California Dreamin’ και ο χρόνος σταμάτησε για 14 μέρες
- 22 ΝΟΕ 2016
Η διακριτική γοητεία της αδιαφορίας απέναντι σε έναν άντρα που πέφτει με δύναμη μέσα σε ένα πιάτο από noodles με χοιρινό. Η καλιφορνέζικη εμπειρία μου, τα εισιτήρια της οποίας κλείστηκαν πριν από ένα χρόνο ακριβώς, πρέπει οπωσδήποτε να ξεκινήσει με αυτήν την πρόταση ακόμη και αν αυτή είναι γραμμένη σε italic, ξεχασμένη σε μία γωνία πάνω πάνω στο εικονικό χαρτί. Ακόμη και αν αυτή, θυμίζει sequel για το περιστέρι του Ρόι Άντερσον που έκατσε σε ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξη του.
Η θέα από το παράθυρο του αεροπλάνου της επιστροφής ήταν ένα συνονθύλευμα φτερού, κενού και Ειρηνικού ωκεανού. Δεν έχω καταλήξει ακόμα ποιο από τα τρία ήταν που χάλασε περισσότερο την αεροσυνοδό όταν με πλησίασε περίπου μία ώρα μετά την απογείωση για να κατεβάσω το στόρι, ωστόσο αυτή της η κίνηση, παραδέχομαι ότι κατάφερε να με γυρίσει αρκετά πίσω. Στα βράδια καθημερινών που η μητέρα μου προσπαθούσε επί ματαίω να με πείσει να κλείσω την τηλεόραση γιατί την επομένη είχα σχολείο. ‘Προσπαθήστε να κοιμηθείτε‘ μου είπε η ευγενική ξανθομαλλούσα αεροσυνοδός και μέχρι σήμερα απορώ πώς κατάφερα να μην της πω αυτό το ‘άσε με, δέκα λεπτά ακόμα και το κλείνω‘. Παρεμπιπτόντως, δεν ξέρω αν μπορούμε να το πάρουμε ως δείγμα ωριμότητας, ωστόσο, στην αεροσυνοδό δεν έφερα την παραμικρή αντίδραση.
Κατέβασα το στόρι, σκεπάστηκα με την κουβέρτα, έκλεισα τα μάτια και μισοκοιμισμένη, μέσα στις βατραχοπυτζάμες μου που θα έγραφε και ο Robbins, και άρχισα να σκέφτομαι τις τελευταίες 14 ημέρες μου. Ή αλλιώς τις ημέρες που ο χρόνος απλά χάθηκε όπως οι ώρες βουλιάζουν στο περίφημο, ξακουστό τζετ λαγκ.
Ημέρα Πρώτη: Το ανύπαρκτο και όμως αληθινό καλιφορνέζικο όνειρο
Στην ερώτηση ‘ψήνεσαι να έρθεις Λος Άντζελες;‘ η απάντηση παρότι δεν βρισκόταν ως προορισμός εντός της λίστας των ταξιδιωτικών τικ, ήρθε αβίαστα: ‘ναι, γιατί όχι;‘.
18 ώρες πτήσεων, 25 μαζί με την αναμονή και ούτε ξέρω και εγώ πόσων αντίστοιχων χαμένων από την αλλαγή ώρας, πατήσαμε το πόδι μας στην dreamland του Λος Άντζελες. Στο μέρος που οι απανταχού καλλιτεχνικές φύσεις, από αρχιτέκτονες μέχρι σκηνοθέτες και ηθοποιούς μεταναστεύουν για να ‘ζήσουν το όνειρό τους’. Ήμασταν τέσσερις φίλες εκ των οποίων οι 3 ταξίδευαν δεύτερη φορά στην Αμερική, πρώτη στην Καλιφόρνια. Εγώ πατούσα το πόδι μου στα εδάφη του Obama προσεχώς Trump για πρώτη φορά.
Το χολιγουντιανά πλασμένο ‘χάσιμο’ μπροστά στην αμερικανικανική υπεροχότητα, ομολογώ ότι το έπαθα από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα της διαδρομής από το αεροδρόμιο στο Downtown του Λος Άντζελες. Παρά την ταλαιπωρία από την αϋπνία και παρά το πηγαίο ταλέντο μου να κοιμάμαι αμέσως μόλις το αυτοκίνητο βάλει μπρος προς την όποια κατεύθυνση, η μούρη μου ήταν κολλημένη στο παράθυρο.
Σχεδόν σαν σε όνειρο έβλεπα τους υπέροχους φωτισμένους ουρανοξύστες να μου τείνουν το χέρι και να αυτοσυστήνονται με φωνή ηρώων του Toy Story. Μιας και πιστεύω στις πρώτες εντυπώσεις και είμαι εξαιρετικά καλή στο να βγάζω βιαστικά συμπεράσματα, ομολογώ ότι εκείνη την ώρα σκέφτηκα: ‘τι ωραία που είναι η Αμερική’. Δευτερόλεπτα αργότερα κοιμήθηκα στο μπράτσο του καθίσματος.
Ημέρα Δεύτερη: ‘Στο Λος Άντζελες, (δεν) πετυχαίνεις παντού διάσημους’
Ένα ταξίδι στην Αμερική και δη στην Καλιφόρνια φτιάχνει στο μυαλό οποιουδήποτε ‘μένει πίσω’ ότι εκεί τα πάρτι δεν σταματούν. Ότι είναι κάτι σαν την Ίμπιζα αλλά με ένα τσούρμο διάσημων που απλά περιφέρονται στο χώρο και έχουν τρομερή όρεξη να σε κάνουν παρέα και να σε ρωτήσουν για τη χώρα σου, να σου αποκαλύψουν ότι τουλάχιστον ένας παππούς τους είναι από την Κρήτη ή τη Μάνη ή την Καλαμάτα ή δενξερωκαιεγωαποπου και να σε καθησυχάσουν ότι η κατάσταση με την κρίση θα πάει καλά. Γιατί ξέρουν αυτοί.
Στο όλο celebrity reunion party, δεν βγάζω την ουρά μου απέξω. Η αλήθεια είναι ότι κάτι όνειρα ότι ζω την παράνοια στο Λας Βέγκας με τον Johnny Depp, τα έκανα, χωρίς φόβο.
Θα είμαι ειλικρινής. Johnny, δεν είδα. Παρόλα αυτά, το πρώτο πρωινό μου στο Λος Άντζελες το πήρα σε μία ταράτσα απέναντι από τον πύργο του.
Κατά τα άλλα, αφού ‘χάλασα’ ένα από τα γυρίσματα του CSI: Los Angeles, πέφτοντας πάνω στον LL Cool J τον οποίο δεν αναγνώρισα, το ίδιο βράδυ, αφού παρακολούθησα έναν αγώνα superbowl σε μία παμπ ζώντας το αμερικανικό όνειρο, κατέληξα να πίνω ποτό με την Kristen Stewart σε ένα από τα πιο όμορφα μπαρ που έχω πάει στη ζωή μου. Παρεμπιπτόντως, λέγεται Stella αν σε βγάλει ο δρόμος προς τα εκεί. Και κάπου εκεί, στην πρώτη κιόλας μέρα σταματάει το όλο celebrity party. Ναι, και εγώ σκέφτηκα ότι όλα έγιναν για το καλωσόρισμα. Άτιμοι Αμερικάνοι πιαρίστες.
Ημέρα Τρίτη: ‘Πότε ξαναήρθα εδώ;’
Ένα από τα πιο περίεργα πράγματα στο Λος Άντζελες είναι ότι νιώθεις μία ανεξήγητη οικειότητα σχεδόν οπουδήποτε και αν βρεθείς. Περπατάς σε έναν δρόμο που μονίμως κάτι σου θυμίζει και σχεδόν μετά από κάθε τετράγωνο, ο εγκέφαλός σου παίρνει τη μορφή του Τζιμ Κάρεϊ στη Μάσκα και στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του μέχρι να βρει τη λύση στο μυστήριο. Από Baywatch στην παραλία της *Santa Monica μέχρι το κτίριο που γυρίστηκε το Blade Runner, όλα τα έχω δει κάπου κάπου, τα ξέρω. Τρομερό και ταυτόχρονα σχεδόν τρομακτικό.
*Στο λεωφορείο για τη Santa Monica, στο διπλανό κάθισμα καθόταν ένας πολύ περιποιημένος, κουστουμάτος τριαντάρης τον οποίο αναγνώριζες από τη μυρωδιά ακόμα και ανάμεσα σε 100 χιλιάδες άτομα που αδημονούν να ξοδέψουν τα λεφτά τους μία Black Friday στο mall. Μας έπιασε την κουβέντα. Μετά από δέκα στάσεις και ενώ όλα έδειχναν ότι ‘εντάξει, θα μας ζητήσει το τηλέφωνο κάποιας για να κάνουμε παρέα εκεί στα ξένα’, καταλήξαμε να κοιτάμε το portfolio του στο ipad, το οποίο κουβαλούσε πάντοτε μαζί του. Ούτε τηλέφωνο ούτε τίποτα. Ο άνθρωπος πρέπει λογικά να μας πέρασε για ‘συνάδελφους’ στην αναζήτηση του καλιφορνέζικου ονείρου και απλά προσπάθησε εντόνως να μας πείσει ότι εκεί, είναι πράγματι η γη της επαγγελίας. Ότι εκεί, πραγματικά, μπορείς να γίνεις διάσημος. Ότι εκεί είναι το μέρος που ακόμα και σε ένα λεωφορείο που πηγαίνει προς την Santa Monica μπορείς να κερδίσεις αναγνωρισιμότητα με το να δείχνεις τη δουλειά σου στο slideshow ενός ipad.
Κατεβήκαμε από το λεωφορείο με την επιθυμία να σχολιάσουμε το συναπάντημα της όλης διαδρομής. Τελικά, δεν συζητήσαμε τίποτα. Ήμασταν στη Venice Beach. Τριγύρω μας ο κόσμος λιαζόταν στον υπέροχο λαμπερό ήλιο. Έκανε σκέιτ, γιόγκα, έπαιζε σκάκι, κάπνιζε μαριχουάνα στο ιατρείο των Πράσινων Γιατρών. Πίσω από τον φαντασμαγορικό αυτό ήλιο, εκτεινόταν μία τεράστια παραλία από άμμο.
Δεν είμαι σίγουρη αλλά έχω την εντύπωση ότι για την επόμενη μία ώρα απλά γυρνοβολάγαμε από εδώ και από εκεί δίχως να μιλάμε. Η πρώτη κουβέντα που ξεστομίσαμε σχεδόν όλες μαζί ταυτόχρονα, ήταν το: ‘τι ζέστη είναι αυτή’. Η αμέσως επόμενες λέξεις μας έφτιαξαν μερικούς μικρούς διθύραμβους για το ηλιοβασίλεμα που μας έκανε την τιμή να υποκλιθεί μπροστά μας. As a gentleman.
Ημέρες 4-7η: Σαν Φρανσίσκο, ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ
Στην πόλη με μερικές από τις πιο όμορφες γειτονιές που έχω δει στη ζωή μου, φτάσαμε νωρίς το βράδυ. Την απόσταση Λος Άντζελες-Σαν Φρανσίσκο την κάναμε οδικώς περίπου πέντε ώρες (το πλάνο ήταν να πάμε από το γρήγορο δρόμο για να κερδίσουμε χρόνο και να επιστρέψουμε παραλιακά, από τον pacific highway) μαζί με τη στάση για φωτογραφίες στην Malholland Drive που στο πνεύμα του όλου ταξιδιού και αυτή κάτι μας θύμιζε.
(Αυτό είναι ένα απλό οδοντιατρείο)
Ένα μικροκαμωμένο τραμ που ανηφοροκατηφορίζει σαν να κοσμεί το ταμπλό κάποιου καλόγουστου διακοσμητικού και ανηφόρες. Πολλές, απότομες ανηφόρες με καρφιτσωμένα πάνω τους σπίτια-προκάτ (αλήθεια μοιάζουν τόσο ψεύτικα που νιώθεις ότι με ένα ‘φου’ μπορείς να τα ρίξεις κάτω) σε διάφορα χρώματα και μεγέθη.
Η εικόνα του Σαν Φρανσίσκο όποια ώρα της ημέρας και αν την απαθανατίσεις, με πικ το σημείο μεταξύ 4-5 το απόγευμα είναι η ζωγραφιά ενός παιδιού που αγαπά να παίζει με τα χρώματα
Μία ζωγραφιά που με την βοήθεια της τεχνολογίας που ρέει άπλετη στα αμερικανικά εδάφη θα κατόρθωνε να σταθεί στον όποιο καμβά, μόνο εν κινήσει. Οι ρυθμοί στο Σαν Φρανσίσκο είναι τόσο γρήγοροι που τίποτα δεν μπορείς να το απεικονίσεις ως κάτι στάσιμο. Όλα μοιάζουν να τρέχουν κάτι να προλάβουν. Την καριέρα, την εμφάνιση, τη ζωή.
Την πρώτη ημέρα μας εκεί, πρέπει να περπατούσαμε περίπου 5 με 6 ώρες με στάσεις στο υπέροχο Dolores Park και την γειτονιά των χίπηδων ή αλλιώς την πιο όμορφη γειτονιά που έχω δει ποτέ μου. Όλα ήταν ήσυχα, γαλήνια αλλά ταυτόχρονα, ήταν φασαριόζικα και χαμογελαστά. Δεν ξέρω αν ήταν τα όμορφα χτισμένα σπιτάκια ή τα γκράφιτι που μνημόνευαν την ιστορία του Harvey Milk ή τα μικρά μαγαζάκια ή ο ήλιος που τόσο ροζ έπεφτε από πάνω εξουσιάζοντάς τα να δείχνουν την πιο όμορφη πλευρά τους. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τη γειτονιά του Castro την φέρνω αρκετές φορές στο μυαλό μου από τότε και ασυναίσθητα, χαμογελάω.
Την δεύτερη ημέρα μας, πήραμε ποδήλατα και κατηφορίσαμε προς την γέφυρα, την πανέμορφα επιβλητική Golden Bridge.
Ημέρα 8η: SF-LA 1 ή αλλιώς Route 66
Μέχρι να δούμε την πρώτη σταγόνα ειρηνικού ωκεανού ο δρόμος έμοιαζε πιο μακρύς και από το ποίημα. Μετά από τις πρώτες συστάσεις και την πρώτη μυρωδιά αλμύρας, ο χρόνος κυριολεκτικά σταμάτησε από δέος μπροστά στα πελώρια ανταριασμένα κύματα.
Σταματήσαμε στο πρώτο χωριουδάκι (αλήθεια, η λέξη αυτή είναι τρομερά αστεία αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για ένα μέρος με κόσμο υπερβολικά καλοντυμένο και φανταχτερά πλούσιο αλλά έτσι το αποκαλούν οι Αμερικανοί άρα) που βρέθηκε μπροστά μας για να πάρουμε καφέ και να περπατήσουμε λίγο στην παραλία του. Το Carmel βέβηλα θα το συνέκρινα με μία Αράχωβα με παραλία γι αυτό προτιμώ απλά να το παρουσιάσω ως το μέρος που οι κάτοικοι του Σαν Φρανσίσκο, οι πλούσιοι κάτοικοι του Σαν Φρανσίσκο περνούν τις αργίες και τα σαββατοκύριακά τους.
Μισή ώρα αργότερα, βρισκόμασταν και πάλι στο δρόμο. Ένα δρόμο που όσο πήγαινε στένευε και καμπύλωνε σαν τα κάλλη της Betty Boop. Δύο και κάτι ώρες αργότερα, ο χρόνος ξανασταμάτησε. Αυτή τη φορά έκανε και κρότο μην και δεν τον ακούσουμε. Είχαμε φτάσει στο Big Sur.
Αν ήμουν Αμερικανίδα είμαι σχεδόν σίγουρη ότι γι αυτό το μέρος θα είχα πλάσει τον πιο περίφημο, ξακουστό αστικό μύθο. Ότι σε όποιον πηγαίνει εκεί συμβαίνει κάτι απρόβλεπτο ή πραγματοποιείται μία ευχή. Αλήθεια τώρα εδώ πραγματοποιεί ευχές η Fontana di Trevi είναι δυνατόν αυτή η μαγεία του Big Sur να μην είναι μεταδοτική;
Μία ώρα μακριά από το Big Sur και η ομίχλη επιδίωξε να μας παρουσιάσει τη δική της μαγεία. Την λίγο πιο μαύρη και πιο επικίνδυνη. Σε εμάς, ο παραπάνω μύθος του απρόβλεπτου έπιασε τόπο και έτσι κάπου στα μέσα του δρόμου, μεταξύ στροφών, σκοταδιού και θαμπάδας αποφασίσαμε να σταματήσουμε σε ένα motel και να διανυκτερεύσουμε.
Μία ιδέα που στην πλειοψηφία των θρίλερ είναι εξαιρετικά κακή.
Ευτυχώς, για να είμαι εδώ περίπου ένα χρόνο μετά και να γράφω, εμείς ήμασταν η εξαίρεση. Ωστόσο, σε αντιπαραβολή με το Λας Βέγκας που δεν είναι αυτό που βλέπεις στις ταινίες, η διανυκτέρευση σε ένα motel στη μέση του αμερικανικού πουθενά ένα βράδυ με πάχνη και ομίχλη είναι ακριβώς όπως το ζουν οι ήρωες από το Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους.
Το δωμάτιό μας ήταν στην τελευταία πτέρυγα του εξωτερικού κτιρίου. Για να καταφέρεις να φτάσεις εκεί, έβγαινες έξω, άνοιγες μία χαλασμένη πόρτα (δεν κλείδωνε) και έφτανες σε ένα δωμάτιο που γύρω του είχε μερικά άδεια δωμάτια και ένα χαλασμένο φως διαδρόμου. Κερασάκι στην τούρτα που λογικά θα εξεγείρετο στα χέρια μας, ο παφλασμός των κυμάτων του ειρηνικού.
Το πρωί, φύγαμε δίχως να πάρουμε πρωινό για το Λας Βέγκας. Η επιθυμία να δούμε πολιτισμό ακόμη και ντυμένο στα πιο βλαχομπαρόκ του παραήταν αναγκαία.
Ημέρες 9η-10η: ‘Κανένας φόβος και καμία παράνοια στο Λας Βέγκας’
Από όλα αυτά που αυτά που θα μπορούσα να αναφέρω για το μέρος που το χρήμα δεν ρέει τόσο άφθονο και οι επισκέπτες του δεν είναι τόοοοοσο καλοντυμένοι και δήθεν όπως στον κινηματογράφο, το μόνο που ουσιαστικά πιστεύω ότι θα θυμάμαι σε λίγο καιρό από εκεί είναι το ταξίδι. Ο δρόμος για το Λας Βέγκας, όπως θα έλεγε και ο ποιητής. Πέντε πελώριες λωρίδες δρόμου και τριγύρω άμμος. Άμμος και joshua tree.
Ναι, αν έχω κάτι για να ευχαριστώ το Λας Βέγκας είναι ότι μου γνώρισε την υψηλότητα του Death Valley.
(Όχι στο ξενοδοχείο μας δεν είχε λούνα παρκ, ωστόσο και εγώ αυτό ακριβώς ρώτησα μόλις φτάσαμε)
Κατά τα άλλα το ένα βράδυ που μείναμε στο vivaaaa Las Vegas, φάγαμε burger, βάλαμε τα καλά μας, παίξαμε ένα παιχνίδι που έμοιαζε με τη ρουλέτα αλλά είχε λιγότερες επιλογές, κερδίσαμε δέκα δολάρια και πέσαμε για ύπνο. Ήμασταν αρκετά κουρασμένες για fake γάμους και τεράστια club.
Ημέρες 11η-13η: Λος Άντζελες, η επιστροφή
14 Φεβρουαρίου με αρκετή σκόνη άμμου από τις φωτογραφίες στα μαλλιά, επιστρέψαμε στο Λος Άντζελες. Ένα Λος Άντζελες ντυμένο στα κόκκινα και τις καρδούλες. Όλα τα μπαρ, οι παμπ, μερικοί δρόμοι, γιόρταζαν τον Άγιο Βαλεντίνο και σου έτειναν το χέρι να τον γιορτάσεις μαζί τους.
Με το χανγκόβερ της γιορτής να κάνει εξαιρετικά ταιριαστή παρέα με το τζετ λανγκ που πάθαινε κάτι ωραίες αναλαμπές και μας ξυπνούσε στις 7 το πρωί, ξεκινήσαμε σε τουριστικούς ρυθμούς να γνωρίσουμε το Λος Άντζελες. Ναι, με άλλα λόγια πήγαμε στο Hollywood. Περπατήσαμε μέσα στη βροχή που θέλησε σαν τρελή να μας γνωρίσει και φάγαμε cheesecake με γεύση μάνγκο από το Cheesecake Factory.
Έπειτα πήραμε ένα uber και κατευθυνθήκαμε προς το Beverly Hills. Ο Brandon δεν ήταν εκεί. Ούτε ο Dylan. Κακός συγχρονισμός; Τι να πω. Οι λόφοι ακόμα και έτσι ήταν όμορφοι. Εκνευριστικά όμορφοι.
Επόμενη στάση ήταν το Malibu ή αλλιώς, το μέρος που σε έναν άλλο παράλληλο κόσμο θα ήθελα να μένω και σε έναν άλλο αντίστοιχο, φανταστικό ο δρόμος που σε οδηγεί στην παραλία του θυμίζει κάτι από την Αθηνών Σουνίου. Ειδικά εκεί στο σημείο της Βάρκιζας, η κίνηση ήταν τέτοια που πάθαμε deja vu για 100η φορά σε εκείνον τον τόπο.
Και μιας και είπα deja vu, η επίσκεψή μας στο Stahl House πρέπει να στριμωχτεί κάπου εδώ.
Στο σπίτι του αρχιτέκτονα Pierre Koenig το οποίο αποτέλεσε σταθμό στο αρχιτεκτονικό γίγνεσθαι και έχει πρωταγωνιστήσει σε ουκ ολίγες ταινίες, στροβιλιστήκαμε με τα πόδια γυμνά. Περπατήσαμε ως το σαλόνι, καθίσαμε σε μία από τις γυριστές πολυθρόνες του και γυρίσαμε το βλέμμα προς την απέραντη θέα με τους ουρανοξύστες κρυμμένους σε μία πλειάδα από σύννεφα που απλωνόταν μπροστά μας.
Ημέρα 14η: Μία ιστορία
Έχω αφήσει απέξω πολλά. Έχω παραλείψει επισκέψεις σε μουσεία και κτήρια και δεν έχω αναφέρει την τρομερή εντύπωση που μου έκανε το γεγονός ότι οπουδήποτε υπάρχει studio γιόγκα υπάρχει στη μεσοτοιχία ένα μπεργκεράδικο.
Όλα αυτά, τα έχω κάνει εσκεμμένα γιατί όλα αυτά τα κάνουμε οπουδήποτε στον κόσμο και αν βρεθούμε. Άσε που για μένα, η Καλιφόρνια δεν είναι ο τουρισμός της. Καθώς το αεροπλάνο έριχνε το ύψος του τρώγοντάς μας μερικές ακόμη ώρες από το ρολόι (από Λος Άντζελες φύγαμε Παρασκευή πρωί και στην Αθήνα προσγειωθήκαμε Σάββατο βράδυ) άρχισα επιτέλους να καταλαβαίνω τι ήταν αυτό που τελικά, πέρα από την υπερβολή, την προβολή, την ομορφιά, τους σκύλους που δύο δύο τους βγάζουν βόλτα οι κάτοικοι που μένουν στα λοφτ, μου άφησε η Καλιφόρνια.
‘Η διακριτική γοητεία της αδιαφορίας απέναντι σε έναν άντρα που πέφτει με δύναμη μέσα σε ένα πιάτο από noodles με χοιρινό’ βγήκε από μία ιστορία που μπορεί να τη θεωρήσεις βίαιη ή απάνθρωπη, για μένα όμως ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Ήταν ένα μάθημα περί ενδιαφέροντος και άλλων δαιμονιών.
Στο βιετναμέζικο εστιατόριο, το μοναδικό ελεύθερο τραπέζι της πίσω σάλας που για κάποιο λόγο μόνο αυτή ήταν γεμάτη, ήταν το τελευταίο στο βάθος. Καθίσαμε και παραγγείλαμε σχεδόν όλον τον κατάλογο (τα καλά του τουρίστα που τρώει μία φορά την ημέρα). Περίπου στη μέση του φαγητού μας, ένας κύριος στο ακριβώς δίπλα από εμάς τραπέζι, βουτάει με το κεφάλι μέσα στο πιάτο του.
Τριγύρω μας, επικρατεί η απόλυτη ψυχραιμία. Ο σερβιτόρος πλησιάζει με αργά βήματα ενώ ο άλλος κύριος που τον συνόδευε, σήκωσε το κεφάλι του από το πιάτο και προσπαθούσε να τον επαναφέρει με μερικά σκουντήματα. Καμία ανταπόκριση. Να ήταν ανακοπή; Να είχε πεθάνει; Κανείς δεν ήξερε αλλά και κανείς δεν είπε ‘έναν γιατρό ρε παιδιά’. Κανείς. Τα λεπτά κυλούσαν εναντίον του αναίσθητου κυρίου όταν τα διπλανά από αυτόν τραπέζια άρχισαν να μεταφέρονται με τη βοήθεια των σερβιτόρων στην δίπλα σάλα. Σοβαρολογώ. Η πρώτη κίνηση των υπολοίπων πελατών του μαγαζιού στο θέαμα ενός ανθρώπου που χάνει τις αισθήσεις του ενώπιόν τους ήταν να αλλάξουν θέση. Και να συνεχίσουν το φαγητό τους.
Μέσα στο απόλυτο σουρεάλ των πραγμάτων, ο συνδαιτυμόνας του λιπόθυμου κυρίου την ώρα που προσπαθεί να τον επαναφέρει πληρώνει το λογαριασμό. Όχι αλήθεια. Με το ένα χέρι ταρακουνούσε το κορμί του φίλου (;) του και με το άλλο υπέγραφε. Δεν ξέρω αν έδωσε παραπάνω tip από το νόμιμο. Δεν κατάφερα να δω.
Σχεδόν είκοσι λεπτά μετά την ελεύθερη πτώση στα noodles με το χοιρινό, το ασθενοφόρο έφτασε. Ξάπλωσε τον κύριο στον καναπέ και του έδωσε πίσω τις αισθήσεις του. Όπως ψέλλισε ο ίδιος λίγο αργότερα, ένα κάψιμο στη γλώσσα ήταν αυτό που του τις είχε κλέψει (τις αισθήσεις).
Όταν όλα είχαν επανέλθει στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς, κοίταξα λίγο γύρω μας. Είχαμε μείνει μόνο εμείς. Από τα είκοσι τραπέζια του μαγαζιά είχαμε μείνει μόνοι εμείς. Στην αρχή, σκέφτηκα το προφανές: ‘πόσο αναίσθητοι άνθρωποι τέλος πάντων’. Έπειτα, όταν μας κοίταξα να τον κοιτάμε ανήμπορες και ακίνητες απλά ντράπηκα. Ντράπηκα γιατί τελικά, οι άλλοι ήταν εκείνοι που έπραξαν το σωστό. Όχι που άλλαξαν τραπέζι και συνέχισαν τη βραδιά τους αλλά που έφυγαν από το χώρο. Γιατί η μοναδική ουσιαστική βοήθεια που μπορούσαν να προσφέρουν σε αυτόν τον άνθρωπο ήταν το οξυγόνο. Εμείς απλά, μείναμε εκεί από τα γονίδια καθωσπρεπισμού που κουβαλάμε για να ‘μην τον αφήσουμε μόνο του’. Δίχως λεπτό να ξεφύγουμε από τις δικές μας τύψεις και να σκεφτούμε ότι μπορεί εκείνος, πραγματικά να το έχει ανάγκη.
Σε ένα βιετναμέζικο εστιατόριο με εξαιρετικά ντάμπλινγκς και πικάντικες σάλτσες στην άλλη άκρη του κόσμου, κυριολεκτικά, η πτώση ενός κυρίου στο πιάτο του, μου έμαθε αυτό που η κουλτούρα του ‘φιλότιμου ενδιαφέροντος’ δεν μου επέτρεψε ποτέ να δω.
Αυτό όμως δεν είναι τα ταξίδια; Μερικές βουτιές στην κουλτούρα κάποιων άλλων.
Υ.Γ.: Ρομαντικό ίσως, και πιο γραφικό και από τη θέα του Big Sur αλλά θέλω να ευχαριστήσω τη φίλη μου τη Μαρία γι αυτό το ταξίδι. Αν δεν το οργάνωνε εκείνη, δεν θα το έκανα ποτέ.
Υ.Γ.2: Στη Μίνα, την Ευγενία, την Μαρία και την Ιωάννα που αποτέλεσε και την πιο δυνατά καλή αφορμή για να κάνουμε οι τέσσερίς μας αυτό το ταξίδι.