“Αν δεν τον σκότωνα, θα αυτοκτονούσα”: Ο πατέρας που σκότωσε τον φονιά του γιου του
- 9 ΜΑΙ 2020
Στα βάθη της ιστορίας του νησιού γεννήθηκαν βεντέτες που στιγμάτισαν τον τόπο με δεκάδες θύματα και ένα βουβό πόνο. Μία από αυτές, αφορά στις οικογένειες Σαρτζετάκη και Πενταράκη στα Χανιά, η οποία έληξε όταν ο Χρήστος Σαρτζετάκης ψηφίστηκε για πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον ‘εχθρό’ του, βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Πεντάρης, το 1985. Υπολογίζεται ότι από το 1941 έως το 1956 εξαιτίας της βεντέτας, η οποία σύμφωνα με το θρύλο άρχισε από ένα ‘ζήτημα τιμής’, χάθηκαν 140 θύματα, όλοι άνδρες, μεταξύ αυτών και παιδιά. Κάθε δολοφονία Σαρτζετάκη ή Πενταράκη αποδιδόταν στην αντεκδίκηση των δύο οικογενειών και οι ‘τίτλοι τέλους’ μπήκαν με τον πιο πολιτισμένο και ξεκάθαρο τρόπο.
Στην προκειμένη περίπτωση ο κόσμος δεν έζησε τη ‘μάχη’, τις απώλειες, τα παραλειπόμενα αυτής, πόσο μάλλον να παρακολουθήσει το θρήνο των δύο οικογενειών. Αντίθετα με την πιο χαρακτηριστική περίπτωση βεντέτας, ή για να ακριβολογούμε αντεκδίκησης, που συνέβη τον Δεκέμβριο του 1988 στον Πειραιά.
Δράστης ο 63χρονος Γιάννης Παπαδόσηφος, αγρότης από την Κρήτη και θύμα ο 37χρονος, επίσης Κρητικός, Γιάννης Βενιεράκης. Ο δεύτερος είχε σκοτώσει τον 28χρονο γιο του πρώτου, με αποτέλεσμα ο Παπαδόσηφος να πάρει εκδίκηση για το χαμό του παιδιού του μέσα σε μία δικαστική αίθουσα, μπροστά στα μάτια των δικαστών και όσων παρακολουθούσαν τη διαδικασία.
Πέντε χρόνια νωρίτερα, Αύγουστος του 1983, ο Γιάννης Βενιεράκης πυροβολεί και σκοτώνει τον Μανώλη Παπαδόσηφο μέσα σε μία καφετέρια στο Ρέθυμνο. Ξεκάθαρη εκδοχή για το έγκλημα δεν υπήρχε, οι δύο επικρατέστερες όμως ενέπλεκαν μία κοπέλα. Το φονικό ουσιαστικά σήμανε την αφετηρία ακόμα μίας κρητικής βεντέτας, αλλά ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις ουδείς γνωρίζει πότε αυτή θα αρχίσει.
Πέντε χρόνια μετά το περιστατικό και αφού ο δράστης έχει καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, έφτασε η ώρα της εκδίκασης της έφεσης που είχε υποβληθεί. Η δίκη σε δεύτερο βαθμό επρόκειτο να λάβει χώρα στα Χανιά, αλλά επειδή ακριβώς η βεντέτα ‘ήταν εκεί’, σαν την λάβα από το ηφαίστειο έτοιμη να ‘εκραγεί’, οι συνήγοροι του Βενιεράκη υπέβαλαν αίτημα αντί για τα Χανιά η υπόθεση να εκδικαστεί στο κακουργιοδικείο στον Πειραιά.
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 1988, η εκδίκαση βρίσκεται σε εξέλιξη, το κλίμα είναι ήρεμο και κανένας δεν μπορεί να φανταστεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ο 63χρονος πατέρας του θύματος, που παρακολουθούσε από τη θέση του τη διαδικασία, σηκώνεται αστραπιαία, πλησίασε τον δράστη και με αστραπιαίες κινήσεις τράβηξε από την τσέπη του το όπλο πυροβολώντας τον φονιά του παιδιού του έξι φορές. Ο Βενιεράκης πέφτει κάτω νεκρός, οι δικαστές σπεύδουν να κρυφτούν κάτω από τα έδρανα, άλλοι τρέχουν προς την έξοδο, οι δημοσιογράφοι που βρίσκονταν στην αίθουσα θέλουν να καταγράψουν κάθε στιγμή του μακελειού για να το αποτυπώσουν με τον γλαφυρό τρόπο των 80s, ενώ οι αστυνομικοί πέφτουν πάνω στον απεγνωσμένο πατέρα και τον αφοπλίζουν. “Κύριε πρόεδρε, ζητώ συγγνώμη, αλλά δίκασα μόνος τον φονιά του παιδιού μου. Αν δεν τον σκότωνα, θα αυτοκτονούσα”, πρόλαβε να ψελλίσει προτού απομακρυνθεί από το σημείο.
Η συνέχεια παίρνει δραματικές διαστάσεις. Στην κρατική τηλεόραση το θέμα ‘παίζει’ πρώτο στις ειδήσεις, ενώ ο φονιάς είναι το πρόσωπο της επικαιρότητας. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο ‘Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα’ του πολύπειρου δημοσιογράφου, Πάνου Σόμπολου, οι δημοσιογράφοι που βρέθηκαν στο αστυνομικό τμήμα του Πειραιά όπου μεταφέρθηκε ο Γιάννης Παπαδόσηφος, κατάφεραν να του πάρουν ολιγόλεπτη συνέντευξη και από τα λόγια του καταλαβαίνει κανείς την πλήρη συνείδηση της πράξεώς του. “Ερχόμουν για τη δίκη και σκεπτόμουν ότι αν μπορούσα θα τον σκότωνα. Τώρα πια ησύχασα, ήμουν άρρωστος και έγιανα. Τώρα να με εκτελέσουν δεν με ενδιαφέρει!”, έλεγε μπροστά στους δημοσιογράφους και τις τηλεοπτικές κάμερες.
Η περιγραφή της πράξης από πλευράς δράστη μαρτυρά ότι το περιστατικό καταγράφηκε στο μυαλό του σαν ταινία. Και είναι ο συγκλονιστικός επίλογος της ιστορίας: “Πρόσεξα να μη σκοτώσω κανέναν άλλον. Πήγα με το πιστόλι από πάνω του και του έπαιξα δύο πιστολιές. Όταν τον είδα ξαπλωμένο, του έπαιξα μερικές ακόμα έτσι για να ευχαριστηθώ. Το λέω και περηφανεύομαι!”
H Κρήτη δεν είναι μόνο αυτό. Η οπλοκατοχή, οι μπαλωθιές, οι βεντέτες, η νοοτροπία των σκληρών ανδρών που πρέπει να τιμήσουν τα ρούχα που φοράνε. Αλλά είναι και αυτό. Μπορεί στο πέρασμα των ετών η Κρήτη του ‘Παπαζήση’ και των μαυρόασπρων ελληνικών ταινιών να χάθηκε, αλλά το πρόβλημα δεν εξαφανίστηκε. Είναι εκεί, ‘χωμένο’ στα βουνά του πανέμορφου νησιού και διαιωνίζεται. Όχι γιατί ‘το κακό νικάει το καλό’, αλλά γιατί οι Κρητικοί δεν θέλουν ακόμα να παραδεχθούν ότι πολλοί εξ αυτών ‘κρύβουν’ το αίμα με το μανδύα της ‘υπερηφάνειας’. Κάθε περιστατικό, όπως το πρόσφατο στα Ανώγεια, θα ανοίγει τούτη την ατέρμονη συζήτηση μέχρι να εξαλειφθεί τελείως το πρόβλημα. Γίνεται να εξαλειφθεί; Ρητορικό το ερώτημα.