15 μέρες ολομόναχος στο Νεπάλ
Όλα όσα έζησα παρέα με το backpack μου στη χώρα με τις ψηλότερες κορυφές του πλανήτη.
- 7 ΣΕΠ 2018
Το Νεπάλ αποτελούσε την πρόφαση. Πραγματικός στόχος του ταξιδιού ήταν το backpacking. Να βρεθώ σε μια χώρα της ανατολικής Ασίας μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη και να την ανακαλύψω παρέα με ανθρώπους από όλο τον κόσμο που θα γνώριζα στα χόστελ που θα διανυκτέρευα.
Το μόνο που έμενε για να βάλω ένα χορταστικό τικ πλάι στο νούμερο ένα του προσωπικού μου bucket list, ήταν να κλείσω αεροπορικά εισιτήρια. Καμπότζη, Φιλιππίνες και Νεπάλ ήταν οι επικρατέστεροι προορισμοί. Η Καμπότζη απορρίφθηκε λόγω ακριβών εισιτηρίων κι οι Φιλιππίνες γιατί είναι μια τεράστια χώρα που χρειάζεται τουλάχιστον ένα μήνα για να την γυρίσεις κι εγώ είχα μόλις 15 μέρες άδεια.
Έτσι, στις 20 Αυγούστου πάτησα το πόδι μου στα 1.400 μέτρα υψόμετρο του Κατμαντού, της πρωτεύουσας της χώρας στην οποία βρίσκονται οχτώ από τις δέκα ψηλότερες κορυφές του πλανήτη. Το μόνο που είχα προγραμματίσει ήταν η διανυκτέρευσή μου για τα δύο πρώτα βράδια κι ένα ταξί για να με πάει στο χόστελ. Για όλα τα υπόλοιπα θα αφηνόμουν στις ορέξεις του Βούδα (το Νεπάλ αποτελεί τη γενέτειρα του Βούδα).
Για να μπεις στο κλίμα βάλε αυτό να παίζει:
Το χάος στο Κατμαντού δεν το προκαλούν (μόνο) οι αγελάδες
Ώρα Ελλάδας: 07:00. Τοπική ώρα: 09:45. Όσες φορές κι αν έκλεισα το κινητό μου η διαφορά ώρας ανάμεσα στην Ελλάδα και το Νεπάλ δεν έπεφτε στις δύο ούτε ανέβαινε στις τρεις ώρες. Παρέμενε στις 2:45 ακριβώς. Συμφιλιώθηκα με το τζετ λαγκ του κινητού μου κι αφού αντάλλαξα κάμποσα ‘νάμαστε’ (‘γεια’ στα νεπαλέζικα, το οποίο συνοδεύεται με ενωμένες παλάμες σαν σε προσευχή) με οδηγούς ταξί και ξενοδόχους που ήθελαν να μου πουλήσουν τις υπηρεσίες τους, βρήκα τον οδηγό που με περίμενε για να με οδηγήσει στην καρδιά της Τάμελ. Με το καλημέρα στην ταράτσα του ‘Thamel Hostel’ θα μάθαινα τη φιλοσοφία του backpacking.
”Θα πάω στο Πατάν. Θέλεις να έρθεις;”, ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Καταλανός Λουίς, μετά τις απαραίτητες συστάσεις κι αφού μου εξήγησε πως η διαφορά ώρας του Νεπάλ με τις άλλες χώρες περιλαμβάνει όντως ένα +- 45 λεπτών. Δέχθηκα, αφού προφανώς δεν είχα τίποτα συγκεκριμένο να κάνω. Άφησα το backpack μου σ’ ένα δωμάτιο βία δέκα τετραγωνικών με τέσσερα κρεβάτια, έκανα ένα ντουζ κι ακολούθησα τον Λουίς. Ανάλογες στιχομυθίες με ανθρώπους που γνώριζα μόλις λίγα δευτερόλεπτα είχαν ως αποτέλεσμα να περάσω τις δύο πρώτες μέρες μου στο Νεπάλ παρέα με την Λιζ, μια 19χρονη Δανέζα που έκανε backpacking τους τελευταίους 8 μήνες στη Νοτιοανατολική Ασία και την Τζούλια, μια Πολωνέζα που μόλις είχε γυρίσει από 15μερη πεζοπορία στην Αναπούρνα (ορεινός όγκος στους πρόποδες των Ιμαλαΐων).
Η Τάμελ είναι η Πλάκα του Κατμαντού. Πρόκειται για την πιο τουριστική γειτονιά του Νεπάλ, η οποία αποτελείται από δρόμους που μοιάζουν με την Ηφαίστου στο Μοναστηράκι. Εκεί μπορείς να βρεις από εξοπλισμό για ορειβασία και αναμνηστικά δώρα μέχρι χασίς και ‘κουμπιά’. Απαράβατος κανόνας οποιασδήποτε αγοραπωλησίας στην περιοχή, όπως σε όλο το Νεπάλ, είναι το παζάρεμα. Ό,τι κι αν αγοράσεις λογικά θα πληρώσεις 100-200 νεπαλέζικες ρούπιες πάνω από την κανονική τιμή. Αν, όμως, αναλογιστείς πως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις 1 ευρώ=134 ρούπιες, όσο και να χάσεις στο παζάρεμα, στην ουσία δεν έχεις χάσει τίποτα.
To Πατάν, μια περιοχή που βρίσκεται στην ίδια κοιλάδα με το Κατμαντού απέχει από την Τάμελ 6.5 χιλιόμετρα, τα οποία προφανώς κάναμε με τα πόδια προκειμένου να πάρω μια πρώτη γεύση από τη νεπαλέζικη πρωτεύουσα. Και η γεύση που πήρα, όπως θα έβλεπα και στην επιστροφή μου στο Κατμαντού, ήταν άκρως κατατοπιστική. Τουλάχιστον οι μισοί δρόμοι δεν είναι ασφαλτοστρωμένοι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όταν δεν βρέχει η ατμόσφαιρα να γεμίζει από σκόνη και χώμα που ανασηκώσουν τα διερχόμενα οχήματα, ενώ όταν βρέχει -και όσο ήμουν εκεί έβρεξε πολύ, αφού η περίοδος των μουσώνων διαρκεί μέχρι τέλος Σεπτέμβρη- η πόλη να βουλιάζει στη λάσπη. Ανεξάρτητα από τον όγκο της βροχόπτωσης δύο πράγματα παρέμεναν σταθερά στο τοπίο του Κατμαντού. Η αδιανόητη κίνηση, αφού οι οδηγοί –όπως σ’ όλη την Ασία– δεν υπακούν σε κανένα άρθρο του ΚΟΚ και οι ιερές αγελάδες. Μαύρες, καφέ, ισχνές, παχιές έμοιαζαν να μηρυκάζουν χωρίς σταματημό από την πρώτη στιγμή δημιουργίας του κόσμου είτε ξαπλωμένες στη μέση κάποιας πολυσύχναστης λεωφόρου είτε διασχίζοντας βασανιστικά αργά κάποιο πεζοδρόμιο την ώρα που ουρές διερχομένων σχηματίζονταν καρτερικά πίσω τους.
Στο Πατάν είδα για πρώτη φορά βουδιστικούς και ινδουιστικούς ναούς ή τουλάχιστον ό,τι έχει αφήσει όρθιο ο σεισμός των 7.8 Ρίχτερ που τράνταξε συθέμελα το Νεπάλ τον Απρίλη του 2015, ενώ την επομένη επισκέφτηκα με τη Δανέζα Λιζ την Swayambhunath Stupa ή αλλιώς monkey temple. Ένα βουδιστικό ναό, στον οποίο για να φτάσεις πρέπει να ανέβεις περίπου 330 σκαλοπάτια, στα οποία σε συντροφεύουν μαϊμούδες, έτοιμες τόσο να σου κάνουν πατ-πατ στην πλάτη κάθε φορά που νιώθεις ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις όσο και να σου αρπάξουν το κινητό ή το καπέλο. Αν εξαιρέσεις αυτά τα αξιοθέατα, την Durba Square (πλατεία ιστορικής σημασίας) και τον ινδουιστικό ναό Pashupatinath, τον οποίο επισκέφτηκα την τελευταία μέρα μου στο Νεπάλ και αποτέλεσε κομβικό σημείο του ταξιδιού μου, το Κατμαντού δεν έχει κάποιο άλλο μέρος το οποίο θα χάσεις αν δεν επισκεφτείς.
Μετά από 48 ώρες στην πρωτεύουσά του Νεπάλ έβγαλα τρία συμπεράσματα: πρώτον, ότι κάνοντας backpacking δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω λεπτό μόνος, δεύτερον το Κατμαντού είναι η πιο άσχημη πόλη που έχω επισκεφθεί και τρίτον πως δεν υπάρχει χειρότερος τρόπος για να βγάλεις τα συμπεράσματα σου για μια χώρα από το να επισκεφτείς μόνο την πρωτεύουσά της. Ευτυχώς, η τρίτη μέρα του ταξιδιού με βρήκε στην Ποκάρα (Ποχαρά για τους ντόπιους), στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας.
Οι Ισπανοί έχουν κάνει ‘κατάληψη’ στην Ποκάρα
Η Λαμία από την Αθήνα απέχει 214 χιλιόμετρα. Όσα περίπου απέχει και η Ποκάρα από το Κατμαντού. Η πρώτη διαδρομή με το ΚΤΕΛ διαρκεί περίπου δυόμιση ώρες. Παρ’ όλα αυτά, τη δεύτερη την έκανα με πούλμαν σε περίπου δέκα.
Δεν άργησε να έρθει το λεωφορείο, ούτε πέσαμε πάνω σε ράθυμες, ιερές αγελάδες στη διαδρομή. Το συγκεκριμένο δρομολόγιο διαρκεί συνήθως 8-9 ώρες εξαιτίας της κίνησης στο και έξω από το Κατμαντού και εξαιτίας της τραγικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται το οδικό δίκτυο της χώρας. Η μία παραπάνω ώρα που κράτησε το ταξίδι μου είχε να κάνει με το ότι πάθαμε λάστιχο, ενώ μείναμε κι από βενζίνη. Παρά την εμπειρία-ταλαιπωρία, η θέα της Phewa, της δεύτερης μεγαλύτερης λίμνης του Νεπάλ πλάι στην οποία εκτείνεται η Ποκάρα, με έκανε να ξεχάσω τα πάντα και να δηλώσω έτοιμος για το δεύτερο μέρος του ταξιδιού.
Ο Τσούλου, ένας 51χρονος Βάσκος ο οποίος προκειμένου να γυρίσει την Ασία πούλησε το βανάκι του και όλα του τα υπάρχοντα με αποτέλεσμα η συνολική του περιουσία να περιορίζεται στα καλοκαιρινά ρούχα που είχε στο backpack του, η Λυδία μια 25χρονη Καταλανή η οποία έβγαλε τα λεφτά του ταξιδιού δουλεύοντας τρεις μήνες ως μπαργούμαν στο ιρλανδικό Κορκ και η Σύλβια η 29χρονη από την Τενερίφη -Ισπανοί ήταν με διαφορά οι περισσότεροι τουρίστες που συνάντησα στο Νεπάλ- που είχε φτάσει στην Ποκάρα μετά από ένα εβδομαδιαίο σέσιον yoga σ’ ένα χωριό έξω από το Καταμαντού, αποτέλεσαν την παρέα μου, την οποία γνώρισα στο χόστελ, στις δύο μέρες που έμεινα στην Ποκάρα.
Μαζί επισκεφθήκαμε την Παγόδα της Ειρήνης, ένα βουδιστικό ναό τον οποίο για να προσεγγίσουμε περάσαμε μέσα από ένα δάσος γεμάτο μαϊμούδες και από τον οποίο θα είχαμε την ομορφότερη θέα της πόλης, αν εκείνο το πρωινό δεν πέφταμε πάνω σε ομίχλη, μαζί κάναμε βαρκάδα στην καταπράσινη λίμνη η οποία αποτελεί το οικονομικό κέντρο της περιοχής και μαζί φάγαμε κάμποσες μερίδες νταλ μπατ και μπόλικα μόμο με βουβάλι και κοτόπουλο.
Το νταλ μπατ είναι το εθνικό πιάτο του Νεπάλ. Σερβίρεται σ’ ένα στρογγυλό μεταλλικό δίσκο στο κέντρο του οποίο τοποθετείται ένα βουνό από ρύζι και γύρω του πίκλες, πατάτες με κάρυ, σπανάκι, καυτερές σάλτσες και 1-2 ροδέλες αγγουριού. Συνοδεύεται από ένα χάλκινο κύπελλο γεμάτο με σούπα από φακές, με το οποίο συνήθως λούζουμε το ρύζι. Σημαντικότατος λόγος για να επιλέξεις το συγκεκριμένο πιάτο, πέρα από τη νοστιμιά του, αποτελεί το γεγονός πως μόλις το τελειώσεις, ο σερβιτόρος στο γεμίζει ξανά χωρίς να του το ζητήσεις. Όσον αφορά τα μόμο, κυκλοφορούν σε μερίδες των δέκα κομματιών και στην ουσία αποτελούν μπουκιές από κρέας ή λαχανικά, τυλιγμένες σε μια ζύμη από αλεύρι και νερό. Αυτά τα δύο πιάτα με έθρεψαν με μεγάλη χαρά (από πλευράς μου) το 90% της παραμονής μου στο Νεπάλ. Γενικότερα η νεπαλέζικη κουζίνα αποτελεί μία μείξη ήπιας ινδικής (λιγότερο καυτερή) και κινέζικης κουζίνας.
Η δεύτερη λέξη που άκουσα περισσότερες φορές στο Νεπάλ μετά το ‘νάμαστε’ ήταν το ‘τρέκινγκ’. Δεν υπήρχε άνθρωπος στη χώρα που να μην είχε πάει ή έστω να σχεδίαζε να πάει για λίγες μέρες στην Αναπούρνα. Διόλου παράλογο, αν σκεφτεί κανείς πως στο Νεπάλ πάνε όσοι σκοπεύουν ν’ ανέβουν στο Έβερεστ. Με τον Τσούλου, δύο Νοτιοκορεάτες κι έναν Μπαγκλαντεσιανό που γνωρίσαμε στο δωμάτιο του χόστελ κανονίσαμε ν’ ανέβουμε μέχρι το Πουν Χιλ, μια κορυφή 3.210 μέτρων για την οποία χρειάστηκε να κάνουμε τέσσερις ημέρες πεζοπορία.
Πουν Χιλ: Ποιος Όλυμπος;
Βδέλλες. Όσο μαγική και να ήταν η θέα στη διαδρομή προς το Πουν Χιλ, όσες αερογέφυρες κι αν περάσαμε κι όσες χιλιάδες σκαλοπάτια χρειάστηκε ν’ ανεβούμε και να κατεβούμε προκειμένου να φτάσουμε και να γυρίσουμε από τον προορισμό μας, αυτό που θα θυμάμαι σε 30 χρόνια από σήμερα από την συγκεκριμένη πεζοπορία είναι οι τέσσερις ακατέβατες βδέλλες που μου έκαναν αφαίμαξη στην πορεία προς το Πουν Χιλ.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η πορεία προς το Πουν Χιλ είναι η πιο εύκολη από τις διαθέσιμες πεζοπορικές διαδρομές στο Νεπάλ. Κατά τη διάρκεια της περάσαμε από μικρά χωριά με ξενώνες για τους πεζοπόρους (στους οποίους κάναμε συνολικά τρεις διανυκτερεύσεις), μέσα από καταπράσινα τροπικά δάση και πλάι σε μικρούς καταρράκτες. Συναντήσαμε βούβαλους, κατσίκια και προφανώς αγελάδες. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε τις βδέλλες. Δε βουτήξαμε σε ποτάμι ούτε σε καταρράκτη, ωστόσο το γεγονός πως έβρεχε σχεδόν κάθε μέρα, η πορεία προς το δάσος γινόταν παράπλευρα σε ποτάμια και το ότι η υγρασία έφτανε το 91%, είχε ως αποτέλεσμα ολόκληρη η διαδρομή ν’ αποτελεί τον παράδεισο της βδέλλας.
Οι βδέλλες έφταναν στα ρούχα και τα σακίδια μας μέσω του νερού ή των φύλλων των δέντρων. Σέρνονταν νωχελικά πάνω μας κατευθυνόμενες από τη θερμότητά του σώματός μας και μόλις έβρισκαν γυμνό σημείο -από την κοιλιά μέχρι το δέρμα ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών- ξεκινούσαν την αφαίμαξη.
Με δύο τρόπους αντιλαμβανόμουν ότι με είχε τσιμπήσει βδέλλα. Είτε μέσω κάποιας κηλίδας αίματος στα ρούχα μου, είτε μέσω μιας ανεπαίσθητης φαγούρας, σαν αυτή που προκαλεί το τσίμπημα ενός κουνουπιού. Το θέμα, όμως, δεν είναι ούτε το αίμα ούτε η φαγούρα, αλλά το πώς διαχειρίζεσαι τη βδέλλα όταν την δεις βεντουζομένη πάνω στο σώμα σου. Η πρώτη βδέλλα με την οποία ήρθα πιο κοντά ήταν κολλημένη πάνω στην κοιλιά μου. Ίσως ένας φυσιολογικός άνθρωπος απλώς να την ξεκολλούσε από το σώμα του, ένας όμως άνθρωπος με αδιανόητη φοβία για τα έντομα και οτιδήποτε παρεμφερές όπως εγώ, όταν την αντίκρισε έπαθε το εξής: Από την μία αηδίαζα απίστευτα που υπήρχε κολλημένο πάνω μου ένα τόσο απόκοσμο ον και από την άλλη αηδίαζα απίστευτα μόνο στη σκέψη ότι έπρεπε να το πιάσω προκειμένου να το ξεκολλήσω από πάνω μου. Μην έχοντας πολλές επιλογές έκοψα ένα φύλλο από ένα δέντρο και με αυτό τερμάτισα την εξ αίματος σχέση που είχε αποκτήσει με την βδέλλα τραβώντας την από την κοιλιά μου. Σε κάθε επόμενη βδέλλα γινόμουν πιο δυνατός.
Ανεξάρτητα από τις βδέλλες η πορεία προς την κορυφή ήταν επίπονη, αφού πέρα από το ανηφορική διαδρομή, χρειάστηκε ν’ ανεβούμε πάνω από 5.000 σκαλιά. Τουλάχιστον η θέα του Πουν Χιλ μας αποζημίωσε, αφού την αυγή που φτάσαμε στην κορυφή τα σύννεφα ήταν αραιά με αποτέλεσμα να θαυμάσουμε μία από τις χιονισμένες κορυφές των Ιμαλαΐων.
Δύο μέρες μετά βρεθήκαμε με τον Τσούλου ξανά στο χόστελ στην Ποκάρα (οι Νοτιοκορεάτες και ο Μπαγκλαντεσιανός συνέχισαν την πεζοπορία προς ψηλότερη κορυφή). Φάγαμε τα τελευταία μας μόμο και μέσω της απίστευτα γρήγορης οικειότητας που δημιουργεί το backpacking βρεθήκαμε το βράδυ να πίνουμε νεπαλέζικη βότκα μ’ έναν Ιρανό που ταξιδεύει για 2.5 συνεχόμενα χρόνια και ζει από το πόκερ, μία Ολλανδέζα μπαργούμαν, μια Φιλιππινέζα που δουλεύει στο Ντουμπάι και ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που συνάντησα και το ταξίδι του θα είχε μικρότερη διάρκεια (10 μέρες) από το δικό μου και μια Ινδή που μιλάει πάνω από εφτά γλώσσες. Την επομένη παρέα με την Ρόζα, την Φιλιππινέζα, έζησα μια εμπειρία βγαλμένη από το Jumanji.
Στο Τσιτουάν έπαιξα στο σίκουελ του Jumanji
Στις 06:45 βρισκόμασταν στον σταθμό λεωφορείων της Ποκάρα με προορισμό τη Σοράχα, πλάι στην οποία εκτείνεται η ζούγκλα του Τσιτουάν. Για να φτάσουμε ως εκεί χρειάστηκε ν’ αλλάξουμε τρία λεωφορεία, αφού δεν ταξιδέψαμε με το τουριστικό θέλοντας να ζήσουμε την εμπειρία σαν ντόπιοι. Και άξιζε τον κόπο.
Φτάνοντας στο σταθμό ρωτήσαμε σε ποιο λεωφορείο θα έπρεπε να μπούμε. Τότε μάς έδειξαν ένα λευκό βανάκι, το οποίο είχε ήδη πολλούς περισσότερους επιβαίνοντες από όσους θα έπρεπε. Παρ’ όλα αυτά ο ελεγκτής μάς διαβεβαίωσε πως θα χωρούσαμε. Πώς; Στριμωγμένοι στην μοναδική κενή θέση. Αυτή του συνοδηγού.
Καθώς προσπαθούσα να στριμωχτώ παρέα με την Ρόζα στη θέση του συνοδηγού, το backpack μου έριξε τον κεντρικό καθρέφτη. Ο οδηγός σχεδόν αδιαφορώντας, τον πήρε και τον έχωσε σ’ ένα συρτάρι. Έβαλε μπρος τη μηχανή ενώ παράλληλα άρχισε να βρέχει. Εκείνος όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά ενώ οδηγούσε, άνοιξε το παράθυρο έβγαλε έξω το κεφάλι του κι άρχισε να λούζει τα μαλλιά του με το νερό της βροχής, την ώρα που οι υαλοκαθαριστήρες ήταν σπασμένοι και το παρμπρίζ ήταν πιο θολωμένο από ένα ποτήρι με ούζο. Παρ’ όλα αυτά, μετά από μία ώρα φτάσαμε σ’ ένα άλλο σταθμό από όπου έπρεπε να πάρουμε ένα δεύτερο βανάκι.
Όσο περιμέναμε, δοκιμάσαμε νεπαλέζικο streetfood. Δροσερά κομμάτια ακαθάριστου αγγουριού αλειμμένα με κάρυ και τσαμόσας. Οι τσαμόσας μοιάζουν με σφαιρικά κρητικά καλτσούνια τα οποία περιέχουν φασόλια, πατάτες, κάρυ και αρακά και αποτελούν μακράν την πιο νόστιμη λιχουδιά που έφαγα στο Νεπάλ. Μετά από ένα κομμάτι αγγούρι και 3 τσαμόσας συνολικού κόστους 110 ρουπιών, δηλαδή περίπου 0.90 ευρώ μπήκαμε στο δεύτερο βαν. Αυτή τη φορά δεν είχε περισσότερους επιβάτες από όσους χωρούσε, απλώς μερικοί από αυτούς ήταν κότες. Στην κυριολεξία. Μετά από μία διαδρομή που κράτησε 2-3 ακόμα ώρες και αφού τινάξαμε από πάνω μας μερικά πούπουλα πήραμε ένα τουκ τουκ (ένα όχημα σαν μικρή άμαξα το οποίο ο οδηγός κινεί με πετάλια) και φτάσαμε στην εξωτική Σοράχα.
Η Σοράχα αποτελείται στην ουσία από ένα δρόμο στο μέγεθος της Ομήρου. Από την μία πλευρά υπάρχουν ξενοδοχεία και εστιατόρια και από την άλλη η ζούγκλα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, τα βράδια, όταν το χωριό ησυχάζει, ότι ελέφαντες και ρινόκεροι κόβουν βόλτες στον συγκεκριμένο δρόμο. Αφού εγκατασταθήκαμε σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, χόστελ στην περιοχή δεν υπάρχουν, οργανώσαμε με ένα ντόπιο ξεναγό το σαφάρι της επόμενης ημέρας, το οποίο περιλάμβανε πεζοπορία στη ζούγκλα, βόλτα με κανό και με τζιπ.
”Αν συναντήσουμε ρινόκερο, αρχίζουμε και τρέχουμε σε ζιγκ ζαγκ, μιας και ο ρινόκερος δεν στρίβει ή σκαρφαλώνουμε σε κάποιο δέντρο. Αν συναντήσουμε λευκό ελέφαντα (σ.σ. οι λευκοί είναι άγριοι) αρχίζουμε και φωνάζουμε δυνατά γιατί η φασαρία τους φοβίζει και απομακρύνονται. Αν συναντήσουμε τίγρη κάνουμε eye contact με ταυτόχρονα βήματα προς τα πίσω κι αν συναντήσουμε μαύρη αρκούδα δίνουμε μάχη μαζί της”. ”Πώς Ράτζες;”, ρώτησα τον ξεναγό ο οποίος με το που πατήσαμε ζούγκλα άρχισε να μας απαριθμεί τους μεγαλύτερους κινδύνους που μπορούσαμε να συναντήσουμε εκεί. ”Με αυτό’‘, μου απάντησε δείχνοντας μου ένα ξύλινο κοντάρι που κρατούσε στο δεξί του χέρι.
Ως κλασικός τουρίστας που δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί τον κίνδυνο παρακαλούσα από μέσα μου να συναντήσουμε κάποιο από το προαναφερθέντα ζώα. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκειά της οχτάωρης παραμονής μας στη ζούγκλα ευτυχώς/δυστυχώς συναντήσαμε μόνο ρινόκερους (σε απόσταση ασφαλείας), γκρι ελέφαντες, κροκόδειλους, ελάφια, αντιλόπες, αγριογούρουνα, αετούς, παγόνια και κάμποσες ακόμα βδέλλες. Το βράδυ κι όσο έκανα μπάνιο, η Ρόζα μού είπε πως ένας ρινόκερος διέσχισε το δρόμο μπροστά από το ξενοδοχείο μας. Το επόμενο πρωί επιστρέψαμε στο Κατμαντού, όπου θα περνούσα τις τελευταίες μου 48 ώρες στο Νεπάλ και θα έκανα έναν απολογισμό του τι είχα ζήσει μέχρι τότε.
Backpacking-Νεπάλ, σημειώσατε ένα
Μόλις φτάσαμε στην πρωτεύουσα η Ρόζα κατευθύνθηκε προς το αεροδρόμιο, αφού λίγες ώρες αργότερα θα πετούσε για Ντουμπάι. Η υπόλοιπη μιάμιση μέρα στο Κατμαντού ήταν η μοναδική που έμεινα εντελώς μόνος, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Κι αυτό γιατί στο χόστελ που βρήκα ήμουν ο μοναδικός πελάτης. Δεν ένιωσα μοναξιά, αφού τις προηγούμενες μέρες βρισκόμουν συνεχώς με ανθρώπους από όλο τον πλανήτη που δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θα γνώριζα και θυμήθηκα όλα όσα περιγράφω παραπάνω και μερικά ακόμα περιστατικά που είχα ζήσει μέχρι τότε:
> μια παρέα Αμερικάνων που συνάντησα στην Ποκάρα, οι οποίοι κυκλοφορούσαν παντού ξυπόλητοι και έκαναν συνεχώς χασίς στην προσπάθειά τους ν’ αναβιώσουν το χίπικο Νεπάλ των ’70s.
> το μεσημέρι που ενώ περιμέναμε να μας σερβίρουν το φαγητό στο δρόμο προς το Πουν Χιλ, ο Μπαγκλαντεσιανός Ασίφ, άπλωσε στο πάτωμα ένα χαλάκι κι άρχισε να προσεύχεται στον Αλλάχ.
> τον Ράτζες, ο οποίος κατά τη διάρκεια του σαφαριού μάς είπε πως στα σημεία που υπάρχουν κόπρανα ρινόκερου φυτρώνουν παραισθησιογόνα μανιτάρια. Μία δύο φορές, μάλιστα, δοκίμασε με αποτέλεσμα να νιώθει πως έβγαλε τρίτο μάτι και να θέλει να χαθεί στη ζούγκλα για να γίνει ένα με τα θηρία.
> την ασφάλεια που ένιωσα σε οποιοδήποτε σημείο του Νεπάλ. Χαρακτηριστικό είναι πως δεκάδες φορές είδα Νεπαλέζους να βγάζουν πάκους χαρτονομισμάτων και να τους μετρούν στη μέση του δρόμου.
> τους προσωπικούς κανόνες υγιεινής, οι οποίοι ξεχειλώνουν σε τέτοιου είδους ταξίδια. Βρέθηκα να τρώω σε κουζίνες με ποντίκια και κατσαρίδες, ενώ μερικές φορές, ελλείψει ντουζ, έκανα ‘μπάνιο’ με μωρομάντιλα.
> τα νεπαλέζικα που έμαθα πέρα από το ‘νάμαστε’. Πάνι=νερό, κάνα=φαγητό, ντάντε μπατ=ευχαριστώ.
> το απόγευμα στην Ποκάρα που δώσαμε τα βρώμικά μας ρούχα για πλύσιμο σ’ ένα φαρμακείο. Υπηρεσίες πλυντηρίου διαθέτει σχεδόν κάθε κατάστημα στην πόλη.
> τους Κινέζους στο πρώτο χόστελ στο Κατμαντού, οι οποίοι μην γνωρίζοντας αγγλικά επικοινωνούσαν με το προσωπικό χρησιμοποιώντας τη φωνητική εφαρμογή του Google Translate.
Το τελευταίο πρωινό πριν την επιστροφή μου στην Αθήνα επισκέφτηκα το ναό Pashupatinath, τον σημαντικότερο ινδουιστικό ναό της χώρας (παρεμπιπτόντως το 75% περίπου των Νεπαλέζων είναι Ινδουιστές και το 25% βουδιστές), ο οποίος βρίσκεται 5 χιλιόμετρα από την Τάμελ. Έβγαλα τα παπούτσια για να μπω και περιηγήθηκα στους χώρους του. Το κεντρικό σημείο του ναού έμοιαζε με παγόδα, μπροστά από την οποία βρισκόταν ένα τεράστιο χρυσό βόδι, σαν αυτό που φαντάζομαι έφτιαξε ο Ααρών όσο περίμενε τον Μωυσή να φέρει τις 10 εντολές. Γύρω από αυτό βρίσκονταν ασημένιες κόμπρες με πολλά κεφάλια και χρυσά λιοντάρια, ενώ μύριζε λιβάνι και οι πιστοί ήταν ντυμένοι με φανταχτερά χρώματα: πορτοκαλί, πράσινο, γαλάζιο. Στις γωνίες του ναού πιστοί έπαιρναν τις ευχές ιερέων με το αζημίωτο, ενώ στην πίσω πλευρά του ναού υπήρχε ένα ποτάμι, στο οποίο συνέβαινε ένα τελετουργικό για το οποίο δεν ήμουν προετοιμασμένος.
Μια ομάδα περίπου δεκαπέντε ατόμων, λογικά συγγενείς, έπλενε έναν νεκρό στα νερά του ποταμού. Στη συνέχεια τον έντυσε με φανταχτερά χρώματα και τον στόλισε με πορτοκαλί λουλούδια. Όταν η περιποίηση του σώματος ολοκληρώθηκε, έδεσαν το νεκρό πάνω σε δύο ξύλινες τάβλες λίγο μακρύτερες από το ύψος του και τον παρέδωσαν σ’ έναν ιερέα. Εκείνος τον τοποθέτησε πάνω σ΄ ένα βωμό κι αφού μουρμούρισε διάφορες για μένα ακατάληπτες προσευχές τού έβαλε φωτιά. Οι συγγενείς παρακολούθησαν το τελετουργικό και στη συνέχεια πέταξαν τις στάχτες του νεκρού στο ποτάμι, το οποίο είναι ή έστω θεωρείται παραπόταμος του ιερού ναού των ινδουιστών, Γάγγη. Την ίδια ώρα αγελάδες έπιναν νερό από το ποτάμι και δύο αγοράκια το διέσχιζαν κολυμπώντας από την μία άκρη στην άλλη. Με τη μυρωδιά της στάχτης στα ρουθούνια και με την πεποίθηση πως ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθείς τον παραλογισμό των θρησκειών εν γένει είναι να παρακολουθήσεις ένα τελετουργικό μιας θρησκείας με την οποία δεν είσαι εξοικειωμένος επέστρεψα στην Τάμελ, ζώστηκα το backpack μου και πήρα ένα ταξί για το αεροδρόμιο.
Δεκαπέντε μέρες στο Νεπάλ ήταν αρκετές για ν’ ανακαλύψω τις πιο αξιοσημείωτες γωνιές της χώρας και να πάρω μια γεύση από την κουλτούρα και την καθημερινότητα ενός από τους πιο φτωχούς λαούς του πλανήτη. Δεκαπέντε μέρες backpacking ήταν ελάχιστες για να χορτάσω πλήρως το μεγαλείο του να έρχεσαι σε επαφή και να νιώθεις έστω για λίγα εικοσιτετράωρα φίλος με ανθρώπους που δεν μιλάς την ίδια γλώσσα, έχεις 10-20 χρόνια διαφορά ηλικίας και λίγα δευτερόλεπτα πριν την συνάντησή σας, αγνοούσες ακόμα και την ύπαρξη τους. Οπότε έχω σχεδιάσει από τώρα τις διακοπές μου για το επόμενο καλοκαίρι. Περιλαμβάνουν backpacking. Ο προορισμός είναι σχεδόν αδιάφορος.