Δεκέμβρης στα Δωδεκάνησα: θλίψη και μαγεία
Ένα οδοιπορικό του Μένιου Σακελλαρόπουλου από τη Ρόδο με τα παιδιά του Λάνσελοτ ως την Πάτμο που μυρίζει δόξα και ιστορία.
- 19 ΔΕΚ 2017
Η πάλη τους ήταν τόσο δυνατή που έκοβε την ανάσα, κάνοντας τα πετεινά τ’ ουρανού και τα ψαροπούλια να τρέχουν να κρυφτούν για να μη μπλέξουν. Βροντούσε ο ουρανός κι έβγαζε στην επίθεση τα μαύρα του σύννεφα, που απειλούσαν με γενική επέλαση. Κι η θάλασσα απαντούσε με δυνατό βουητό, στέλνοντας τα κύματα να χορέψουν έναν πολεμικό χορό.
Δυο τεράστια γαλάζια πέπλα που από το θυμό έγιναν σκούρα μπλε, διεκδικώντας και τα δυο την πρωτοκαθεδρία στον χειμώνα. Γιατί το καλοκαίρι μονιάζουν και συμβαδίζουν αρμονικά. Αλλά το χειμώνα; Κάτι τα πιάνει και τσακώνονται και πολεμάνε βρίζοντας.
Ο ουρανός θέλει την ηγεμονία, το φωνάζει: Κι όπως δαγκώνει αράχνη, δάγκωσε το φως… Κι η θάλασσα; Επέδειξε την ανωτερότητά της: Θε μου πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα…Και το φωνάζει κελαρυστά:Έλαμψαν οι γιαλοί κι όλο το πέλαγος…
Δωδεκάνησα, δύσκολος Δεκέμβρης, θλιμμένος Δεκέμβρης, κι ας έρχονται Χριστούγεννα. Λάμπουν βέβαια τα φωτάκια, παλεύοντας να σπάσουν τη μαυρίλα του καιρού και της ψυχής, αλλά είναι πιο δυνατά καμιά φορά τα μαύρα πέπλα, ο ουρανός κι η θάλασσα. Κι ήταν μέρες που αχνόφεγγε ταραγμένο κι άκεφο το φεγγάρι, μια κουκκίδα που πάλευε να ξεμαρκαριστεί από το πνιγηρό πρέσινγκ των σύννεφων.
Είναι δύσκολος ο χειμώνας στα νησιά, αυτά που σφύζουν από ζωή τους μήνες του καλοκαιριού και ευωδιάζουν την άνοιξη και λαμποκοπάνε ακόμα το φθινόπωρο. Κι είναι μέρες, κάμποσες μέρες, που έχουν εικόνα εγκατάλειψης, θαρρείς και τα καταράστηκε ο μεθυσμένος θεός του καλοκαιριού -που τα ήθελε μόνο δικά του- να περνάνε μελαγχολικά όταν αυτός φεύγει κι αλλάζει ήπειρο.
Ποτέ δεν είχα βρεθεί Δεκέμβρη μήνα στα Δωδεκάνησα, φτάνοντας -κάποτε- ως τα μέσα Σεπτέμβρη, τότε που ακόμα όλα ήταν πολύ γλυκά κι έπαιρνες αγκαλιά τη γαλήνη για να πορευτείς όμορφα, ένας χορός του έρωτα της ψυχής
Αλλά στον ασπρομηνά τον Δεκέμβρη, όλα τα βρήκα αλλιώς. Και, να με συγχωρέσουν οι άνθρωποι εκεί, αλλά ένιωθες ένα σφίξιμο στην ψυχή, ένα μαντήλι μελαγχολίας να σου σφίγγει το λαιμό. Να ήταν τα δυο μαύρα πέπλα, ουρανός και θάλασσα; Να ήταν η ερημιά που τσίριζε και κραύγαζε και κουνούσε το δάχτυλο και φυσούσε μαυρίλα στο πρόσωπο; Να ήταν τα πολλά κλειστά μαγαζιά και κάποιοι εντελώς ερημωμένοι δρόμοι; Να ήταν η έλλειψη των θορύβων του καλοκαιριού; Μπορεί και όλα μαζί.
Παρόλα αυτά ένιωθα μαγεμένος εκεί στις ερημιές, μπροστά στην ιερουργία των αέρηδων. Και ναι, το ένιωθες πολύ, ακόμα κι όταν σε μαστίγωνε η θάλασσα με την αρμύρα της. Θε μου πρωτομάστορα…
Στο νησί των ιπποτών, τη Ρόδο, εκεί που μεγαλούργησαν τα παιδιά του Λάνσελοτ, έβλεπες κόσμο μόνο στην πόλη. Περιοχές που το καλοκαίρι είναι πλημμυρισμένες από κόσμο και λαό, όπως το Φαληράκι, έμοιαζαν σαν να ειδοποιήθηκαν ότι έρχονται γερμανικά τανκς κι οι άνθρωποι εγκατέλειψαν το μέρος για να σωθούν. Όλα κλειστά, σαν να μην υπήρχε ποτέ ζωή.
Αλλά και σε μια από τις πιο επισκέψιμες περιοχές της Ελλάδας, την περίφημη μεσαιωνική πόλη με το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, ήταν σαν να υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Βρέθηκα μόνος με κάμποσες γάτες, που κι αυτές εξαφανίστηκαν όταν άρχισε η βροχή. Μαρμαρωμένοι βασιλιάδες οι δρόμοι και τα σιντριβάνια, κλειστά όλα μα όλα τα μαγαζιά. Μου έγνεφε το μουσκεμένο κάστρο, όπως, και λίγο μετά, το άγαλμα του ελαφιού στο Μανδράκι, εκεί που κάποτε έστεκε ο γίγαντας Κολοσσός.
Πρωί-πρωί, με την αυγούλα, έφυγα με το καταμαράν με προορισμό την ιερή Πάτμο. Λίγος κόσμος και πολλά τα μποφόρ, ψωμοτύρι για τους κατοίκους, τους ζυμωμένους στην αρμύρα και τους ανέμους και τις φουρτούνες και τα μποφόρ. “Είναι η καρδιά μας αυτό το πλοίο. Το μόνο που ενώνει τα νησιά, αυτό που μας κάνει να ανασαίνουμε και να νιώσουμε ότι δεν είμαστε παρατημένοι“, που λέει ο διπλανός μου, ένας φαρμακοποιός που πήγαινε για μια δουλειά στην Κάλυμνο.
Δεν είχε βέβαια στο πλοίο τον… Γουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί, αλλά κάπως έτσι μπορεί να ένιωθε ο Νίκος Καββαδίας εκεί στη φουσκωμένη θάλασσα. Εμείς οι ναυτικοί έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη. Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή, που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.
Ναι, πολλοί ήταν σκυθρωποί γύρω μου, κι ίσως να έφταιγε ο καιρός, τα βαριά πέπλα του χειμώνα που ρίχνουν τη διάθεση. Κι έμοιαζε ατέλειωτο το ταξίδι, βασανιστικό, όπως αυτό της Εσμεράλδας. Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές…
Η κούκλα Σύμη με το πέτρινο ρολόι της, μια πανδαισία από τη Βίγλα ως το Γιαλό, σαν πίνακας ζωγραφικής, ή, καλύτερα, σκηνικό θεάτρου. Κι εκεί, στο λιμάνι, πέντε άνθρωποι όλοι κι όλοι να περιμένουν να επιβιβαστούν. Έσφιγγε η μελαγχολία στην Κω, την Κάλυμνο, τη Λέρο, τους Λειψούς, με εικόνες ερημιάς στο λιμάνι, θαρρείς και δεν υπήρχε τόση ζωή.
Κι αυτά ήταν τα ‘καλά’. Γιατί τι να γίνεται στο Φαρμακονήσι των δέκα (!) κατοίκων, το Γυαλί των είκοσι, τη Σαρία των σαράντα πέντε, την Ψέριμο των ογδόντα ψυχών; “Είναι τρομερά δύσκολο, φαρμάκι. Οι άνθρωποι νιώθουν απομόνωση και φόβο γιατί τα δρομολόγια είναι πιο δύσκολα και αραιά το χειμώνα. Αν αρρωστήσει κανείς, απλά κάνει το σταυρό του! Γιατί μόνο αν είναι κάτι πολύ σοβαρό θα σηκωθεί ελικόπτερο“, μου λέει ο Γιάννης, ένας καλοκάγαθος Ροδίτης που πήγαινε σε κάτι συγγενείς του στην Κάλυμνο.
“Είναι αργή η ζωή, πολύ αργή το χειμώνα. Σαν να σου δίνει χαστούκια να κάτσεις μέσα στο σπίτι να κοιτάς τα ντουβάρια. Κι οι μεγάλοι σε ηλικία παρακαλάνε να τη βγάλουν καθαρή κι αυτό το χειμώνα, και βλέπουν μέχρι τον επόμενο. Εσείς από την Αθήνα δεν θα αντέχατε τρίτη μέρα! Μόνο για το καλοκαίρι είσαστε. Η ερημιά, η μοναξιά, η απομόνωση, οι ανησυχίες μήπως συμβεί κάτι, όλα αυτά θα σας τρέλαιναν“, προσθέτει με ένα ύφος σαν να με μαλώνει. Κι ύστερα θυμώνει:
Πού είναι τα υδροπλάνα που μας έταζαν για να καλυτερέψει η ζωή μας; Τουλάχιστον να τα δουν τα εγγόνια μας
Όταν πιάσαμε το λιμάνι του και με χαιρέτησε, μου πέταξε αρμύρα: “Χαιρετισμούς στην πρωτεύουσα. Σας περιμένουμε το καλοκαίρι. Κι έχει ο Θεός ως τότε“. Όταν ήρθε το μπουγάζι, μετά τη Λέρο, το καταμαράν άρχισε να πηγαίνει με τις ‘πάντες’ και τα είδα όλα, άμαθος όπως είμαι. Κάποιοι έμειναν ατάραχοι -όχι εγώ- άλλοι έσφιγγαν το κάθισμα, κάποιοι έτρεξαν στις τουαλέτες. Φουσκοθαλασσιά και κούνημα γερό, τα είδα όλα για μια ώρα, εκεί που σκέφτηκα μήπως ο παπαγάλος μου `στειλε στερνή φορά το γεια σου.
Αλλά όταν ξεπρόβαλε αυτό το μαργαριτάρι μέσα στη θάλασσα, η συγκλονιστική Πάτμος, τα ξέχασα όλα. Μύριζε δόξα και ιστορία και γαλήνη και μεγαλοπρέπεια και ηρεμία και δύναμη. Το όνειρο είχε χρώμα. Η μεγαλόπρεπη μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου υποδεχόταν με ένα νεύμα τον επισκέπτη, τον τύλιγε με ένα μυστηριακό πέπλο άκρατης χαράς.
Μιλούσαν τα πουλιά με τα ψάρια, ιερουργούσαν ξανά οι αέρηδες, μια συναυλία ερωτική που έφτανε κατευθείαν στην ψυχή. Μια Σκάλα που έφερνε μουσική στην καρδιά και την έκανε να ευφραίνεται με την εικόνα της. Η παγωμένη λάβα στο Ζουλούφι έβγαζε ροκ. Κάτω από το Θεό, ο Προφήτης Ηλίας, μεγαλόπρεπο μπαλκόνι της Πάτμου, ετοιμαζόταν για την επίθεση του μαύρου πέπλου, παρακολουθώντας σιωπηλός τη σύγκρουση των σύννεφων.Δέος.
Κι ακόμα περισσότερο εκεί στη μονή, όταν στο καμπαναριό της άρχισαν να σέρνουν το χορό δεκάδες κουρούνες, κατεργάρες και κλέφτρες, σύμβολα συζυγικής ευτυχίας που λένε οι Αιγύπτιοι. Τι θέαμα! Θα έκανε το National Geographic να αφιερώσει δίωρη εκπομπή. Στο καφέ που πήγαμε με το Σταύρο, το άρωμα του ελληνικού δεν κατάφερε να νικήσει την υπέροχη μυρωδιά της θάλασσας και της αρμύρας της.
“Δεν είστε μόνο τυχεροί που ζείτε εδώ αλλά και ευλογημένοι“, είπα αυθόρμητα, αλλά κάποιος είχε αντίθετη άποψη. “Μας δουλεύετε κι από πάνω ε; Αν είμαστε τόσο τυχεροί, ελάτε να ζήσετε το χειμώνα“. Ναι, είναι κι εκεί δύσκολα, και πολλοί από τους εμπόρους φεύγουν κάποιους μήνες το χειμώνα, να πάρουν μερικές ανάσες και να γυρίσουν.
Αλλά ‘εγώ ο ξένος’, ένιωθα να μου μιλάει η θάλασσα και τα βράχια, το συγκλονιστικό τοπίο, η μαγεία που περπατούσε και πετούσε και κολυμπούσε.”Είναι όντως δύσκολα. Και σε άλλα νησιά είναι πολύ πιο δύσκολα από μας. Νέκρα“, παραδέχτηκε ο Σταύρος, που ζει -και παλεύει εκεί- όλο το χρόνο.
“Είναι όνειρο να ξυπνάς και να βλέπεις αυτή τη μαγεία, όντως. Τουλάχιστον δεν τρέχουμε πανικόβλητοι σαν εσάς να μπούμε ή να βγούμε από το μετρό. Είσαστε… κουρδισμένοι” Έφτασα ξεκούρδιστος στο λιμάνι, για την επιστροφή. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος κοιμόταν γαλήνιος. Το φεγγάρι αχνόφεγγε άκεφο, ήταν οι μέρες που δεν είχε διάθεση.
Παρά το παραμιλητό που δημιουργεί η φύση κι η θάλασσα και το απέραντο γαλάζιο, αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας κάνει θλιμμένους ανθρώπους το χειμώνα. Και τα θλιμμένα χαιρετίσματα θα ήταν αλλιώς, αν το χάδι από την πρωτεύουσα ήταν πιο ζεστό, όπως έλεγαν οι περισσότεροι. Τα μαργαριτάρια, εκεί στην απέραντη θάλασσα, θέλουν και φροντίδα.