρετούν.
Για όσους δεν το γνωρίζουν και επιμένουν να κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, όπως θα εξηγούσε κάθε συνωμοσιολόγος που σέβεται τον εαυτό του, μέσα σε αυτές τις ταυτότητες κρύβονται τσιπάκια, τα οποία επιτρέπουν τη «διαρκή παρακολούθηση», το «φακέλωμα» και τελικά την «έλευση του Αντίχριστου».
Τα είχε πει και ο Παΐσιος, άλλωστε.
Είναι επιχειρήματα, τα οποία ακούγονται ουρανοκατέβατα μόνο σε κάποιον που είναι κάτω των 20 ετών. Διότι, οι υπόλοιποι κάτι θα θυμόμαστε.
Ή μάλλον, είναι αδύνατον να ξεχάσουμε τις σκηνές απείρου κάλλους που είχαν εκτυλιχτεί επάνω στην αλλαγή της χιλιετίας, το 2000, όταν ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλος, σαν άλλος Παλαιών Πατρών Γερμανός, ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης μπροστά από μια λαοθάλασσα κόσμου, που ζητωκραύγαζε χριστιανικά και καθόλου διαλλακτικά συνθήματα.
«Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία», ήταν το βασικό μότο που ακουγόταν, ενώ από το βήμα ο Χριστόδουλος διαβεβαίωνε πως «την Εκκλησία όποιο χέρι τόλμησε να την αγγίξει, ξεράθηκε».
Το επίδικο εκείνη την εποχή αφορούσε την απόφαση της άρτι εκλεγμένης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη) να αφαιρέσει από τα στοιχεία της ταυτότητας το θρήσκευμα, εναρμονίζοντας τη χώρα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το θρήσκευμα αποτελούσε ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και ως εκ τούτου δεν είχε θέση σε επίσημο έγγραφο του κράτους.
Αλλά η Εκκλησία με πρωτοστάτη των Χριστόδουλο διάβαζε σε αυτή την απόφαση τις ίδιες δόλιες σκοπιμότητες με σήμερα: επίθεση στην Ορθοδοξία και τη χριστιανική πίστη.
Έτσι, τη στιγμή που η χώρα βρισκόταν ένα βήμα πριν από την ένταξη στην Ευρωζώνη, ξέσπασε ένας ανένδοτος πόλεμος μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Μία από τις τακτικές εκείνου του πολέμου ήταν η συλλογή υπογραφών με αίτημα για δημοψήφισμα σχετικά με τις νέες ταυτότητες, όπως και το (πάντα ψύχραιμο) κήρυγμα που εκτελούταν πανελλαδικά κάθε Κυριακή από τους ιερείς.
Το αποτέλεσμα αυτών αποτυπώθηκε σε δύο μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη εκείνη τη χρονιά – μία στο Σύνταγμα και μία στον Λευκό Πύργο.
Όπως ανακοινώθηκε την επόμενη χρονιά από τον Αρχιεπίσκοπο, είχαν συγκεντρωθεί περισσότερες από τρία εκατομμύρια υπογραφές πιστών, αλλά το μεγάλο εγχείρημα δεν απέδωσε.
Με ανακοίνωση της τότε Προεδρίας της Δημοκρατίας η υπόθεση έκλεισε οριστικά, μιας και «εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος», και τελικά το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε την επιλογή της Πολιτείας για ολοσχερή απάλειψη του θρησκεύματος από τα στοιχεία που αναγράφονται στις ταυτότητες.
Τι έμεινε ανοιχτό; Τα βαθιά κανάλια επιρροής του κλήρου στην ελληνική κοινωνία, το αίσθημα ότι η εξέλιξη και η τεχνολογία απειλεί τη χριστιανική πίστη, όπως και τα διάφορα σενάρια συνωμοσιολογίας που αναζωπυρώνουν με κάθε ευκαιρία. Όπως είναι και η σημερινή, με τη μετάβαση στις νέες ταυτότητες.