ΥΓΕΙΑ

Άσκηση, διατροφή και σωματικό βάρος: Μία (δυστυχώς ακόμη) προσωπική υπόθεση

Μπορεί κάποιος να φροντίσει το σώμα σου καλύτερα από σένα; Οι σημερινές διαπιστώσεις ενός ιατρού.

Μπήκε το φθινόπωρο, ετοιμάζεστε να αγοράσετε το νέο iPhone, ανανεώσατε την συνδρομή στο γυμναστήριο, και είστε έτοιμοι να ρίξετε τα περιττά κιλά του καλοκαιριού. Μπορεί τα προηγούμενα χρόνια να μην τα καταφέρατε καλά, και το βάρος σας αργά αλλά σταθερά να ανεβαίνει, αλλά this time is different. Τώρα έχετε βρει τη λύση. Θα αγοράσετε το νέο φορητό gadget που σας έδειξε ο συναδέλφος στη δουλειά και που τόσο σας έχει εντυπωσιάσει: generically λέγεται fitness tracker και μετρά, λέει, τους παλμούς, την απόσταση, την ταχύτητα, ακόμη και τις θερμίδες που θα καίτε. Και βέβαια, συγχρονίζεται με το iPhone 7 (ή με ό,τι άλλο κινητό έχει κανείς) μέσω της ανανεωμένης εφαρμογής, ώστε να έχετε πλήρη έλεγχο του προγράμματος άσκησής σας.

Βάζετε κι εσείς στοιχεία για το βάρος και την διατροφή σας και, πλέον, έχετε εκεί μέσα τα πάντα. Αυτό σας υπολογίζει τον δείκτη μάζας σώματος, εσείς θέτετε στόχους, αυτό πάλι σας δίνει feedback για την πρόοδό σας. Είχε δίκιο, σκέφτεστε, ο Πρωθυπουργός μας όταν βρέθηκε στην Κίνα σε event για τις νέες τεχνολογίες και αναφώνησε ενθουσιασμένος: “The next step is to make coffee!” Πράγματι, νιώθετε ότι αυτήν την φορά, με αυτήν την οργάνωση και υποδομή, δεν υπάρχει περίπτωση, η επιτυχία είναι σίγουρη.

Σωστά;

Λάθος!

Σε μία νέα μελέτη, τη μεγαλύτερο στο συγκεκριμένο πεδίο, που δημοσιεύτηκε online στο Journal of the American Medical Association στις 20 Σεπτεμβρίου (The IDEA Randomized Clinical Trial), μελετήθηκε ακριβώς αυτό. Πόσο, δηλαδή, βοηθά η προσθήκη της χρήσης φορητών συσκευών (fitness trackers) σε προγράμματα απώλειας βάρους. Και τα αποτελέσματα ήταν, δυστυχώς, αρνητικά. Συνοπτικά, μελετήθηκαν δύο ομάδες υπέρβαρων ή παχύσαρκων ενηλίκων, περίπου 250 ατόμων η κάθε μία, στις οποίες δόθηκε ένα πρόγραμμα σταδιακά αυξανόμενης άσκησης, υποθερμιδικής δίαιτας, και ομαδικής συμβουλευτικής. Στην ομάδα μελέτης δόθηκε επίσης η δυνατότητα χρήσης μίας φορητής συσκευής που μετρά παραμέτρους σχετικές με την άσκηση και την διατροφή, ενώ στην ομάδα ελέγχου όχι. Το αποτέλεσμα; Μετά από δύο χρόνια παρακολούθησης, και οι δύο ομάδες έχασαν βάρος, όμως η ομάδα με την φορητή συσκευή έχασε 2,4kg λιγότερο από την ομάδα ελέγχου (3,5kg έναντι 5,9kg αντίστοιχα). Αντίθετα, δηλαδή, με την υπόθεση εργασίας, φάνηκε ότι όλα τα στοιχεία και το feedback που ελάμβανε κανείς από την συσκευή, μείωναν την αποτελεσματικότητα του προγράμματος απώλειας βάρους σε σχέση με την μη χρήση της συσκευής αυτής.

Όπως κάθε ενδιαφέρουσα μελέτη, έτσι και αυτή, φαίνεται να προκαλεί περισσότερα νέα ερωτήματα από όσα απαντά:

1. Πώς εξηγούνται αυτά τα αποτελέσματα; Μήπως η χρήση και μόνο της συσκευής δίνει την ψευδαίσθηση ότι κάνει κανείς περισσότερα από όσο νομίζει ή / και από όσο θα μπορούσε; Μήπως δηλαδή, τα ίδια τα στοιχεία που λαμβάνει κανείς από την συσκευή, αποτελούν τροχοπέδη αντί για έναυσμα να πιέσει κανείς τον εαυτό του λίγο παραπάνω;

2. Μπορούν να γενικευτούν αυτά τα αποτελέσματα, και σε ποιους πληθυσμούς;

3. Η συσκευή που μελετήθηκε ήταν φορητή στο βραχίονα, τεχνολογίας 2010, δηλ. με τα σημερινά δεδομένα κάπως ξεπερασμένη. Ισχύουν τα ίδια και για τις νεότερες και μικρότερες συσκευές που φοριούνται πιο άνετα, ως ρολόι στον καρπό;

Περιμένοντας τους ερευνητές να μας δώσουν απαντήσεις σε αυτά και άλλα ερωτήματα, εμείς τι μπορούμε να κάνουμε μέχρι τότε; Φαίνεται ότι, μέχρι νεωτέρας, και δεδομένων των δυσκολιών που συναντά κανείς στην σύγχρονη καθημερινότητα, καλό είναι κανείς να κατανοήσει και να ιεραρχήσει σωστά τις αναγκαίες συνθήκες για την απώλεια βάρους και εν συνεχεία την διατήρησή του (που συχνά είναι και το πιο δύσκολο).

Και για να μη μακρηγορώ, η λύση (κατά την γνώμη μου πάντα) δεν μπορεί να βρίσκεται στη μεγαλύτερη εξάπλωση και τις νέες εφαρμογές της τεχνολογίας, είτε αυτές λέγονται fitness trackers, είτε προϊόντα χαμηλά σε λιπαρά, είτε νέες υποθερμιδικές δίαιτες και νέα superfoods, είτε – φυσικά – βαριατρική χειρουργική. Το αντίθετο, η λύση είναι πολύ πιο απλή ως ιδέα, πιο φθηνή, και πιο άμεσα διαθέσιμη: Κατά κύριο λόγο στηρίζεται σε μία υγιεινή διατροφή με ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα, η βάση της οποίας είναι η παραδοσιακή Μεσογειακή διατροφή, δηλ. άφθονες ποσότητες φρούτων, λαχανικών, οσπρίων (healthy protein, που λέει και το Harvard School of Public Health), και δημητριακών. Μία τέτοια διατροφή μακροπρόθεσμα οδηγεί σε απώλεια βάρους λόγω της ικανότητάς της να προκαλεί πιο εύκολα τον κορεσμό από ό,τι τα, πιο πυκνά σε θερμίδες, επεξεργασμένα τρόφιμα, με αποτέλεσμα να μειώνει κανείς αυθόρμητα τις θερμίδες που καταναλώνει, χωρίς να νιώθει πείνα. Μία τέτοια διατροφή είναι δηλαδή χορταστική, και συνεπώς, πολύ πιο εύκολα διατηρήσιμη στην διάρκεια του χρόνου.

Επιπλέον, επικουρικά, έχει θέση φυσικά και η αύξηση της καύσης των θερμίδων, μέσω της αύξησης της κίνησης όπου και όποτε μπορούμε, από το να επιλέγουμε πάντα τις σκάλες ή να κάνουμε καθημερινή συνήθεια τους περιπάτους, μέχρι και τα πιο καλά δομημένα προγράμματα άσκησης όπως π.χ. στα γυμναστήρια, στα γήπεδα, στις ομάδες χορού. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αυταπατώμαστε ότι η επιδημία της παχυσαρκίας θα βρει την λύση της, πληθυσμιακά, στην αύξηση της άσκησης. Αν μπει κανείς στον κόπο να μελετήσει πόσο χρόνο πρέπει κανείς να τρέχει για να ‘κάψει’ ένα burger, ή ένα σουβλάκι, ή ένα παγωτό, θα καταλάβει ότι “είναι πολύς ο ιδρώτας, Άρη” (ενδεικτικά, σύμφωνα με τις περισσότερες μετρήσεις, χρειάζεται περισσότερο από μιάμιση ώρα τρέξιμο ή τρεις ώρες περπάτημα για να κάψουμε ένα Big Mac με μία μέτρια μερίδα πατάτες).

Φυσικά, καλό είναι να σχολιάσω εδώ και την ευθύνη της πολιτείας και του Υπουργείου Υγείας στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ενθαρρύνει εμπράκτως την υγιεινή διατροφή και την αυξημένη άσκηση. Ενδεικτικά αναφέρω την (επιστημονικά έγκυρη και όχι εμπορικά κατευθυνόμενη) διατροφική εκπαίδευση στα σχολεία, την αλλαγή και τον αυστηρότερο έλεγχο στην διατροφική σήμανση των τροφών, τη βελτίωση των πρώτων υλών και φαγητών στους δημόσιους χώρους (π.χ. Νοσοκομεία, σχολεία), τη θεσμοθέτηση κινήτρων για την βιομηχανία τροφίμων για δημιουργία υγιεινών προϊόντων (π.χ. με θεσμοθέτηση φοροαπαλλαγών αλλά και προσαρμογή των αγροτικών επιδοτήσεων στα σύγχρονα δεδομένα) ή αντικινήτρων για δημιουργία ανθυγιεινών επιλογών (θυμηθείτε το fat tax ή την απαγόρευση των trans λιπαρών στις ΗΠΑ). Και φυσικά, και με παρεμβάσεις που διευκολύνουν την άσκηση, όπως μέσω δημιουργίας και καλής συντήρησης δημοσίων χώρων κατάλληλων για άθληση για όλες τις ηλικίες (αναφέρομαι στα προφανή, δηλ. να είναι ασφαλείς, καθαροί, ανοικτοί, κ.ο.κ.).

Είναι προφανές ότι τα οφέλη από τέτοιες επιλογές δεν θα περιορίζονταν μόνο στον καλύτερο έλεγχο του βάρους του πληθυσμού, αλλά θα είχαν θετικές επιπτώσεις και στην συνολική υγεία και ευεξία των ατόμων (ενδεικτικά, καλύτερος έλεγχος παραγόντων κινδύνου όπως υπέρτασης, υψηλής χοληστερόλης, διαβήτη, αλλά και μικρότερη ανάγκη για αναρρωτικές άδειες όπως για την τόσο συχνή σε όλους μας οσφυαλγία, κ.ά.) και φυσικά, θα οδηγούσαν έτσι και σε μικρότερο κόστος για το σύστημα υγείας, αλλά πιθανώς και σε αυξημένη παραγωγικότητα, όλα ιδιαίτερα σημαντικά την τρέχουσα περίοδο για την Χώρα μας.

Φυσικά, δεν εθελοτυφλώ. Έχω πλήρη αίσθηση της πραγματικότητας. Πράγματι, στη χώρα που ακόμη και σήμερα, εν έτει 2016, η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας επιλέγει να παρανομεί δημοσίως καπνίζοντας, επιδεικτικά, και περήφανα (π.χ. στην Βουλή, στο Υπουργείο, στην διάρκεια συνεντεύξεων τύπου, κ.ά.), δεν προκαλεί πλέον έκπληξη το θλιβερό στατιστικό που διαβάζει κανείς σε άρθρο του ΟΑΣΑ του 2014, όπου η Ελλάδα λαμβάνει την πρώτη θέση παγκοσμίως στην παιδική παχυσαρκία (44% των παιδιών μας είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα!). Πράγματι, δυστυχώς, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η λύση στο πρόβλημα της παχυσαρκίας θα παραμένει για καιρό μία παραγκωνισμένη υπόθεση προσωπικής ευθύνης του καθενός παρά συλλογικής ευθύνης όλων μας.

Όποιος αντιλαμβάνεται τι θα πει αυτό, αντιλαμβάνεται και πόσο ψηλά πρέπει να ιεραρχήσει τη διατροφή και την άσκηση στις καθημερινές του επιλογές. “If you want something done, do it yourself”, όπως λένε και οι control freaks. Εγώ πάντως τα λέω, και όσοι είχατε την υπομονή να φτάσετε μέχρι εδώ, μην πείτε ότι δεν τα ακούσατε. Τ’ ακούσατε. Το επόμενο βήμα (ελπίζω να) είναι δικό σας.

Κωστής Τσαρπαλής είναι Καρδιολόγος, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Cambridge, με εξειδίκευση στους υπερήχους καρδιάς (MSc, Hammersmith Hospital, Imperial College London, UK), την προληπτική Καρδιολογία και τις δυσλιπιδαιμίες (MSc, PhD Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών και Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο), και διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στην Αγία Παρασκευή. Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο είναι προσωπικές απόψεις του συγγραφέως και σε καμία περίπτωση δεν έχουν στόχο να υποκαταστήσουν τη γνώμη και συμβουλή του προσωπικού σας ιατρού).

Exit mobile version