Αδερφές Παπέν: Οι υπηρέτριες που έσφαξαν τα αφεντικά τους
- 2 ΜΑΡ 2024
Το ημερολόγιο έγραφε 2 Φεβρουαρίου 1933 όταν ο Ρενέ Λανσελέν ετοιμαζόταν μετά το γραφείο να πάει σε ένα φιλικό σπίτι για δείπνο. Εκεί θα τον συναντούσαν η γυναίκα και η κόρη του, μόνο που οι δύο γυναίκες δεν θα έφταναν ποτέ στο τραπέζι.
Ο συνταξιούχος δικηγόρος βρήκε το σπίτι του κλειδωμένο όταν επέστρεψε και δεν μπορούσε να μπει μέσα. Έτσι, κάλεσε την αστυνομία και το θέαμα που αντίκρισαν μόλις μπήκαν μέσα, μόνο αποτρόπαιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Η μαντάμ Λανσελέν και η κόρη της είχαν δολοφονηθεί με τον χειρότερο τρόπο, ενώ στον πάνω όροφο η Κριστίν και η Λέα Παπέν, οι δύο υπηρέτριες της οικογένειας κοιμόνταν στο ίδιο κρεβάτι γυμνές.
Όπως ήταν φυσικό, οι δύο γυναίκες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο κρατητήριο. Η κοινή γνώμη της Γαλλίας είχε πια στραμμένη την προσοχή της στις αδερφές Παπέν και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τις οδήγησε στο έγκλημα.
Τι έγινε το βράδυ της 2ας Φεβρουαρίου στο σπίτι των Λανσελέν
Οι αδερφές Παπέν είχαν πιάσει δουλειά ως εσωτερικές υπηρέτριες στο σπίτι των Λανσελέν το 1926. Στην αρχή όλα έμοιαζαν να κυλάνε ρόδινα. Μάλιστα, οι δύο γυναίκες είχαν τέτοια αδυναμία στην αφεντικίνα τους που άρχισαν να την αποκαλούν «μαμά». Φαίνεται όμως, πως και εκείνη έτρεφε ωραία συναισθήματα για εκείνες, αφού τους είχε παραχωρήσει μέχρι και δωμάτιο με δικό τους μπαλκόνι. Κάτι εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή.
Κάποιος εξωτερικός παρατηρητής θα έλεγε πως η οικογένεια συμπεριφερόταν πολύ καλά στα δύο κορίτσια. Έτρωγαν το ίδιο φαγητό, ζούσαν σε ένα θερμαινόμενο δωμάτιο και πληρώνονταν καλά για τα δεδομένα της εποχής. Και η Κριστίν με τη Λέα όμως έμοιαζαν ιδανικές υπηρέτριες.
Ωστόσο, δεν ήταν όλα καλά στο σπιτικό του Λανσελέν, καθώς οι αδερφές είχαν μια περίεργη σχέση με τους εργοδότες τους. Για παράδειγμα, καμία από τις δύο δεν είχε μιλήσει ποτέ με τον Ρενέ Λανσελέν στα επτά χρόνια που δούλευαν εκεί.
Οι αδερφές έπαιρναν εντολές μόνο από τη σύζυγό του, αλλά και αυτές δίνονταν μόνο μέσω γραπτών οδηγιών. Η Λεονί ήταν μια γυναίκα που απαιτούσε την τελειότητα, καθώς έκανε τακτικά «δοκιμές λευκών γαντιών» στα έπιπλα για να επιβεβαιώσει ότι είχαν ξεσκονιστεί καλά, ενώ μετά από λίγο καιρό άρχισε να γίνεται και βίαιη με τις αδερφές Παπέν και να τις χτυπά αν έκαναν το παραμικρό λάθος.
Την ημέρα της δολοφονίας η Μαντάμ Λανσελέν επέστρεψε σπίτι με την κόρη της στο σπίτι το βρήκε μυστηριωδώς βυθισμένο στο σκοτάδι. Κατηγόρησε γι΄ αυτό τις αδερφές Παπέν και άρχισε να τους φωνάζει. Ήταν τότε που η Κριστίν και η Λέα επιτέθηκαν στις εργοδότριές τους, χτυπώντας τα κεφάλια τους με δύναμη στο πάτωμα, ενώ τους έβγαλαν τα μάτια με τα ίδια τους τα δάχτυλα και τις ακρωτηρίασαν. Ο αποτροπιασμός όμως δεν σταματά εκεί, καθώς μετά τεμάχισαν και μαγείρεψαν τις σορούς τους.
Η ομολογία και το δικαστήριο
Οι αδερφές Παπέν ομολόγησαν αμέσως την ενοχή τους και το μόνο που ζήτησαν είναι να μεταφερθούν στην ίδια φυλακή, κάτι που δεν έγινε δεκτό από το δικαστήριο.
Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι οι αδερφές ήταν προσωρινά παράφρονες κατά τη διάρκεια της δολοφονίας. Ανέφεραν έναν ξάδερφο τους που πέθανε σε άσυλο, έναν παππού επιρρεπή σε βίαιες επιθέσεις θυμού και έναν θείο που είχε αυτοκτονήσει ως απόδειξη κληρονομικής διάθεσης προς την παραφροσύνη.
Οι ειδικοί ψυχολόγοι υποστήριξαν αργότερα ότι οι αδερφές Παπέν υπέφεραν από folie à deux (κοινή ψύχωση). Τα συμπτώματα της κοινής παρανοϊκής ψύχωσης περιλαμβάνουν άκουσμα φωνών, φόβο καταδίωξης και ικανότητα υποκίνησης βίας σε αντιληπτή αυτοάμυνα ενάντια σε φανταστικές απειλές καθώς και ακατάλληλες εκφράσεις σεξουαλικότητας.
Όσοι πάσχουν από παράνοια συχνά επικεντρώνονται σε μια μητρική φιγούρα ως διώκτη, και σε αυτή την περίπτωση, ο διώκτης ήταν η κυρία Λανσελέν. Σε μια τέτοια κατάσταση, το ένα μισό του ζευγαριού συχνά κυριαρχεί στο άλλο, όπως η Κριστίν κυριάρχησε στη Λέα. Η παρανοϊκή σχιζοφρένεια μπορεί να είναι δύσκολο να διαγνωστεί, καθώς το άτομο που υποφέρει από αυτή μπορεί να συμπεριφέρεται αρκετά φυσιολογικά, κάτι που φαίνεται πως έκαναν και οι αδερφές στο δικαστήριο.
Η Κριστίν αρχικά καταδικάστηκε σε θάνατο στην γκιλοτίνα, αλλά η ποινή της μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η Λέα από την άλλη που θεωρήθηκε χαμηλότερης νοημοσύνης, καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια καταναγκαστική εργασία, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι ήταν υποχείριο της αδερφής της.
Οι αδερφές Παπέν πριν τους Λανσελέν
Τα δύο κορίτσια μεγάλωσαν με μια αδιάφορη μητέρα και έναν αλκοολικό και βίαιο πατέρα που είχε βιάσει τη μεγαλύτερη αδερφή τους, Αιμιλία, όταν εκείνη ήταν μόλις δέκα ετών. Όταν η Αιμιλία αποκάλυψε τον βιασμό της, η μητέρα της αντί να τη στηρίξει την έστειλε να ζήσει σε μοναστήρι, σαν «τιμωρία» επειδή πίστευε ότι το ανήλικο κορίτσι είχε αποπλανήσει τον πατέρα του.
Αυτό βέβαια φαίνεται πως έσωσε τη νεαρή κοπέλα, καθώς έγινε καλόγρια και έζησε μακριά από την υπόλοιπη οικογένεια. Οι τρεις αδελφές υπέστησαν τρομερή κακοποίηση καθ ‘όλη τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας και παρόλο που τα κορίτσια είχαν αρκετές ηλικιακές διαφορές, η Κριστίν και η Λέα ήταν πολύ κοντά.
Η Κριστίν και η Λέα πέρασαν κάποιο διάστημα σε ιδρύματα ως αποτέλεσμα της διάλυσης του γάμου των γονιών τους. Καθώς μεγάλωναν, εργάζονταν ως υπηρέτριες σε διάφορα σπίτια του Λε Μαν, προτιμώντας, όποτε είναι δυνατόν, να δουλεύουν μαζί.
Μετά την καταδίκη τους, η Κριστίν εκδήλωσε οξεία σημάδια τρέλας και διακαή πόθο για την αδελφή της. Έγινε σοβαρά καταθλιπτική και συχνά αρνιόταν να φάει. Μεταφέρθηκε σε ένα ψυχιατρικό άσυλο στη Ρεν, όπου πέθανε από καχεξία («μαρασμό») στις 18 Μαΐου 1937. Η Λέα από την άλλη αποφυλακίστηκε το 1943, αφού η ποινή της μειώθηκε σε οκτώ χρόνια λόγω καλής διαγωγής. Στη συνέχεια, ζούσε στην πόλη της Νάντης, όπου ενώθηκε με τη μητέρα της και βιοποριζόταν ως καμαριέρα ξενοδοχείου, υιοθετώντας μια ψεύτικη ταυτότητα.