Εurokinissi
LIFE

Δίκη Τοπαλούδη: Το ρίγος πίσω από την αγόρευση-καταπέλτη της εισαγγελέως

Η αγόρευση της Αριστοτελείας Δόγκα αφήνει χώρο για συζητήσεις ως προς το νομικό σκέλος. Σίγουρα όμως είναι ένα ορόσημο ως προς το πολιτικό.

Η περίπτωση της αγόρευσης της εισαγγελέα Αριστοτελείας Δόγκα είναι μια από εκείνες τις περιπτώσεις ειδήσεων που εντοπίζεις στα social media ξανά και ξανά. Βλέπεις ότι διάφοροι άνθρωποι γύρω σου δηλώνουν συγκλονισμένοι. Αλλά τις αποφεύγεις. Όχι συνειδητά. Ίσως με μια προκατάληψη. Πόσο συγκλονιστικός μπορεί να είναι ο λόγος μιας εισαγγελέα. Έχουμε τους εισαγγελείς στο μυαλό μας υπό μια συγκεκριμένη οπτική.

Όταν τον διάβασα τελικά, το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν μια ανακούφιση. Δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που διάβασα την κλασική παρομοίωση του λόγου ενός ή μιας εισαγγελέα ως καταπέλτη. Δυστυχώς όμως σε πολλές από αυτές ο καταπέλτης στόχευε προς τον αδύναμο. Αυτή δεν ήταν μια τέτοια περίπτωση.

“Είπα στον πατέρα της Ελένης Τοπαλούδη, μην ανησυχείτε. Εγώ ζω με αυτήν την κοπέλα. Εγώ παιδιά δεν έχω. Έχω όμως δικογραφίες με παιδιά… θέλω και εγώ να βγει η αλήθεια. Αυτό που απηχεί καλύτερα την αλήθεια που θέλετε να ακούσετε είναι ότι το παιδί σας ήχθη ως πρόβατο επί σφαγή και ως αμνός άμωμος… Ας επικρατήσει Δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος όλος. Αυτό εκφράζει την Εισαγγελέα της έδρας”

Ο λόγος της Δόγκα ήταν πράγματι ιδιαιτέρως φορτισμένος. Φορτισμένος συναισθηματικά. Πράγματι μιλάμε για ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που έχει δει η ελληνική δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια. Οι λεπτομέρειες και η αφήγηση του τι πέρασε η Ελένη Τοπαλούδη θα μας μείνουν για πολύ καιρό στο μυαλό. Το ίδιο και ο βασανισμός της που προέκυψε ως αποτέλεσμα του ότι απλά είπε “όχι”. Ακόμα και στο δικαστήριο αναπαράγονταν λόγοι που ουσιαστικά δικαιολογούσαν την πράξη. Λόγοι παρμένοι από την ίδια δεξαμενή που γέννησε το έγκλημα.

“Η Ελένη δεν ξέρει τι έρχεται για αυτό δε ζητάει βοήθεια, όπως λένε. Την έπεισαν να πάνε στο σπίτι. Μέσα από το φορτηγό η Ελένη πρέπει να στέλνει το μήνυμα στην φίλη της «πάρε με τηλ. σε μια ώρα”…Είναι προαποφασισμένο ότι σε περίπτωση άρνησης η Ελένη δεν θα φύγει, θα βιαστεί. Η Ελένη δε θέλει…Η Ελένη ανθίσταται, αρνείται. Αν η Ελένη ήταν ένα μέρος έστω από αυτά που περιγράψανε ξέρετε τι θα έκανε; Θα προσποιούνταν για να γλυτώσει τη ζωή της”.

Η πρόσληψη του συναισθηματικού λόγου της εισαγγελέα γίνεται στο πλαίσιο μιας συλλογικής ανακούφισης. Της ανακούφισης μιας κοινωνίας που έχει μάθει να επαναλαμβάνει ως κούφιες λέξεις ότι έχει εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη. Μια εμπιστοσύνη όμως που έχει κλονιστεί. Ιδίως μάλιστα ως προς την υπεράσπιση των αδυνάμων. Και η Ελένη Τοπαλούδη γίνεται σύμβολο αυτών των αδυνάμων.

Καταλαβαίνω όσους προβληματίζονται για το γεγονός ότι ο λόγος της εισαγγελέα ήταν πολύ συναισθηματικός. Καταλαβαίνω κιόλας ότι μπορεί να δημιουργήσει και ένα περίεργο προηγούμενο συναισθηματικής φόρτισης που να μην είναι, όπως τώρα, για καλά. Η ίδια πάντως η Αριστοτελεία Δόγκα τόνισε από την αρχή ότι πίσω από τον θεσμικό τους ρόλο, οι δικαστικοί είναι άνθρωποι. Έχουν συναισθήματα, έχουν θυμό, χαρά, λύπη. Υπάρχουν φυσικά σε αυτή της την επιλογή και μερικά ΟΜΩΣ που αποτυπώνονται εξαιρετικά σε αυτή την ανάρτηση του δικηγόρου Θανάση Καμπαγιάννη.

Σε κάθε περίπτωση, τα δικαστήρια είναι χώροι που παράγεται και πολιτική. Αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί νομίζω κανείς. Έχοντας αυτό υπόψη μπορούμε να δούμε και τον λόγο αυτό ως μια απάντηση. Μια απάντηση στις ερωτήσεις του στιλ “και πού πήγαινες τέτοια ώρα;”. Ερωτήσεις με τις οποίες έχουν βρεθεί αντιμέτωπες χιλιάδες γυναίκες που καταγγέλλουν βιασμό ή απόπειρα βιασμού. Από τον αστυνομικό υπηρεσίας στον οποίο έκαναν την καταγγελία μέχρι την τελική αγόρευση του εισαγγελέα. Από αστυνομικούς, δικαστικούς, φουρνάρηδες, ταξιτζήδες, εισαγγελείς, γιατρούς. Αυτός ο λόγος, λοιπόν, δεν ήταν μόνο ανακούφιση. Aς ελπίσουμε ότι ήταν και ένα σημείο εκκίνησης. Ένας φορέας κρατικής εξουσίας που δεν ρώτησε “γιατί πήγε με αυτούς τους δύο”.

Θα κλείσω με τον ίδιο τρόπο, ας αποδοθεί δικαιοσύνη και ας καταστραφεί ο κόσμος όλος. Το παιδί σας οδηγήθηκε ως πρόβατο ως επί σφαγή, αν μπορώ να απαλύνω τον πόνο σας, θα σας πω ότι η Ελένη ήταν μια ηρωίδα, δεν ήταν μόνο ένα δώρο ζωής. Με όνειρα, ένα κορίτσι με πολύ υψηλούς στόχους που αντιστάθηκε με απίστευτο σθένος στο σπίτι του τρόμου. Αν μπορώ να σας απαλύνω το πόνο, θα σας πω ότι είναι ένα κορίτσι σύμβολο, γιατί με πικρία βλέπω ότι το 2020 η γυναίκα αντιμετωπίζεται σαν ένα τίποτα σε πολλές περιπτώσεις. Αντιστάθηκε σε αυτά τα άθλια υποκείμενα με ηρωισμό, που ούτε άντρας δεν το κάνει. Φτιάξατε ένα κόσμημα. Αυτή είναι το δώρο της ζωής, αυτοί είναι οι κατάρα της ζωής. Η κόρη σας σαν λαμπρό αστέρι θα μας δείχνει πάντα τον δρόμο από εκεί που είναι. Εφεξής εγώ και η Ελένη θα είμαστε μαζί, σας δίνω τον λόγο μου. Να κηρυχθούν ένοχοι όπως κατηγορούνται, δεν έχω καμία αμφιβολία”.

Τελικά, έπρεπε να γίνει έτσι ο λόγος; Τυπικά, όχι. Τυπικά οι δικαστικοί πρέπει να είναι αποστασιοποιημένοι από την υπόθεση. Να μη δείχνουν την εμπλοκή τους με την υπόθεση. Να μένουν ως φορείς μιας κρατικής εξουσίας στα γεγονότα. Ακόμα και για τα πιο απαίσια εγκλήματα. Υπάρχει όμως κάτι που διακρίνει την πραγματικότητα από τη θεωρία: Αλήθεια, είναι η πρώτη φορά που ακούγονται συναισθηματικοί λόγοι στα δικαστήρια;