ΤΑΞΙΔΙ

Δεν υπάρχει πιο παρεξηγημένο μέρος από την Αγία Νάπα

Μην κάνεις το λάθος και πας στο διάσημο θέρετρο της Κύπρου μόνο για τα ποτά και τα πάρτι.

Στο γραφείο νομίζαμε ότι το καλοκαίρι είχε πια τελειώσει, ότι οι άδειες είχαν δουλέψει καλά τις προηγούμενες βδομάδες, ότι δεν θα υπήρχε ξανά λόγος να συζητήσουμε κάτι σχετικό με “ταξίδι”, “θάλασσα”, “πότε σε βολεύει”, “εγώ θα πάω”, ‘όχι,  εγώ θα πάω”, “ΕΙΠΑ ΕΓΩ”. Κάναμε όμως λάθος. Μία πρόσκληση για διήμερο στην Αγία Νάπα, ετοιμαζόταν να υψώσει ένα νέο τείχος ανυπέρβλητων έριδων μεταξύ των ανθρώπων που η μοίρα τους έστειλε να μασουλάνε μουστοκούλουρα δίπλα δίπλα στο ίδιο γραφείο. Προτού τα πράγματα εκτραχυνθούν και αρχίσουν να εκτοξεύονται δάκρυα και φονικά παρακάλια στον αέρα, ο διευθυντής ήρθε για να δώσει τη λύση. “Εσύ θα πας”, είπε δείχνοντας εμένα και εγώ με τη σειρά μου είπα “εγώ θα πάω”, δείχνοντας τους λούζερς του γραφείου και κηρύσσοντας την ανακωχή. Ποια ανακωχή; ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ. Δεν σας χάλασε. Μιλάμε ρε… ό, τι θέλετε πάρτε στο κινητό, ΘΑ ΚΑΝΩ ΜΠΑΝΙΟ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΒΕΒΑΙΑ, αλλά κάποια στιγμή θα το δω.

Γεια.

Η πρόσκληση είχε σταλεί απ’ τον δήμο της Αγίας Νάπας, όχι μόνο σε μας, αλλά σε μία μικρή ομάδα δημοσιογράφων (πιο σοβαρών από μένα) από διάφορα μέσα με σκοπό να μπορέσουμε να δούμε την άλλη πλευρά της περιοχής, την πλευρά της Αγίας Νάπας που δεν προβάλλεται όσο πρέπει.

Αλλά για μισό λεπτό. Beach bar, party, ξενύχτι μέχρι το πρωί μαζί με χιλιάδες τουρίστες, αυτό δεν είναι η Αγία Νάπα. Ποια άλλη πλευρά;  Εχμ… λοιπόν θα εντυπωσιαστείς κι εσύ, όπως κι εμείς, όταν θα δεις ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο. Και κυρίως το πόσο το παλεύουν εκεί κάτω για να καταλάβουν και οι επισκέπτες από όλον το πλανήτη ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο.

Για να πας στην Αγία Νάπα πρέπει να προσγειωθείς στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, το οποίο απέχει 1 ώρα και 45 λεπτά από το Ελευθέριος Βενιζέλος και άλλα περίπου 40 λεπτά απ’ την Αγία Νάπα.

Και αυτό κάναμε.

Φτάσαμε, αφήσαμε γρήγορα τα πράγματα στο ξενοδοχείο, χαζέψαμε τη θέα απ’ το μπαλκόνι, αρχίσαμε να εκνευρίζουμε τον κόσμο στο Instagram με την επιδειξιομανία μας, γνωρίσαμε τον δήμαρχο, τον Γιάννη Καρούσο,  και φύγαμε για τη νέα μαρίνα της Αγίας Νάπας, να δούμε από κοντά ένα αρχιτεκτονικό θαύμα που βρίσκεται στα σκαριά. Υπερβάλλω πιστεύεις;

Δες εδώ τη φωτογραφία:

 

Και αυτή τη φωτογραφία:

Η νέα μαρίνα θα περιλαμβάνει αυτούς τους δύο εντυπωσιακούς πύργους, που αναμένονται να γίνουν σήμα κατατεθέν, όχι μόνο για την περιοχή, αλλά και για όλη την Κύπρο. Οι δύο πύργοι θα κλείνουν στο εσωτερικό τους 190 ευρύχωρα και πολυτελή διαμερίσματα, με τα μισά να έχουν ήδη πουληθεί σε Έλληνες και ξένους. Η εντυπωσιακή μαρίνα θα είναι έτοιμη μέχρι το 2021 και θα παρέχει τη δυναμικότητα ελλιμενισμού και παροχής ολοκληρωμένων υπηρεσιών σε 600(!) σκάφη, μαζί με μια σειρά από επιλεγμένα καταστήματα και εστιατόρια.

Στη συνέχεια το πρόγραμμα περιελάμβανε επίσκεψη στη βραβευμένη παραλία Nissi Beach, όπου αν και 14 Σεπτεμβρίου, η άδεια ξαπλώστρα παρέμενε ένα άπιαστο όνειρο, κάτι που πλανιόταν στον αέρα σαν μια υπεραισιόδοξη ιδέα. Δεν ξέρω σε ποιο άλλο ελληνικό νησί συμβαίνει αυτό, αλλά εκεί η καλοκαιρινή σεζόν φαίνεται ότι τραβάει γεμάτη μέχρι και τον Οκτώβριο. Η υπόλοιπη μέρα πέρασε με φαγητό, μπάνιο, συζήτηση για τα μελλοντικά σχέδια του δήμου, που κυρίως άκουγα κατά λάθος, καθώς είχα το μυαλό μου στην ομορφιά που απλωνόταν μπροστά στα μάτια μου (συγγνώμη δήμαρχε).

Την επόμενη μέρα, μας περίμενε ένα μίνι σπριντ για να προλάβουμε να δούμε όλα τα εναλλακτικά σημεία της περιοχής, πριν πέσει η ζέστη και ρημαδοπάμε μια βόλτα με ένα ρημαδοσκάφος, ένα παλιογιότ, ένα απ’ αυτά τα βενζινοκίνητα, τα κότερα, τα πώς τα λένε.

Ξεκινήσαμε, λοιπόν, από το Πάρκο Γλυπτικής, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι του Ακρωτηρίου Κάβο Γκρέκο και της Λεωφόρου Κρύου Νερού (αλλά κυρίως δίπλα στο ξενοδοχείο που μέναμε). Το πάρκο γλυπτών αποτελείται από μια μεγάλη συλλογή έργων από περισσότερους από 50 καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο, που συνεχώς αυξάνεται. Οι γλύπτες φιλοξενούνται στο νησί και αφήνουν πίσω τους αυτά τα υπέροχα έργα, τα οποία είχαμε την τύχη να μας τα δείξει μία θρυλική μορφή της περιοχής, ο κύριος Κίκης, πρώην πρόεδρος της Ανόρθωσης την χρονιά που απέκλεισε τον Ολυμπιακό στο Champions League. (Τύχη για όσους δεν είμαστε Ολυμπιακοί, εννοώ). Να πας δηλαδή στην Αγία Νάπα για να χαζέψεις γλυπτά; Κι όμως.

Στη συνέχεια, μπήκαμε στο βανάκι και φύγαμε για το Μουσείο Θάλασσας, πάντοτε προσπαθώντας να συνηθίσουμε το γεγονός ότι οι Κύπριοι οδηγούν ανάποδα (ή μήπως εμείς οδηγούμε ανάποδα;) και ότι δεν παίρνει κλειστά τις στροφές ο οδηγός, μια χαρά ξεμέθυστος είναι δόξα τον Θεό, εμάς μας φαίνεται έτσι.

Το Μουσείο Θάλασσας είναι με μία λέξη εντυπωσιακό, είναι ένα μουσείο που δεν περιμένεις ότι θα συναντήσεις σε ένα τόσο τουριστικό μέρος, ένα πραγματικό μικρό διαμάντι, ευτυχώς κατεργασμένο και πολύ επιδέξια μάλιστα. Στις αίθουσές του περιλαμβάνει ευρήματα από την προϊστορική περίοδο -κάποια απολιθώματα χρονολογούνται μέχρι και 130 εκατομμυρίων χρόνων-,  καθώς κι ένα εντυπωσιακό αντίγραφο, σε φυσικό μέγεθος, του ελληνικού εμπορικού πλοίου ‘Κερύνεια ΙΙ’ του 4ου αιώνα π.Χ., το οποίο βυθίστηκε στην περιοχή γύρω στο 300 π.Χ. Το ίδιο εντυπωσιακά είναι και τα δεκάδες είδη υδρόβιας ζωής που θα δεις βαλσαμωμένα και που ευτυχώς, όπως μας εξήγησε ο υπεύθυνος του μουσείου, όλα βρέθηκαν νεκρά, προτού βαλσαμωθούν. Κανένα ζώο δεν τραυματίστηκε για τις ανάγκες των γυρισμάτων, είναι κάθετο αυτό.

Σειρά είχε το Μεσαιωνικό Μοναστήρι της Αγίας Νάπας, όπου σύμφωνα με τους ντόπιους στη σπηλιά -η οποία έχει γίνει εκκλησία- βρέθηκε από κάποιο κυνηγό μία εικόνα της Παναγίας. Ωστόσο, ‘Αγία Νάπα’ σημαίνει ‘Αγία του Δάσους’, ενώ το μοναστήρι όπως σώζεται σήμερα, είναι κτίσμα του 15ου αιώνα, όταν η Κύπρος ήταν ακόμη βενετσιάνικη. Από το 1758 και μετά, σταμάτησαν να ζουν μοναχοί εκεί, αλλά αυτό που κυρίως αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι ακόμα κι αν δεν είσαι συνηθισμένος στον ‘εκκλησιαστικό τουρισμό’, να γυρνάς δηλαδή από ξωκκλήσι σε ξωκκλήσι και να θαυμάζεις κτίσματα και εικόνες, εκεί θα εντυπωσιαστείς. Είναι τόσο καλοδιατηρημένο και τόσο επιβλητικό στο εσωτερικό του, που νομίζεις ότι ταξιδεύεις κατευθείαν σε εκείνη την εποχή, όπου με το που θα έβλεπες ένα πλοίο με μαύρη σημαία να πλησιάζει τη στεριά, θα έτρεχες να βρεις καταφύγιο πίσω απ’ τα πέτρινα τείχη του.

Τελευταία στάση το Κάβο Γκρέκο, η μικρή χερσόνησος αλλά και ακρωτήρι νοτιοανατολικά της Κύπρου, μία περιοχή χαρακτηρισμένη εθνικό δασικό πάρκο, ενταγμένο στο πρόγραμμα φύση 2000 (Natura). Η ζέστη εκείνη τη μέρα ήταν αφόρητη, αλλά για μας που φτάσαμε στην κορυφή με το βανάκι, ήταν μία πάρα πολύ ευχάριστη βόλτα. Οι υπόλοιποι, για να φτάσετε στην κορυφή θα χρειαστείτε σίγουρα άνετα παπούτσια, καπέλο και άφθονο νεράκι. (Συγγνώμη γι’ αυτήν την επίδειξη αλαζονείας, αλλά πότε θα έχω πάλι την ευκαιρία;). Ωστόσο η θέα θα σας αποζημιώσει. Εκτός κι αν φοβάστε τα ύψη κι εσείς όπως εγώ ή όπως καλύτερα μου είπε κάποια συνάδελφος, έχετε ‘ακροφοβία’. Δεν ξέρω τι έχω τελικά, απλά μη με πάτε δίπλα σε γκρεμούς και όλα καλά θα πάνε. Τη γιωτοσύνη μου ήρθε να αναδείξει ακόμα περισσότερο και η αποκάλυψη του δημάρχου, ότι  κατά την εκπαίδευσή του ως καταδρομέας, οι αξιωματικοί τους έβαζαν να κατεβαίνουν αυτούς τους βράχους με σκοινί. Αρκετά. Αφήστε με να χαζέψω τη θέα. Θα ντραπώ για μένα άλλη φορά, τόσες ευκαιρίες θα έχω.

(Μπορούσα και πιο στραβή φωτογραφία. Δεν ήθελα)

Και τώρα η μεγάλη στιγμή, μια εμπειρία που στα 35 μου χρόνια δεν αξιώθηκα ποτέ να ζήσω παρότι υπερβολικά πλούσιος από πολύ μικρή ηλικία. Η βόλτα με κότερο, αν και είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχει καλύτερη λέξη απ’ αυτή, κάτι που να μη θυμίζει τους μπαρμπάδες στα χωριά που έλεγαν τα αυτοκίνητα, ‘κούρσες’.

Ξεκινήσαμε από το λιμάνι της Αγίας Νάπας και προχωρήσαμε παράλληλα στην ακτογραμμή, χαζεύοντας το Παραλίμνι και τον Πρωταρά, αλλά κυρίως τα νερά που ζητούσαν να δροσίσουν τις γεμάτες κοιλιές μας. Σταματήσαμε κοντά στις σπηλιές του Κάβο Γκρέκο, με το πρόγραμμα να περιλαμβάνει και scuba diving, αλλά εντάξει, εδώ απλά γελάω. Αυτό που κάναμε ήταν να φάμε σαν κτήνη -ευχαριστούμε το ευγενέστατο πλήρωμα μας ανέχτηκε-, να βγάλουμε μπλούζες, να βουτήξουμε απ’ το σκάφος και να λέμε “πιαστείτε από πουθενά, από κανά σκοινί, γιατί δεν μας βλέπω καλά”. Θέλαμε και scuba diving, που φάγαμε και ήπιαμε σαν να εξαρτιόταν η σωτηρία του κόσμου απ’ αυτό. Το σκάφος συνέχισε το ταξίδι του μέχρι τα όρια της ακτογραμμής της ελεύθερης Αμμοχώστου, όπου μέσα από κυάλια που μας προμήθευσε ο καπετάνιος, μπορέσαμε να δούμε την έρημη μεγαλούπολη, τις πολυκατοικίες να στέκουν γυμνές μετά την εισβολή και να ακούσουμε τις ιστορίες που είχαν να μας διηγηθούν. Απ’ τις λίγες στιγμές που μπορείς να συνειδητοποιήσεις με τα ίδια σου τα μάτια τι σημαίνει ‘εισβολή’, ‘προσφυγιά’ και ‘ερήμωση’.

Βάλαμε πλάτη τον ήλιο που είχε αρχίσει να δύει και ξεκινήσαμε για πίσω, λέγοντας ιστορίες που διακόπτονταν μόνο απ’ το κύμα ή τον δυνατό αέρα. Ήταν η στιγμή που είχε βγει η κούραση(;) της ημέρας, η στιγμή που η ομάδα έγινε πιο ομάδα, καθώς μοιραζόμασταν πιο ιδιαίτερες και προσωπικές ιστορίες, χωρίς διάθεση για πλάκα πια.

Από κει και πέρα δεν έχω να πω κάτι άλλο. Το βράδυ εννοείται ότι πήγαμε να φάμε, εννοείται ότι γυρίσαμε τα clubs και τα μπαράκια με τις δαιδαλώδεις εισόδους και τους πιτσιρικάδες, αλλά γι’ αυτά δεν χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω. Γι’ αυτά φημίζεται η Αγία Νάπα και είμαι ο πλέον ακατάλληλος να περιγράψω τη νυχτερινή ζωή οποιουδήποτε μέρους (εκτός κι αν περιλαμβάνει κρεβάτι και ένα laptop γεμάτο σειρές).

(ή ταινίες)

(ή το Witcher το 3)

Το καταλαβαίνω, το αντιλαμβάνομαι, είναι λίγο δύσκολο ακόμα για κάποιον να πάει στην Αγία Νάπα για κάτι πέρα από τη ξέφρενη ζωή και τις παραλίες. Το κλίμα όμως αλλάζει και μη σου κάνει εντύπωση αν τα επόμενα χρόνια είναι το ίδιο γνωστή για τη ζωή της, όσο και για το γεγονός ότι ήταν το αγαπημένο μέρος του Σεφέρη. Κάτι παραπάνω θα είχε δει ο ποιητής, δεν μπορεί.