Ακροδεξιοί εναντίον ακροδεξιών: Το διπλό φονικό στη Μάνη για μια παρτίδα αναβολικών
7 χρόνια από τη μέρα που δύο bodybuilders έπεσαν νεκροί για 800 ευρώ.
- 17 ΙΟΥΛ 2021
Είναι 1.30 τα ξημερώματα και ο bodybuilder, Κώστα Σγούρος, θα ανακοινώσει στην παρέα του ότι πρέπει να φύγει για «μία δουλειά». Βρίσκεται σε μια καφετέρια στην Καρδαμύλη και δείχνει να περνάει καλά, όμως η «δουλειά» προηγείται. Μαζί του προς την Καλαμάτα θα πάρει και τον δεκανέα Γιάννη Κομμάτη, ο οποίος βρίσκεται στη Μάνη για διακοπές και όπως κι εκείνος, δεν έχει ιδέα ότι το ραντεβού τους, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία καλοστημένη παγίδα.
14 Αυγούστου 2014. Κανείς απ’ τους δύο δεν θα έχει γυρίσει μέχρι το πρωί στο σπίτι του. Οι γονείς του 25χρονου Σγούρου θα ανησυχήσουν και θα ενημερώσουν τους γονείς, αλλά και τη σύζυγο του επαγγελματία οπλίτη. Ούτε κι αυτοί θα καταφέρουν να έρθουν σε επικοινωνία μαζί του. Υπό τον φόβο ότι οι δύο άντρες θα μπορούσαν να έχουν πέσει θύματα τροχαίου -η διαδρομή στην περιοχή είναι αρκετά δύσκολη σε κάποια σημεία του δρόμου- οι συγγενείς θα δηλώσουν την εξαφάνισή τους στο Αστυνομικό Τμήμα της Καλαμάτας. Σύντομα θα ξεκινήσουν έρευνες στις οποίες θα συμμετάσχουν και δύο ειδικά εκπαιδευμένοι άντρες της 1ης ΕΜΑΚ που έφτασαν από την Ελευσίνα μαζί με έναν εκπαιδευμένο σκύλο.
Θα γίνουν έρευνες στα δεκάδες επικίνδυνα σημεία του δρόμου Καλαμάτας-Καρδαμύλης, όμως τη λύση θα τη δώσει το τηλεφώνημα που είχε κάνει ο Σγούρος στην παρέα του πίσω στην Καρδαμύλη, προκειμένου να ενημερώσει ότι «θα αργήσουν». Μέσα από το στίγμα του κινητού του, οι άντρες των ΕΜΑΚ θα καταφέρουν να εντοπίσουν το επόμενο απόγευμα τα πτώματα των δύο φίλων, πεταμένα κάτω από μια γέφυρα, εκεί όπου οι ντόπιοι πετούν τα νεκρά ζώα, για να τα φάνε τα αγριογούρουνα και τα τσακάλια. Όμως δεν ήταν η πτώση που τους σκότωσε. Η μηχανή τους δεν βρίσκεται εκεί κοντά και ο ιατροδικαστής θα διαπιστώσει ότι τους είχαν πυροβολήσει με κυνηγετικό όπλο, τουλάχιστον επτά φορές, δίνοντάς τους μάλιστα και τη χαριστική βολή.
Η λύση στο μυστήριο δεν θα αργήσει, οι δολοφόνοι δεν θα καταφέρουν να μείνουν κρυμμένοι για καιρό.
Μια μαρτυρία για ένα σκουρόχρωμο αγροτικό φορτηγάκι χωρίς πίσω πόρτα που κυκλοφορούσε ύποπτα τη νύχτα του φόνου, θα φτάσει στην αστυνομία. Η ιδιοκτήτρια του θα εντοπιστεί εύκολα. Σε όλη την περιοχή υπήρχε μόνο ένα τόσο χαρακτηριστικό φορτηγάκι και ήταν παρκαρισμένο στον Κάμπο Αβίας. Η γυναίκα θα αποκαλύψει ότι το φορτηγάκι το οδηγεί και ο γιος της, ο Παναγιώτης, ο οποίος μόλις είχε ενηλικιωθεί. Ο 18χρονος θα προσαχθή στην Ασφάλεια, θα αρνηθεί τα πάντα αλλά το κινητό του θα «μιλήσει». Θα ομολογήσει και θα σοκάρει ακόμη περισσότερο την τοπική κοινωνία, καταδεικνύοντας τον συνεργό του. Πρόκειται για έναν συνομήλικό του, φίλο του, που δεν θα έχει άλλη επιλογή απ’ το να παραδεχτεί τα πάντα.
Πώς έφτασαν όμως δύο 18χρονοι να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τους δύο άντρες;
Ο Παναγιώτης Μήτσος και ο Νίκος Μοσχανδρέου έκαναν παρέα για σχεδόν τρία χρόνια πριν τη δολοφονία και αυτό που τους ένωνε ήταν «η κοινή τους πορεία στο χώρο της βελτίωσης της σωματικής διάπλασης τους, μέσα από τα γυμναστήρια», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά το παραπεμπτικό τους βούλευμα.
Οι δυο φίλοι «κατά την προσπάθειά τους να επιτύχουν το παραπάνω αποτέλεσμα απευθύνονταν σε οργανωμένους χώρους γυμναστηρίων της πόλης της Καλαμάτας». Σε ένα απ’ αυτά τα γυμναστήρια, γνώρισαν και τον Σγούρο, «ο οποίος ήταν ένα άτομο με ιδιαίτερα μεγάλη σωματική διάπλαση και ρώμη, που ανέλαβε να τους χορηγεί αναβολικά στεροειδή, για να επιταχύνουν το επιθυμητό αυτό αποτέλεσμα». Μάλιστα, σύμφωνα με τους δικαστές «μεταξύ του Μήτσου και του Σγούρου είχε αναπτυχθεί μια πιο στενή σχέση με τον κατηγορούμενο να αγοράζει ενέσιμα αναβολικά από το θύμα του έναντι τιμήματος 800 ευρώ».
Στο απολογητικό του υπόμνημα ο Μήτσος θα «συμπληρώσει» μάλιστα ότι σκοπός του Σγουρού ήταν να τους «καταστήσει έρμαιο των ουσιών, απολύτως εξαρτημένους από αυτές και σε τελική ανάλυση υποχείρια του ιδίου, διότι μόνον από αυτόν μπορούσαν να τις προμηθευτούν και αυτός καθόριζε ποιες ουσίες, με ποιο συνδυασμό και σε ποιες δοσολογίες έπρεπε να λαμβάνονται».
Και ένα τέτοιο πάρε-δώσε έγινε η αφορμή για το φονικό. Ο Μήτσος είχε παραγγείλει απ’ τον 26χρονο μία παρτίδα αναβολικών ουσιών, αξίας 800 ευρώ, η οποία όμως δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν να έχουν συχνούς διαπληκτισμούς, ακόμη και δημόσια, μέσα στο γυμναστήριο.
Οι δύο νεαροί αποφάσισαν να σκοτώσουν τον 26χρονο bodybuilder και προκειμένου να καταφέρουν να τον απομονώσουν, του είπαν ότι ήθελαν να του δείξουν ένα αυτοκίνητο που μπορεί και να τον ενδιέφερε. Ένα πειραγμένο Audi S3, το οποίο για να του το δείξουν έπρεπε να τους ακολουθήσει στο σημείο που θα του υποδείκνυαν.
Το βράδυ της δολοφονίας του, ο Σγούρος πήρε μαζί του τον 26χρονο οπλίτη και ξεκίνησαν με τη μηχανή του, ένα κόκκινο “Piaggio Beverly”, για το σημείο όπου είχε κανονίσει να βρεθεί με τους δύο 18χρονους, το πάρκο του Αλμυρού. Εκείνοι με τη σειρά τους, τους περίμεναν μέσα σε ένα αγροτικό φορτηγάκι με αναμμένα φώτα και οπλισμένοι. Τους είπαν ξανά το παραμύθι περί της υπάρξεως κλεμμένου αυτοκινήτου, και με το πρόσχημα ότι ήταν κρυμμένο και προστατευμένο στην απομονωμένη περιοχή των Αλτομυρών, τους ζήτησαν να τους ακολουθήσει.
Οι τέσσερις άνδρες έφτασαν στο ερημικό σημείο. Επειδή το μηχανάκι δεν μπορούσε να συνεχίσει στο χωματόδρομο όπου δήθεν βρισκόταν το αυτοκίνητο, κατέβηκαν από τα οχήματά τους και άρχισαν να περπατάνε μαζί. Το κλίμα ήταν τεταμένο καθώς ο 26χρονος αρχισε να υποψιάζεται ότι τον κορόιδευαν και τότε συνέβη το -προμελετημένο- κακό.
Στο βούλευμα περιγράφεται καρέ-καρέ το σκηνικό της δολοφονίας: «Όταν λοιπόν ο 2ος των κατηγορουμένων (σ.σ. Μοσχανδρέου) όπλισε την κυνηγετική καραμπίνα κινήθηκε προς την πλευρά του 1ου των κατηγορουμένων (σ.σ. Μήτσου) και των θυμάτων, γνωρίζοντας ότι στην γύρωθεν περιοχή υπήρχε επαρκής φωτισμός, λόγω του φεγγαριού, που φώτιζε την περιοχή, συνεπικουρούμενος όμως σε σημαντικό βαθμό και από την τεχνική εκπομπή των φώτων του ως άνω οχήματος, που εσκεμμένα άφησαν ανοιχτά οι κατηγορούμενοι (…) ο 2ος εξ’ αυτών, μόλις συνειδητοποίησε ότι ο συγκατηγορούμενός του αποσχίστηκε από την παρέα των θυμάτων και ότι δεν κινδύνευε άρχισε να πυροβολεί αδιάκριτα, κινούμενος προς την πλευρά τους και μάλιστα, όταν εξαντλήθηκαν τα πρώτα φυσίγγια, γέμισε εκ νέου την καραμπίνα, με τα φυσίγγια, που κρατούσε στα χέρια του».
Αμέσως μετά, ο 18χρονος όπλισε ξανά το όπλο και τους έριξε στο κεφάλι τις χαριστικές βολές. Ήρεμοι, ανέβασαν τα πτώματα στην καρότσα, τους έδεσαν με σχοινί τα πόδια και όταν έφτασαν στην γέφυρα «Κοσκάρακα», τους πέταξαν από κάτω, αφού πρώτα αφαίρεσαν τα τσαντάκια που είχαν στη μέση τους, «επιδιώκοντας να εξαφανίσουν τα στοιχεία της ταυτότητας».
Μετά τη δολοφονία έπλυναν το φορτηγάκι και εγκατέλειψαν το δίκυκλο του Σγούρου στο πάρκινγκ ενός ξενοδοχείου, αφού πρώτα του έβγαλαν τις πινακίδες.
Από τις απολογίες τους, προέκυψε ότι ο επαγγελματίας Γιάννης Κομμάτης ήταν «παράπλευρη απώλεια», δεν είχαν σκοπό εξ αρχής να τον δολοφονήσουν, καθώς δεν είχε κάποια σχέση με την υπόθεση. Όμως η δολοφονία τους απασχόλησε την κοινή γνώμη και για έναν ακόμη λόγο.
Όταν άρχισαν να έρχονται στο φως φωτογραφίες των θυμάτων με τα γυμνασμένα τους σώματα, καλυμμένα από τατουάζ, προκάλεσαν εντύπωση τα συνθήματα και τα σχήματα που παρέπεμπαν ευθέως στον ακροδεξιό χώρο, με αποκορύφωμα φυσικά τη σβάστικα. Αργότερα, σε νέες φωτογραφίες, μία σβάστικα θα φανεί και στο χέρι του ενός απ’ τους δύο δολοφόνους. Τα «σημάδια» αυτά και η σχέση γυμναστηρίων-αναβολικών-ακροδεξιάς, κάτι που όλοι υποπτεύονταν τότε, την εποχή που η φασιστική Χρυσή Αυγή ακόμη ήταν δυνατή, θα κυριαρχήσουν στον δημόσιο λόγο.
Οι δύο νεαροί προφυλακίστηκαν στις φυλακές Αυλώνα. Τον Ιανουάριο του 2016 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Γυθείου, θα τους αναγνωριστεί το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και θα καταδικάσει τον πρώτο σε ποινή κάθειρξης 31 ετών για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και παράνομη οπλοχρησία και τον δεύτερο σε ποινή κάθειρξης 30 ετών για άμεση συνέργεια στην ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοφορία. Η είδηση είανι ότι θα αποφύγουν τα ισόβια.
«Σεβόμαστε την απόφαση, είναι αυστηρή, αλλά για εμάς δεν είναι η πρέπουσα και γι’ αυτό θα προσφύγουμε στον εισαγγελέα εφετών για να επαναληφθεί το δικαστήριο», θα πει ο δικηγόρος της οικογένειας Σγούρου, Πέτρος Μαντούβαλος.
Ο Παναγιώτης Μήτσος θα οδηγηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού και μετά από λίγους μήνες θα αρχίσει να παίρνει άδειες λίγων ωρών για το ΤΕΙ Πληροφορικής όπου φοιτούσε, φορώντας ηλεκτρονικό «βραχιόλι». Αντίστοιχα και ο Νίκος Μοσχανδρέου θα αρχίσει να παρακολουθεί μέσα από τις φυλακές Μαλανδρίνου τα μαθήματα του τμήματος μηχανικών του ΤΕΙ.