ΤΑΞΙΔΙ

Ας μιλήσουμε, επιτέλους, για τη Μύκονο

Το νησί που όλοι λατρεύουν και όλοι μισούν. Το ΟΝΕΜΑΝ πήρε το πλοίο για εκεί και τώρα παίρνει και θέση.

Αν προσπαθήσεις να μετρήσεις τις λέξεις που έχουν γραφτεί για τη Μύκονο στα Media αυτού του τόπου, πιθανότατα θα φτάσεις σε έναν αριθμό, ανάλογο με το χρέος της Ελλάδας προς τρίτους. Από την άλλη, στο ΟΝΕΜΑΝ, με το ζόρι θα βρεις την Ελίνα Καντζά να λέει στον Χρήστο Χατζηιωάννου τις καλύτερες παραλίες του νησιού και κάπου μπορεί να έχει πετάξει καμιά κουβέντα για “το Νησί” η Ελιάνα Χρυσικοπούλου. Λίγα πράγματα δηλαδή. Μετρημένα.

Βέβαια, η Μύκονος είναι ένα νησί που προκαλεί πάθη σε αρκετούς αναγνώστες. Αν το να γράψει ο Δημητρόπουλος “τις 14 συνδρομές που πρέπει να έχει ένας άντρας” προκάλεσε τόσα σχόλια για το ποιόν μας, για τις καταβολές μας, για τις περιοδικίστικες λογικές μας, σκέψου τι θα προκαλούσε ένα κείμενο “τα 20 hot spots της Μυκόνου” Ιούνιο μήνα. Ακόμη ξύλο θα τρώγαμε. Γιατί η Μύκονος από τα τόσα χρόνια καριέρας στα Lifestyle Media, τις εποχές των παχιών ελληνικών αγελάδων, ξεχείλωσε τα νεύρα όσων δεν ήθελαν να πηγαίνουν αλλά και αυτών που πήγαν, είδαν, αλλά δεν άντεξαν από την υπέρμετρα illustration εικόνα της.

Το χειρότερο “δήθεν”, ωστόσο, δεν είναι αυτό που βγάζει το ίδιο το νησί σε κάποια σημεία του, όπως η Ψαρού για παράδειγμα που έχει από ρεζερβέ ξαπλώστρα, μέχρι ρεζερβέ μπάλες παγωτού. Είναι αυτό που λένε οι “εχθροί” της, μόνο και μόνο για να διαφοροποιηθούν, να μην φανεί ότι τους αρέσει η Μύκονος, να μην παρεξηγηθούν ότι κουβαλάνε μεγάλο πορτοφόλι σε περίοδο κρίσης και δηλώνουν υπέρμαχοι εναλλακτικών επιλογών. Στο ΟΝΕΜΑΝ, δεν αποφύγαμε τις λέξεις για τη Μύκονο, επειδή θέλαμε να το παίξουμε αλλιώς. Απλώς, δεν είμαστε φανατικοί της, δεν ζούμε με την άποψη ότι είναι το μοναδικό νησί στην Ελλάδα και όλα τα συναφή.

 

Στα 30, νηφάλιος, την κρίνεις αυστηρά (και δίκαια)

Πριν το τελευταίο ταξίδι στη Μύκονο, είχα περιορισμένες αναμνήσεις από αυτήν. Κάτι σκόρπιες, μεθυσμένες στιγμές στο Cavo και στα σοκάκια της χώρας, σε ηλικία 18 ετών, όπου το να πας στο νησί των ανέμων, σου φαίνεται ως την επιβεβαίωση ότι μεγάλωσες, αν και στην πραγματικότητα δεν έχεις μεγαλώσει, αλλά απλώς επηρεαστεί από το περιβάλλον Lifestyle της εποχής. Και δεν βλέπεις τίποτα. Ούτε σε παραλίες πας, ούτε τρως κανονικά, ούτε ξέρεις από αγορές και έλεγχο τιμών, τίποτα.

Στη συνέχεια, ένα επαγγελματικό ταξίδι 4 ημερών, με όλα πληρωμένα, είναι μια ακόμη κακή τεχνική για να αποκτήσεις άποψη για τη Μύκονο. Το τσάμπα θα είναι πάντα πιο γλυκό από το καλύτερο προφιτερόλ, οπότε εκεί την αποθεώνεις. Τρως καλά, πίνεις καλά, μένεις ακόμη καλύτερα, δεν πληρώνεις τίποτα. Αλλά και πάλι δεν θυμάσαι τίποτα.

Οπότε, φτάνει μια στιγμή που αποφασίζεις να πας εκεί συνειδητά. Με απόφαση. Ζευγαρωτός και όχι με τους ταλιμπάν φίλους σου, που δεν ξέρουν που είναι ο Άγιος Σώστης, γιατί στις 14.00 που ξυπνάνε, που να τρέχουν τώρα χωρίς ξαπλώστρες και άλλες beach ανέσεις. Και εκεί, όντας 30, όχι 18, αλλά ούτε και 45-50 με πουλόβερ στον ώμο, βλέπεις τη Μύκονο, τη δοκιμάζεις, την τεστάρεις και βγάζεις το συμπέρασμά σου.

Ποιο είναι το συμπέρασμα

Το συμπέρασμα είναι, ότι πρόκειται για ένα πολύ ωραίο μορφολογικά νησί. Χωρίς βουνά για να κάνουν πιο εύκολα βόλτες τα μποφόρ, μικρό ώστε να μη θες πολλές βενζίνες και ταλαιπωρίες, με περίπου 20 παραλίες, όλες άνω του 7 και με κάποιες (όπως ο Άγιος Σώστης, η Αγία Άννα στον Καλαφάτη) να ξεπερνούν το 8 και να πλησιάζουν το 9. Όχι, όμως, δεν έχει τις καλύτερες παραλίες στην Ελλάδα. Έχει σίγουρα τις πιο οργανωμένες, αλλά όχι τις καλύτερες.

 

Μάλιστα, αυτό το οργανωμένες συνοδεύεται από ένα τουλάχιστον καλό μαγαζί για φαγητό σε κάθε παραλία, ATM σε όλες τις περιοχές, γενικώς η Μύκονος λειτουργεί υποδειγματικά για να υποδέχεται κάθε χρόνο Έλληνες και ξένους τουρίστες (ναι, ακόμη και οι Έλληνες, οι περισσότεροι, πάνε στη Μύκονο ως τουρίστες, εκτός και αν είναι στην κατηγορία Γαλάτης, που το παίζουν ιδιοκτήτες της). Ο καταναλωτισμός είναι το βασικό στοιχείο του νησιού. Δεν είναι ούτε τα νερά, ούτε οι αμμουδιές, ούτε καν η μόδα. Στη Μύκονο πας για να πληρώσεις. Πολλά ή λίγα, αυτό έχει να κάνει με το πόσο διαβασμένος είσαι.

Ας μιλήσουμε για λεφτά

Η Μύκονος δεν είναι ακριβή. Είναι αστεία. Υπάρχουν μαγαζιά, που νομίζεις ότι ζουν σε μια άλλη εποχή της Ελλάδας. Ναι, το ξέρω ότι τους μαγαζάτορες, επιχειρηματίες, ξενοδόχους, τους νοιάζει το ξένο πορτοφόλι, είναι σαν τον Γιώργο Κωνσταντίνου στο Καλώς ήρθε το δολάριο, που έτρεχε να αρπάξει τους αμερικανούς ναύτες. Όμως, το να μην συντονίζεσαι με την εποχή σου, σε κανένα σημείο, είναι αστείο. Και ακόμη πιο αστείο, είναι να μην υπάρχει κάποιος να σε βάλει στη θέση σου, να σε ελέγξει.

Με ποια τιμολογιακή πολιτική, ένα αναψυκτικό κοστίζει 8 ευρώ στα Astra; Θα ήταν θεμιτό, μόνο αν το έπινες όντως πάνω στα άστρα, κοιτώντας το σύμπαν από πλεονεκτική θέση. Όπως και ένα ιταλικό, στον Καλαφάτη, το Bandana που για δύο pasta, μια pizza και ένα αναψυκτικό, σου φέρνει ένα λογαριασμό 65 ευρώ και εσύ πλέον πιστεύεις ότι τα αναψυκτικά είναι αυτά που κάνουν τη ζημιά και τα κόβεις.

Οι αναφορές δεν γίνονται υπό καμία πρόθεση, δυσφημιστικού χαρακτήρα, άλλωστε είναι δεδομένα και πραγματικά τα νούμερα αυτά, τα οποία χρησιμοποιούνται για να δείξουν ότι την ατμόσφαιρα που επικρατεί σε ένα μεγάλο μέρος της επιχειρηματικότητας του νησιού. Θα μου πεις, αν δεν μπορείς, μην πας. Δεν πάει έτσι. Δεν είναι ανεξάρτητο βασίλειο. Είναι απλώς ένα πολύ ωραίο νησί.

Προφανώς και δεν έχει μόνο γκρίνια

Όμως, στη βάση της, στην ψυχή της, η Μύκονος είναι ωραία. Έχει πολλά πράγματα να κάνεις, να φας, έχει παραλίες να κολυμπήσεις για όλα τα γούστα, έχει ωραίες γυναίκες σε κάθε περιστροφή του κεφαλιού σου, έχει σημεία που μπορείς να πιεις σαν να μην υπάρχει αύριο, έχει μέρη για να μείνεις μακριά από τη βαβούρα της Χώρας (όπως στον Ορνό, τον Άγιο Στέφανο, αλλά και κεντρικά στην Άνω Μερά για να είσαι κοντά σε όλα).

Τα ξενοδοχεία της και γενικώς οι παροχές στη διαμονή είναι σαφώς πάνω από το μέσο όρο, αν και εκεί υπάρχει ένα θέμα με τις τιμές, αλλά στο φινάλε, θα βρεις να μείνεις. Είτε πας σε κάνα room, είτε πας σε κανένα ξενοδοχείο πάνω στη θάλασσα, πίσω από τη θάλασσα, κάτω από τη θάλασσα. Και αν, όπως είπα και πιο πάνω, διαβάσεις λίγο καλύτερα τα μαθήματά σου, δεν θα σε πιάσουν τόσο πολύ κορόιδο. Στη Ftelia, για παράδειγμα, στο ομώνυμο εστιατόριο τρως σε ένα εξαιρετικό σημείο, ένα εξαιρετικό φαγητό και δεν πληρώνεις με επιταγή. Αλλά και ποτά θα βρεις και ψάρια θα βρεις και γενικώς αν έχεις όρεξη και χρόνο, δεν θα βαρεθείς.

 

Σίγουρα, το να μην σε επηρεάσει το marketing είναι το μεγαλύτερο από τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσεις (ακόμη και στο τι σουβλάκι θα φας, όπου ο Jimmys με ένα καλό, αλλά όχι αξεπέραστο ούτε αξέχαστο σουβλάκι, είναι ο άρχοντας του πιτόγυρου, μην αφήνοντας περιθώρια για άλλες δοκιμές). Κανείς δεν σου επιβάλει να πας, αν δεν θες εσύ ο ίδιος να το κάνεις. Σημασία έχει ότι, δεν πρέπει να πας προκατειλημμένος. Καλύτερα, δηλαδή, να μην πας καθόλου. Έχει άλλα 2000 νησιά η Ελλάδα.

Όλα αλλάζουν, ακόμη και η Μύκονος

Το ότι τα περιοδικά, η τηλεόραση, τα sites και γενικώς τα Media πήραν τη Μύκονο τα προηγούμενα χρόνια από το χέρι και την ανέδειξαν στο καλύτερο και το πιο αντιπαθές νησί συγχρόνως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχιστεί αυτή η ιστορία. Οι εποχές έχουν αλλάξει, κάτι που φαίνεται και στη Χώρα του νησιού, όπου αν μιλήσεις ελληνικά βλέπεις 20 κεφάλια να σε κοιτάνε, λες και δραπέτευσες από καμιά φυλακή.

Οι απαιτήσεις του Έλληνα έχουν αλλάξει, οι ανάγκες, αλλά και οι επιθυμίες. Μια ξαπλώστρα στην Ψαρού είναι πλέον μια φράση, τόσο ευτελής που ούτε να τη γράψεις δεν θες. Πήγαινε στον Άγιο Σώστη και ρίξε μια πετσέτα. Δεν θα σε παρεξηγήσει κανείς. Πολλοί από αυτούς που κάνουν show off στη Μύκονο, δεν έχουν πετσέτα να κλάψουν.