“Είχε δίκιο που σκότωσε το γιο μου. Θα πάω στο δικαστήριο να τον φιλήσω”
Οι δολοφονίες που συγκλόνισαν τη Μάνη και η μεγαλοψυχία ενός πατέρα που έσωσε το χωριό του από βεντέτα.
- 4 ΙΟΥΛ 2020
Ο 23χρονος σήκωσε έναν τσιμεντόλιθο και άρχισε να χτυπά το κεφάλι του 14χρονου με μανία. Ο μικρός έχασε τις αισθήσεις του, ο 23χρονος νόμισε ότι τον σκότωσε. Πήρε το γυμνό του σώμα, γυμνός και ο ίδιος, και το πέταξε στο ποτάμι. Λίγες ημέρες αργότερα ο ιατροδικαστής που θα εξέταζε το πτώμα θα έφτανε στο συμπέρασμα ότι ο 14χρονος δεν πέθανε απ’ τα χτυπήματα. Πνίγηκε καθώς τον παρέσερναν αναίσθητο τα νερά του ποταμού.
Τη στιγμή που ο 23χρονος πετούσε τον ανήλικο στη θάλασσα, έγραφε -χωρίς να το γνωρίζει- και το δικό του τέλος.
Είμαστε στο 1983, σε ένα χωριό της Λακωνικής Μάνης. Είναι Κυριακή του Πάσχα και μία εξαμελής οικογένεια έχει αρχίσει από νωρίς να σουβλίζει και να πίνει. Στις 13.00 είναι πια όλοι χορτασμένοι, και καθώς το διαλύουνε, το πιο μεγάλο αγόρι της οικογένειας αποφασίζει να πάει μία βόλτα στο χωριό. Κάνει μία γύρα απ’ τις καφετέριες της πλατείας και σε μία απ’ αυτές συναντά έναν γνωστό του, τον Η.Κ., σχεδόν εννέα χρόνια μεγαλύτερό του. Κάθονται μαζί, αλλά σύντομα βαριούνται και τότε ο μεγαλύτερος έχει μία πρόταση. Να φύγουν μακριά απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα των συγχωριανών τους και να πάνε κάπου όπου θα μπορούσαν να πιουν όσο θέλανε, ανενόχλητοι. Φεύγουν και πριν σταματήσουν σε έναν κοντινό ποταμό, θα δουν ένα από τα νυχτερινά κέντρα της περιοχής. Είναι Κυριακή του Πάσχα, μεσημέρι, όλα κλειστά. Μέσα στο κέντρο δεν βρίσκεται κανείς. Ο 23χρονος θα πείσει τον μικρότερο να μπει απ’ την πίσω πόρτα και να κλέψει αλκοόλ. Θα υπακούσει, θα εισβάλει στο μαγαζί και θα επιστρέψει κρατώντας στα χέρια του δύο μπουκάλια ουίσκι και ξηρούς καρπούς.
Στον ποταμό θα αράξουν και θα αρχίσουν να πίνουν. Ο ήλιος βράζει. Θα βγάλουν τα ρούχα τους και θα βουτήξουν στο ποτάμι. Ο 23χρονος θα θεωρήσει ότι τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να αποπλανήσει το αγόρι. Αυτό ήθελε απ’ τη αρχή και τώρα είναι μόνο του, γυμνό και μεθυσμένο.
Θα το πλησιάσει αλλά ο ανήλικος θα τον καταλάβει. Η αντίδρασή του θα τον εξαγριώσει. Θα αρχίσει να του φωνάζει ότι θα πει σε όλο το χωριό ότι είναι γκέι, τον βρίζει και τον απειλεί, και σύντομα θα πιαστούν στα χέρια -τουλάχιστον σύμφωνα με όσα θα προλάβει να πει στις καταθέσεις του ο δολοφόνος.
Η συνέχεια γνωστή. Το ίδιο κιόλας βράδυ, δύο περαστικοί θα βρουν το νεκρό παιδί, θα κατευθυνθούν στο κοντινότερο χωριό και θα καλέσουν την αστυνομία. Από την πρώτη στιγμή όλες οι υποψίες των αρχών αλλά και των συγχωριανών έπεσαν πάνω στον Η.Κ. Όχι μόνο τους είχαν δει μαζί το μεσημέρι στην καφετέρια, αλλά το απόγευμα, κάποιοι γείτονες τον είχαν δει να μπαίνει γρήγορα στο σπίτι του, με τα ρούχα του ματωμένα.
Μόλις νυχτώσει, η αστυνομία θα τον συλλάβει και μέχρι να ξημερώσει θα έχει ομολογήσει το έγκλημά του.
Η κηδεία του 14χρονου θα γίνει την επόμενη ημέρα μέσα σε βαρύ κλίμα και με τις απειλές να εκτοξεύονται προς την οικογένεια του δολοφόνου. Όλοι φοβούνται ότι άλλη μία βεντέτα είναι έτοιμη ξεσπάσει, μία από τις πολλές που ερήμωσαν τα χωριά της περιοχής τους. “Σε όλη τη διάρκειά της κηδείας ακούγονταν κατάρες κατά του δράστη και οι συγγενείς ζητούσαν εκδίκηση”, θα γράψουν την επομένη οι εφημερίδες.
Η αστυνομία καταλαβαίνει τι έρχεται. Θα κάνει αίτηση να μεταφέρουν τον προφυλακισμένο δράστη στις φυλακές της Τίρυνθας, αλλά όπως είπαμε και προηγουμένως, βρισκόμαστε στο 1983. Ο επαγγελματισμός της αστυνομίας, οι πρακτικές της εκείνη την εποχή βρίσκονται αιώνες πίσω. Δεν είχαν όχημα για να τον μεταφέρουν και αποφασίζουν να τον πάνε συνοδεία με λεωφορείο του ΚΤΕΛ!
Ο 40χρονος πατέρας που έχασε το παιδί του θα μάθει την ώρα και την ημέρα της μεταγωγής. Θα πάρει τα δύο αδέρφια του, 28 και 33 ετών αντίστοιχα, και θα ακολουθήσουν με το αυτοκίνητό τους το ΚΤΕΛ. Σε ένα χωριό της Αργολίδας, στους Μύλους, ο οδηγός του λεωφορείου θα κάνει στάση και άθελά του, θα τους δώσει την ευκαιρία μπουν ένοπλοι στο λεωφορείο. Οι χωροφύλακες θα σηκώσουν τα χέρια ψηλά, δεν θα προλάβουν να αντιδράσουν και ο πατέρας θα πυροβολήσει τον δράστη δύο φορές στο κεφάλι. Οι εφημερίδες θα κυκλοφορήσουν την επόμενη μέρα με φωτογραφίες του 23χρονου να κείτεται νεκρός ανάμεσα στα καθίσματα.
Ούτε ο πατέρας ούτε τα αδέρφια του θα επιχειρήσουν να το σκάσουν. Εκείνος θα οδηγηθεί στις φυλακές, τα αδέρφια του θα πληρώσουν 150.000 δρχ και θα αφεθούν ελεύθεροι. Όλη η Λακωνική Μάνη μιλάει για το συμβάν, το θεωρούν δεδομένο ότι ο κύκλος του αίματος δεν έκλεισε, ίσα ίσα που μόλις άνοιξε. Ο πατέρας του 23χρονου όμως δεν έχει καμία διάθεση για εκδίκηση.
“Είχε δίκιο που σκότωσε το γιο μου”, θα πει. “Θα πάω να τον φιλήσω αν μπορέσω στο δικαστήριο. Ακόμα, αν μου δώσουν το δικαίωμα, θα πάω στη δίκη να ελαφρύνω τη θέση του”.
Η δίκη θα γίνει τον Οκτώβριο του 1984 και ο Τύπος της εποχής θα γράφει ότι όλη η Μάνη στάθηκε στο πλευρό του πατέρα-δολοφόνου. Στο Κακουργιοδικείο της Τρίπολης, δεν εμφανίστηκε ούτε ένας μάρτυρας κατηγορίας. Όσοι εμφανίστηκαν ενώπιον της έδρας υπερασπίστηκαν με πάθος τον 41χρονο -πλέον- δολοφόνο.
Ο πατέρας του 23χρονου θα κρατήσει την υπόσχεσή του. Θα εμφανιστεί στο δικαστήριο και θα πει τα εξής συγκλονιστικά:
“Και τα δύο εγκλήματα ήταν άδικα. Άδικα πήγε ο μικρός, άδικα και ο δικός μου γιος. Τώρα πρέπει εμείς οι δύο οικογένειες να κλείσουμε τις πληγές μας, να ξεχάσουμε και να ζήσουμε στο ίδιο χωριό. Το παιδί μου, όταν σκότωσε τον μικρό, ήταν μεθυσμένο, μπορεί να το είχαν ποτίσει και ναρκωτικά. Δίνω 60% δίκιο στον Π.Π. που σκότωσε τον γιο μου και 40% άδικο. Αλλά σας λέω, κύριοι δικαστές, αν ήξερα ότι ο γιος μου σκότωσε τον μικρό Π., θα είχα σκοτώσει εγώ ο ίδιος το παιδί μου. Τώρα ας μας κρίνει όλους ο Θεός”.
Δύο χρόνια, επτά μήνες και δέκα ημέρες ήταν η φυλάκιση που επιβλήθηκε στον πατέρα. Χιλιάδες κόσμος απ’ έξω χειροκροτούσε και επιδοκίμαζε την απόφαση.
Οκτώ χρόνια μετά, στην ‘Ανατομία ενός Εγκλήματος’ θα προβληθεί αυτή η ιστορία ως επεισόδιο, με τον τίτλο ‘Εν βρασμώ ψυχής’. Το 2006, θα τη δούμε και στη 10η Εντολή του Πάνου Κοκκινόπουλου.