20 καρέ από τη θρυλική τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004
Αναγνωρίζεται ως η καλύτερη τελετή έναρξης στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων: ένα ταξίδι γεμάτο με σύμβολα, μυθολογικές μορφές και ελληνικότητα που όσοι έζησαν θα θυμούνται για πάντα.
- 11 ΑΥΓ 2024
Το γεγονός της συμπλήρωσης είκοσι χρόνων απ’ την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα οδηγεί στη μάλλον σοκαριστική αλλά αληθινή διαπίστωση ότι ζει ανάμεσά μας κόσμος που δεν έχει ιδέα για τη φρενίτιδα εκείνου του καλοκαιριού, είτε επειδή δεν είχε γεννηθεί ακόμα, είτε επειδή δεν έχει καθαρές αναμνήσεις.
Δεν θυμούται, για παράδειγμα, το στάδιο του ΟΑΚΑ, καλυμμένο με νερό, να το διασχίζει συμβολικά ένα καραβάκι με μοναδικό επιβάτη ένα μικρό χαμογελαστό αγόρι, ούτε την τεράστια δάδα που «έσκυψε» για το θεαματικό άναμμα της φλόγας από τον Νίκο Κακλαμανάκη, ούτε το κοριτσάκι που την έσβησε στην τελετή λήξης και το ατυχές γλίστρημα του Σάκη Ρουβά που πέρασε στην ιστορία.
Είναι δύσκολο έως αδύνατο να περιγράψεις με όρους θριάμβου το κλίμα της διοργάνωσης σε γενιές που ήρθαν αντιμέτωπες μονάχα με τη δεύτερη πλευρά του νομίσματος, τους υπέρογκους λογαριασμούς και τις χαμένες ευκαιρίες που οδήγησαν στην οικονομική κατάπτωση της χώρας.
Ωστόσο, μόνο με όρους θριάμβου θα μπορούσε να περιγραφεί η στιγμή που ακούγεται από τα μεγάφωνα η φράση «Ολυμπιακοί Αγώνες, καλώς ήρθατε στο σπίτι σας», όσο μια πομπή σημαίνει την έναρξη της τελετής, χτυπώντας αργά 28 φορές, όσες ακριβώς δηλαδή και οι Ολυμπιάδες οι οποίες είχαν μεσολαβήσει από το 1896 και την τελευταία φορά που η Αθήνα υπήρξε διοργανώτρια πόλη.
Τελικά, τα είχε όντως καταφέρει.
Ένα κράτος τόσο μικρό όσο το καραβάκι που διέσχιζε τα νερά στο ΟΑΚΑ, το μικρότερο κράτος το οποίο είχε αναλάβει ποτέ τη διοργάνωση της μεγάλης αθλητικής φιέστας, να φέρνει εις πέρας την αποστολή.
Λίγο έλειψε να εξελιχθεί σε φιάσκο. Είχαν χαθεί τρία ολόκληρα χρόνια από την προετοιμασία λόγω χαρακτηριστικών καθυστερήσεων και οι ρυθμοί είχαν εξελιχθεί σε πυρετώδεις για να είναι όλες οι εγκαταστάσεις έτοιμες δύο μήνες πριν την έναρξη των Αγώνων.
Υπήρχε έντονος φόβος τρομοκρατικού χτυπήματος, με ζωντανή τότε την εικόνα των Δίδυμων Πύργων να καταρρέουν. Και λίγο πριν σημάνει μηδέν η αντίστροφη μέτρηση, είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο με τον Κώστα Κεντέρη και την Κατερίνα Θάνου που εξαφανίστηκαν από το Ολυμπιακό Χωριό σε αιφνιδιαστικό έλεγχο ντόπινγκ.
Όλα αυτές οι δυσάρεστες και διστακτικές σκέψεις εξανεμίστηκαν το βράδυ της 13ης Αυγούστου του 2004, όταν η χώρα αισθάνθηκε τα φώτα όλου του πλανήτη στραμμένα επάνω της, στη γενέτειρα των Αγώνων, και την ομολογουμένως συγκλονιστική τελετή την οποία είχε σκηνοθετήσει ο avant-garde χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου, απολαμβάνοντας ολόκληρους διθυράμβους από τους θεατές.
«Απίστευτο», «εντυπωσιακό», «μοναδικό», «μαγευτικό», «μεγαλοπρεπές» ήταν μερικοί μόνο από τους αποθεωτικούς τίτλους που χτυπήθηκαν στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου την επομένη, κάνοντας λόγο για την καλύτερη τελετή έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων στην ιστορία.
Στεφανωμένη από την εντυπωσιακή γέφυρα του Καλατράβα στο ΟΑΚΑ, το στάδιο-έμβλημα για τη «νέα Αθήνα» που κυοφορείται (πρόκειται για μια περίοδο πυρετώδους ανάπτυξης της πρωτεύουσας, με τα εντυπωσιακά ολυμπιακά ακίνητα, τη λειτουργία του μετρό κ.ά., όπου το κυρίαρχο αφήγημα είναι η γέννηση μιας «νέας Ελλάδας» με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, όπως είχε επισημάνει στον λόγο της η πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων, Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη), η τελετή επεφύλασσε ένα θεαματικό ταξίδι τεσσάρων ωρών, για το μαζικό κοινό των 72.000 παρευρισκόμενων όσο και των αμέτρητων τηλεθεατών.
Ένα ταξίδι γεμάτο με σύμβολα, μυθολογικές σκηνές και ελληνικότητα. Η γιγαντιαία ελιά στο κέντρο του λαμπερού σταδίου, τα μπουζούκια και το συγκινητικό ζεϊμπέκικο του Σταύρου Ξαρχάκου, ο μινωικός Μινώταυρος, το θέατρο της κλασικής εποχής, οι κούροι και οι κόρες, οι ζωφόροι του Φειδία, οι Κένταυροι και τα Ταυροκαθάψια, το θέατρο της Επιδαύρου και ο θεός Έρωτας να αιωρείται ήταν μερικά από τα κομμάτια του κομψού, πολυεπίπεδου σκηνοθετικού παζλ που είχε σχεδιάσει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου (και έντυσε με μουσική του Μάνου Χατζηδάκι), ισορροπώντας ανάμεσα στην έξαρση της εθνικής υπερηφάνειας και την ανάδειξη των ουσιαστικών στοιχείων που συνθέτουν την ελληνικότητα και τη Μεσόγειο, γενικότερα. Ήταν μια γέφυρα από την αρχαία στη σύγχρονη εποχή.
«Το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας μεταμορφώθηκε σ’ ένα ιαματικό κέντρο για τη θεραπεία της ελληνικής κουλτούρας της καταδίωξης», έγραψαν οι New York Times. Τα πρόσωπα που έπιανε κάθε τόσο στα πλάνα η κάμερα μετέφεραν τη δική τους εκδοχή από την ίδια πραγματικότητα: χαρά, συγκίνηση, δάκρυα, πανηγυρισμοί, ικανοποίηση, φως.
Κορυφαία στιγμή της τελετής έναρξης, το άναμμα της φλόγας από τον Νίκο Κακλαμανάκη. Μέχρι την τελευταία στιγμή, είχε παραμείνει μυστικό ποιος θα ήταν ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος που θα είχε την ύψιστη τιμή να ανάψει τον βωμό στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ο ολυμπιονίκης της ιστιοπλοΐας εισήλθε στο στάδιο με κουκούλα, αυξάνοντας την αγωνία κατακόρυφα μέχρι να αναγνωριστεί η ταυτότητά του. Πέρασε ανάμεσα από τους αθλητές που ήταν συγκεντρωμένοι στον αγωνιστικό χώρο και έφτασε κάτω από το επιβλητικό βωμό. Τότε, ο βωμός άρχισε να κατεβαίνει μηχανικά προς τον ολυμπιονίκη, ο οποίος άναψε τη φλόγα που θα έκαιγε για όλη τη διάρκεια των Αγώνων.
Ξεχωριστή θέση στη διάρκεια της τελετής είχαν δύο ονόματα του μουσικού στερεώματος που τότε βρίσκονταν στο απόγειό τους. Ο πρώτος ήταν ο Dj Tiesto, αναγνωρισμένος για δεύτερη χρονιά τότε ως ο καλύτερος παραγωγός ηλεκτρονικής μουσικής στον κόσμο, και η μαγευτική Björk, στην οποία είχε ζητήσει ο Παπαϊωάννου να ερμηνεύσει ένα ειδικό για την περίσταση τραγούδι που θα εξυμνεί την έννοια της ενότητας.
Η εικόνα της Ισλανδής να ερμηνεύει το “Oceania” πάνω από τα νερά του ΟΑΚΑ, ντυμένη με ένα υπέροχο φόρεμα της Σοφίας Κοκοσαλάκη, ήταν από τα σύμβολα της τελετής που αναπαρήχθησαν περισσότερο. Τα δύο ονόματα, μαζί με τα εντυπωσιακά εφέ και τη χρήση της τεχνολογίας, έδειχναν το σύγχρονο πρόσωπο της χώρας.
Αλλά, για να επιστρέψουμε στην αρχή του κειμένου, τίποτα δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με όσα συνέβαιναν το ίδιο βράδυ εκτός του σταδίου με την επιβλητική κρεμαστή γέφυρα.
Όσα συνέβαιναν στους πλημμυρισμένους από τους πανηγυρισμούς και τις σημαίες δρόμους, στις πλατείες, στα καφενεία, στα φαγάδικα, στις παρέες. Η Ελλάδα ζούσε το όνειρο, ενώ ακόμη δεν είχε ξυπνήσει από το προηγούμενο, τη θριαμβευτική κατάκτηση του Euro.
Η Ελλάδα βρισκόταν στο επίκεντρο και ίσως για τελευταία φορά που ήταν για καλό.