COP28: Έρχεται όντως το τέλος των ορυκτών;
Πρώτη φορά στην ιστορία της διάσκεψης, οι εκπρόσωποι όλου του κόσμου συμφώνησαν πως τα ορυκτά καύσιμα είναι μοχλός αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Πρέπει να χαρούμε με την «αρχή του τέλους» ή να φωνάξουμε γιατί δεν έχουμε φτάσει καν στη μέση; Μιλήσαμε με τους αρμόδιους από την WWF Ελλάς και το ελληνικό γραφείο της Greenpeace.
- 17 ΔΕΚ 2023
Φτάνοντας στο τέλος ενός έτους που στιγματίστηκε από mega-fires, θανατηφόρες πλημμύρες και πρωτόγνωρες νεροποντές (όπως μπορεί να βεβαιώσει και η χώρα μας από πρώτο χέρι), ενός έτους που αποδείχθηκε η θερμότερη χρονιά στην ιστορία των καταγραφών, με νέο αρνητικό ρεκόρ να σημειώνεται, όταν για δύο μέρες το θερμόμετρο έπιασε θερμοκρασία κατά 2ºC ψηλότερη από τον μέσο όρο της προβιομηχανικής εποχής, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε όλοι ότι περιθώρια για άλλες υπεκφυγές δεν υπάρχουν.
Όλοι, όλοι;
Μια εβδομάδα πριν το καθιερωμένο ραντεβού της παγκόσμιας κοινότητας στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, την COP28, βίντεο το οποίο διαρρέει από την Guardian αποτυπώνει ηχητικά τον πρόεδρο της φετινής διάσκεψης να υποστηρίζει ότι κανένα επιστημονικό στοιχείο εκεί έξω δεν αποδεικνύει ότι η κατάργηση των ορυκτών καυσίμων θα βοηθήσει στον έλεγχο της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη. Βέβαια, διοργανώτρια πόλη για το 2023 είχε οριστεί το Ντουμπάι και στη θέση του προέδρου τύχαινε να βρίσκεται ο Al Jaber, επικεφαλής της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Τελικά, ο ίδιος θα υποστηρίξει στη διάσκεψη ότι παρεξηγήθηκαν τα λεγόμενά του, ανακεφαλαιώνοντας τη θέση του για τα ορυκτά καύσιμα με μια κουβέντα, πολύ ενδεικτική για τη μεθοδευμένη ασάφεια που χαρακτήρισε συνολικά αυτή την αμφιλεγόμενη και σε έναν βαθμό ιστορική διάσκεψη που ολοκληρώθηκε: «Έχω αναφέρει επανειλημμένες φορές ότι η μείωση και η κατάργηση των ορυκτών καυσίμων είναι αναπόφευκτη, στην ουσία είναι αναγκαία, και αυτή η μετάβαση [σ.σ. στις καθαρές πηγές ενέργειας] είναι αναγκαία, και πρέπει να γίνει προγραμματισμένα, δίκαια, προς όλους και υπεύθυνα».
Έπειτα από έναν κανονικό μαραθώνιο διαπραγματεύσεων, έπειτα από πέντε αναδιατυπώσεις του κειμένου της απόφασης, υπεγράφη η συμβιβαστική συμφωνία μεταξύ των χωρών, φωτογραφίζοντας για πρώτη φορά τα ορυκτά καύσιμα. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε επίτευγμα και χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος σε αρκετά άρθρα στα ελληνικά media, διαμορφώνοντας έτσι θετικό αίσθημα για την τελική εκτίμηση της διάσκεψης. «Επιτέλους συμφωνία για μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα». «Οι χώρες όλου του κόσμου ενέκριναν την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα». «Μια αχτίδα ελπίδας για τον πλανήτη».
Την επομένη της απόφασης, για ακρίβεια σε λιγότερο από 24 ώρες, τρεις ελληνικές περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι ClientEarth, WWF Ελλάς και το ελληνικό γραφείο της Greenpeace, υπέβαλαν επίσημη καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ελλάδας για προγράμματα έρευνας και εξόρυξης πετρελαίου και ορυκτού αερίου σε θαλάσσιες περιοχές της χώρας, παραβιάζοντας το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο. Εντωμεταξύ, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης που είχε μόλις ολοκληρωθεί, η Ελλάδα είχε παρουσιαστεί ως πρωτοπόρος στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, με την ανάπτυξη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα πράσινα νησιά.
Πώς γίνεται το ίδιο κράτος να επενδύει ταυτόχρονα σε ανεμογεννήτριες και εξορύξεις υδρογονανθράκων; Και τι θα μπορούσε να μαρτυρά αυτό για τη διαφορά ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις των κρατών που συμμετέχουν στη διάσκεψη για το κλίμα; Τελικά, ποια ήταν η απόφαση στην οποία κατέληξαν να συμφωνήσουν οι αντίπαλες πλευρές σε σχέση με τα ορυκτά καύσιμα; Είναι η «αρχή του τέλους» ή βιαστήκαμε να πανηγυρίσουμε;
Για την αποτίμηση της COP28 και τη σημασία του κατεπείγοντος που δείχνει η καταγγελία στην ευρωπαϊκή επιτροπή, απευθυνθήκαμε στον Αλέξανδρο Μουλόπουλο από την WWF Ελλάς και τον Κωστή Γριμάνη από το ελληνικό γραφείο Greenpeace, αρμόδιοι και οι δύο σε θέματα ενέργειας και κλίματος.
Το παιχνίδι των λέξεων στην απόφαση
Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι λέξεις μετράνε. Όπως περιγράφουν οι εκπρόσωποι των δύο περιβαλλοντικών οργανώσεων, στο τελικό κείμενο της απόφασης έχουμε σημεία τα οποία εμπνέουν αισιοδοξία, όπως το ότι τέθηκε σε λειτουργία το Ταμείο για τις Απώλειες και τις Ζημιές για τη στήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών που βάλλονται ακραίες καιρικές συνθήκες, και ότι τα κράτη συμφώνησαν να σταματήσουν την αποψίλωση των δασών μέχρι το 2030, αλλά συγκεκριμένα για το ζήτημα της ενέργειας, που αποτελούσε την καυτή πατάτα της COP8, με τα μέλη του ΟΠΕΚ και χώρες άμεσων συμφερόντων απ’ τις εξορύξεις (π.χ. Κίνα και Ινδία) να σέρνουν τη σύνοδο κορυφής σε ένα παιχνίδι αναδιατυπώσεων για “phase out” ή “phase down” των ορυκτών στην επίμαχη παράγραφο με τον αριθμό 39, το αποτέλεσμα κρίνεται τελικά «κατώτερο των προσδοκιών».
Ειδικότερα, με βάση το κείμενο της απόφασης προκύπτουν τα εξής δεδομένα:
- Έπειτα από σχεδόν 30 χρόνια διαπραγματεύσεων για το κλίμα, πρώτη φορά φωτογραφίζονται στη συμφωνία όλα τα ορυκτά καύσιμα (κάρβουνο, πετρέλαιο και ορυκτό αέριο) ως μοχλός αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, κάτι το οποίο επιστημονικά είναι αποδεδειγμένο από τη δεκαετία του 1970.
- Προβλέπεται δέσμευση για «μετάβαση προς την απομάκρυνση (transition away) από τα ορυκτά καύσιμα στα ενεργειακά συστήματα», τη στιγμή που ορυκτά καύσιμα χρησιμοποιούν επίσης ο αγροδιατροφικός τομέας, οι μεταφορές και η βιομηχανία. Όπως έδειξε η έκθεση Statistical Review of World Energy, τα ορυκτά καύσιμα κάλυπταν το 82% των ενεργειακών αναγκών παγκοσμίως το 2022.
- Η διατύπωση δεν περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμους στόχους στο πλάνο αυτής της μετάβασης, παρά κάνει λόγο ακαθόριστα για «επιτάχυνση αυτή την κρίσιμη δεκαετία», με τελικό στόχο «να επιτευχθούν καθαρά μηδενικές [εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου] μέχρι το 2050».
- Παράλληλα, το σχέδιο της COP28 ανέδειξε πρώτη φορά τη σημασία της ηλιακής και αιολικής ενέργειας, θέτοντας ως στόχο τον «τριπλασιασμό της δυναμικότητας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030», χωρίς αυτό να συνεπάγεται βέβαια και ανάλογη μείωση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
- Ανάλογο φρένο τέθηκε και στον λιγνίτη, στον οποίον επέστρεψε ο πλανήτης εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, με δέσμευση για «περιορισμό στην αδειοδότηση νέων σταθμών παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη».
Δεδομένης της διεθνούς αποτυχίας μέχρι στιγμής να επιτευχθεί ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό της υπερθέρμανσης στο όριο +1,5ºC από τα προβιομηχανικά επίπεδα, «η προσδοκία σε αυτή την COP ήταν να επιτευχθεί συμφωνία για σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, το οποίο όμως δεν έγινε τελικά αποδεκτό», σχολιάζει ο Κωστής Γριμάνης από το ελληνικό γραφείο Greenpeace. «Για τα δεδομένα της COP, μπορεί να είναι επιτυχία, αλλά καθόλου επιτυχία δεν είναι γι’ αυτό που επιτάσσουν σήμερα η πραγματικότητα και η επιστήμη».
Όπως προειδοποίησε πρόσφατα το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), εάν συνεχίσουμε με την τωρινή ενεργειακή πολιτική και τη χρήση των ορυκτών, το τέλος του αιώνα θα βρει τον πλανήτη μεταξύ +2.5 και +2.9°C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, μια διαφορά μοιραία για μια σειρά από λόγους. Το καμπανάκι για την απεξάρτηση από τα ορυκτά, το οποίο κρούεται, δεν αφορά μόνο το τέλος του αιώνα, ούτε το 2050, αλλά ακόμη και την επόμενη δεκαετία, κάτι το οποίο δεν αποτυπώθηκε στη συμφωνία της COP28.
Ακόμη και αν έγινε ξεκάθαρο ως ζητούμενο, με τις 130 από τις 198 χώρες που συμμετείχαν να υποστηρίζουν τη σταδιακή κατάργηση.
«Το σήμα το οποίο δόθηκε τελικά δεν ήταν ισχυρό», σχολιάζει στο ίδιο πνεύμα ο Αλέξανδρος Μουλόπουλος από την WWF Ελλάς. «Συνολικά, δίνεται ναι μεν η κατεύθυνση δράσης αλλά δεδομένης της κρισιμότητας της κατάστασης, η απόφαση δεν είναι αρκετά δεσμευτική και, επίσης, αφήνει διάφορα ανοιχτά παράθυρα».
Τα παραθυράκια που έμειναν ανοιχτά
Δύο σημεία από το κείμενο της απόφασης αυξάνουν ακόμη παραπάνω την ανησυχία για τη διαφορά λόγων και πράξης της COP28: οι λεγόμενες τεχνολογίες μείωσης (abatement) που κλείνουν το μάτι στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων και τα μεταβατικά καύσιμα που αντιστοιχούν σε εξορύξεις υδρογονανθράκων.
Μπορεί στα αλήθεια μια εταιρεία πετρελαίου να συνεχίσει την εξορυκτική της δραστηριότητα, αλλά με πιο «ευσυνείδητο» και «οικολογικό» τρόπο; «Όλες οι τεχνολογίες μείωσης (CCS, CCUS), οι οποίες συνεχίζουν να είναι περισσότερο θεωρία παρά πράξη, εγείρουν θεμελιώδη ερωτηματικά γύρω τους, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα, το κόστος της πρακτικής εφαρμογής, τη διαφάνεια και τη συνολική βιωσιμότητα», όπως παρατηρεί ο Κωστής Γριμάνης από το ελληνικό γραφείο Greenpeace. «Στην απεξάρτηση των παγκόσμιων ενεργειακών συστημάτων από τον άνθρακα, ο ρόλος τους είναι και θα παραμείνει ελάχιστος».
Χαρακτηριστικό είναι το report που εξέδωσε πρόσφατα ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, ένας συντηρητικός οργανισμός που ωστόσο παραδέχεται πλέον το αυτονόητο, αναφέρει πως για να αποδώσουν στους περιβαλλοντικούς στόχους οι τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών όπως το Carbon Capture Storage (μια διαδικασία συλλογής και αποθήκευσης του CO2 είτε από τις πηγές εκπομπών ή από την ίδια την ατμόσφαιρα) θα έπρεπε να απορροφήσουν 32 τρισ. τόνους άνθρακα έως το 2050, από τους οποίους οι 23 τρισ. τόνοι να αφαιρεθούν μέσω απευθείας σύλληψης αέρα – κάτι το οποίο για να γίνει πράξη θα απαιτούσε περισσότερη ενέργεια απ’ όση καταναλώνει σήμερα όλος ο κόσμος.
Ο διευθυντής του οργανισμού Fatih Birol, το χαρακτήρισε «ψευδαίσθηση».
Το δεύτερο ύποπτο σημείο είναι η αναφορά στα μεταβατικά καύσιμα. «Όταν μιλάμε για μεταβατικά καύσιμα, κατά βάση μιλάμε για το ορυκτό αέριο», όπως εξηγεί ο Αλέξανδρος Μουλόπουλος από την WWF Ελλάς.
«Το οποίο ορυκτό αέριο, πέρα από την ευθύνη που έχει για την αύξηση των τιμών και συνολικά την ενεργειακή κρίση την οποία βιώνουμε τους τελευταίους μήνες, περιέχει μεθάνιο – από τα πλέον επιβαρυντικά αέρια για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, που από μόνο του αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για την κλιματική αλλαγή». Εκτός αυτού, οι εξορύξεις υδρογονανθράκων είναι αποδεδειγμένα επικίνδυνες δραστηριότητες για τη φύση, τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα. Οπότε, συμβαίνει το παράδοξο, χώρες που εμφανίστηκαν υπέρμαχες της «σκληρής γλώσσας» για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών στην COP28 να συνεχίζουν να επενδύουν σε εξορυκτικά προγράμματα που την υπονομεύουν.
Μέσα σε αυτές και η Ελλάδα, όπως για ακόμη μια φορά αναδεικνύεται με την προσφυγή των τριών περιβαλλοντικών οργανώσεων στην ευρωπαϊκή επιτροπή.
Οι εξορύξεις υδρογονανθράκων στην Ελλάδα
Στην καταγγελία που κατατέθηκε στις 14/12/2023 δίνεται έμφαση «στις θαλάσσιες περιοχές της Κρήτης και του Ιονίου, οι οποίες είναι σημαντικοί βιότοποι για εμβληματικά θαλάσσια είδη, όπως είναι τα δελφίνια, οι φάλαινες και οι θαλάσσιες χελώνες καρέτα-καρέτα», παραθέτει ο Αλέξανδρος Μουλόπουλος απ’ την WWF Ελλάς. Κατά της διάρκεια της διάσκεψης, όπως συνεχίζει, «ο πρωθυπουργός παρουσίασε τη χώρα ως πρωτοπόρο στον τομέα της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, αλλά δυστυχώς παρέλειψε να αναφέρει τα προγράμματα έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, τα οποία βλέπουμε να εγκρίνονται συνεχώς και με χαριστικούς όρους».
Η νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία της φύσης υποχρεώνει τις ελληνικές αρχές να αξιολογούν δεόντως τις επιπτώσεις που θα πρόκειται να επιφέρουν τα προγράμματα αυτά στις προστατευόμενες περιοχές του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου Natura 2000, προτού εγκριθούν.
«Αυτή τη στιγμή, είναι σαν να προσπαθούμε να περπατήσουμε προς τα μπροστά, γυρνώντας και κοιτώντας συνεχώς προς τα πίσω», σχολιάζει κλείνοντας ο Αλέξανδρος Μουλόπουλος.
«Η χώρα μας με διάφορες συμφωνίες συνεχίζει και βυθίζεται σε περαιτέρω εξάρτηση στα ορυκτά καύσιμα, επενδύουμε όλο και περισσότερο σε υποδομές ορυκτού αερίου, επενδύουμε και σχεδιάζουμε προγράμματα εξορύξεων υδρογονανθράκων, ενώ γνωρίζουμε ότι υπάρχουν απείρως καλύτερες λύσεις για εμάς και το μέλλον που θέλουμε να χτίσουμε».