Έκοψα το τσιγάρο μόνος. Μου πήρε 12 χρόνια
Ένας συντάκτης γράφει για τη μάχη που έδωσε με το τσιγάρο στο μυαλό του, τα "καλά" και τα "κακά" τσιγάρα, όλα εκείνα που πέρασε μέχρι να πει το "έκοψα" και να είναι αληθινό.
- 31 ΜΑΙ 2014
Αν κόψεις το τσιγάρο θα κάνεις ένα τεράστιο δώρο στον εαυτό σου, είναι προφανές. Το έκανε αρκετούς μήνες πριν ο Σταύρος Καραΐνδρος και έγραψε γι΄αυτό όταν ήταν στις 33 μέρες διακοπής. Διάβασε το για να καταλάβεις την τεράστια αλλαγή που θα συμβεί στο σώμα σου.
Για να καταλάβεις πόσο μεγάλη μ@$23α είναι το συγκεκριμένο “άθλημα”.
Για να καταλάβεις πως πέφτει κανείς στη λούμπα. Για τη φάση, για τη μαγκιά, για την παρέα. Και πως μετά κολλάει, και τα χρόνια περνάνε και συνδέει τα πάντα με το τσιγάρο.
Αυτό το μπαίνω στο αυτοκίνητο, “ας ανάψω ένα τσιγάρο”. Κάνω ένα διάλειμμα, “ας κάνω ένα τσιγάρο”. Ξυπνάω, “να κάνω ένα τσιγάρο.” Αυτό που συνδέεις τα πάντα στη ζωή σου με το κάπνισμα. Αυτό.
Εγώ το έκοψα, πάνω κάτω την ίδια εποχή. Η τελευταία φορά που κάπνισα ήταν πριν το Παναθηναϊκός – ΠΑΟΚ, στις 18 Νοεμβρίου 2012. Ήταν Κυριακή, είχα πάει στο γήπεδο με συναδέλφους από τη δουλειά, δεν κάπνισα, ήρθε ένα 2-0 από το πουθενά, γύρισα σπίτι, και σκέφτηκα μέσα μου “αυτή είναι ίσως η τελευταία μέρα που κάπνισα”.
Δεν το είπα πουθενά, δεν σκέφτηκα κείμενο στο μυαλό μου, ήταν σαν να το έχω κόψει και να μην το έχω κόψει την ίδια στιγμή.
Δε μου έκανε καμία αίσθηση να σου πω την αλήθεια. Στα δώδεκα χρόνια που κάπνισα το έκοψα αμέτρητες φορές. Η μικρότερη κράτησε μερικές ώρες. Η μεγαλύτερη μία εβδομάδα. Το έκοβα με ελαφρώς μεγαλύτερη δυσκολία από ότι το ξεκινούσα ξανά.
Αλλά τώρα, 18 μήνες μετά, μπορώ να πω με σιγουριά ότι το έκοψα. Στην πραγματικότητα έχουν περισσότερο ενδιαφέρον οι απόπειρες από το γεγονός ότι το έκοψα. Εκεί είναι το ζουμί, μια μάχη με το μυαλό μου που κράτησε δώδεκα χρόνια. Μια μάχη κωμικοτραγική τώρα που την βλέπω από απόσταση.
Θυμάσαι εκείνη την εποχή που κυκλοφορούσαν τα φτηνά τσιγάρα; Το είχα κόψει δύο τρεις φορές τότε τουλάχιστον. Είχα κάνει δύο τρεις φορές τη συμβολική κίνηση να πετάξω το πακέτο. Χόλιγουντ φάση. Στον κάδο των σκουπιδιών. Από απόσταση.
Όταν το ξεκινούσα έλεγα στον εαυτό μου “ρε γελοίε πάρε από τα φτηνά γιατί θα πετάξεις το πακέτο και θα πάνε στράφι τα τρία ευρώ”. Χωρίς το “ρε γελοίε” φυσικά.
Ένα LEADER γιατί θα το πέταγα, δύο LEADER γιατί θα το πέταγα, στα τρία LEADER είχα αλλάξει μάρκα. Κάπως έτσι, κόβοντας το τσιγάρο, άλλαζα από καπνό σε πακέτα. “Αν πάρω καπνό θα καπνίζω λιγότερα γιατί θα πρέπει να στρίβω και θα το κόψω”. “Αν καπνίζω πακέτο, δε θα κάνω τόσα πολλά γιατί θα δε μου αρέσουν τόσο πολύ”. Είχα φτάσει στο σημείο να κόβω τα στριφτά στη μέση. Σχεδόν πάντα μετά από μία διακοπή.
Κάπως έτσι γινόμουν τρακαδόρος, κάπως έτσι τσούρνευα χαρτάκια, φιλτράκια, τελειωμένους καπνούς, κάπως έτσι γινόμουν ρόμπα για ένα δύο μήνες, μέχρι να το πάρω απόφαση ότι καπνίζω. Δώδεκα χρόνια όλα αυτά, έτσι; Γι’ αυτό λέω “ρε γελοίε”. Το φιλότιμο πήγε περίπατο πολλές φορές.
Για τέτοια επίπεδα γελοιότητας μιλάμε.
Το κόβω, πάμε Αράχωβα, το ταξίδι με δύο καπνιστές στο αμάξι μετράει σαν να ξαναρχίζεις το κάπνισμα. Όταν φτάνουμε θέλω τσιγάρο από την υπεροξυγόνωση. Όταν πάμε στο χιονοδρομικό θέλω να ανάψω ένα τσιγάρο να απολαύσω τη θέα. Όταν τρώω τούμπα στην πλαγιά να κάτσω να κάνω ένα τσιγάρο και πάει λέγοντας.
Βασικά αυτό ήταν το δικό μου πρόβλημα με το τσιγάρο. Στο μυαλό μου πάντα υπήρχαν δύο κατηγορίες. Τα καλά τσιγάρα και τα κακά τσιγάρα. Αυτά της απόλαυσης και αυτά της συνήθειας. Πάντα ξεκινούσα με τα πρώτα και πάντα κατέληγα στα δεύτερα. Είναι πολύ ωραίο αυτό το πρώτο τσιγάρο.
Στην πορεία ξεχνούσα την απόλαυση. Γινόταν μηχανικά. Χωρίς να το σκέφτομαι. Χωρίς να ξέρω γιατί το κάνει, μέχρι να ξανανιώσω σκατά σωματικά.
Θέλω να πω όσα σουβλάκια και να φας, τα απολαμβάνεις. Ένα προς ένα. Μπορεί να έχεις γίνει διακόσια κιλά, να έχεις τύψεις γι’ αυτό, αλλά το σουβλάκι το απολαμβάνεις. Τα τσιγάρα, αργά ή γρήγορα, σε κάνουν να θέλεις να ξεράσεις, νιώθεις σκατά, κουρασμένος, εκνευρισμένος. Νιώθεις στέρηση. Και η μόνη ικανοποίηση είναι η ικανοποίηση της στέρησης.
Δε νιώθω περήφανος, αλλά αυτό είναι κάτι που μου πήρε δώδεκα χρόνια να μάθω. Να ξεχωρίζω τα τσιγάρα. Κάποιοι τυχεροί άνθρωποι το κατάλαβαν αμέσως, το διαχώρισαν στο μυαλό τους και μπορούν να απολαύσουν ένα τσιγάρο όπως απολαμβάνουν ένα ποτό.
Αλλά πόσοι είναι αυτοί; Δύο ξέρω εγώ. Και ο ένας ήταν κανονικός καπνιστής που το μείωσε όταν αποφάσισε να κάνει οικογένεια. Άρα μόνο ένας. Στο δικό μου κύκλο.
Το να μάθω να ξεχωρίζω τα τσιγάρα ήταν το πρώτο βήμα. Μετά έμαθα και τη διαδικασία. Έκοβα το τσιγάρο όταν ένιωθα καλά με τον εαυτό μου γενικά. Η διακοπή του καπνίσματος ήταν ένα μπόνους σε κάποια καλή περίοδο.
Ειδικά τις φορές που κρατούσε λίγο παραπάνω και ξεμπούκωνε το πνευμόνι ένιωθα τόσο καλά που ήθελα να ξανακαπνίσω. Ευφορία. Αυτό ήταν το καλό το τσιγάρο. Και μετά άλλο ένα. Και μετά ένα κακό τσιγάρο. Και μετά μόνο κακά τσιγάρα.
Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με τη στέρηση στη φάση της διακοπής. Ήμουν καλύτερα με τον εαυτό μου τα διαστήματα που το είχα κόψει. Ένιωθα δυνατός. Και κάποια από αυτά κράτησαν. Όπως ένα ταξίδι στην Ισλανδία.
Ήξερα ότι θα φύγω αγχωμένος, θα τρέξω για να κλείσω τις δουλειές μου (τρόπος του λέγειν, θυμάμαι να γράφω κείμενο στο κινητό εν πτήσει), ήξερα ότι θα φύγω τελευταία στιγμή από το γραφείο αλλά με την απογείωση είχα κόψει το κάπνισμα.
Γιατί; Γιατί μου συνέβαινε κάτι γαμάτο. Και ήθελα το μπόνους. Και στο “τσακίρ κέφι” στην επιστροφή, έκανα ένα “καλό” τσιγάρο για να τα πω με φίλους.
Το ίδιο και στις διακοπές. Στις φάσεις που χαλάρωνα έκοβα το τσιγάρο. Ήξερα ότι θα το ξαναρχίσω πριν το κόψω. Την πρώτη ημέρα των διακοπών ήταν όλα φανταστικά, είχα άφθονο χρόνο να ξεκουραστώ και να περάσω καλά, θα έκοβα και το τσιγάρο για να είναι όλα τέλεια. Και μετά ένα καλό τσιγάρο και μετά… ξέρεις.
Υπήρχαν και μέρες χαλάρωσης-διακοπής του καπνίσματος. Ένα Σαββατοκύριακο, συνήθως, ένας λυτρωτικός ύπνος, από αυτούς που ξυπνάς και δεν ξέρεις αν είναι πρωί ή βράδυ, ένα διήμερο χαλάρωσης. Τη Δευτέρα το είχα ξαναρχίσει. Κάποιες φορές όλος αυτός ο κύκλος γινόταν σε μερικές ώρες.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο Παναθηναικός ΠΑΟΚ 2-0. Ηταν ένα από αυτά τα Σαββατοκύριακα. Και ήταν σαν να περίμενα το τσιγάρο στη γωνία. Το έκοψα. Προφανώς δεν ήμουν σίγουρος αλλά αυτή τη φορά ήξερα περισσότερα. Μετά από δώδεκα χρόνια είχα μάθει να αναγνωρίζω τις φάσεις πολύ εύκολα.
Και το έκοψα.
Το “ηθικό δίδαγμα” ότι μόνος σου έχεις πολύ μικρές πιθανότητες να το κόψεις. Κάπου στο 5% λένε οι επιστήμονες. Και αν κρίνω από τη δική μου περίπτωση, τα δώδεκα χρόνια που πάλευα με το μυαλό μου, καλύτερα να ζητήσεις βοήθεια από τους ειδικούς.
Δες τη διαφορά, όμως. Πριν από δύο χρόνια θα καθόμουν να γράψω αυτό κείμενο Παρασκευή βράδυ και κάθε ένα τέταρτο θα σηκωνόμουν να πάω στο μπαλκόνι να κάνω τσιγάρο. Μέχρι να πονέσει το κεφάλι μου από τα πολλά τσιγάρα και να πάω αγχωμένος για ύπνο. Πιθανότατα θα είχα τσακίσει σοκολάτες, πατατάκια και δύο τρία αναψυκτικά για να δροσίζω τον ξεραμένο μου λαιμό.
Τώρα, είμαι αραχτός στον καναπέ, είναι η δεύτερη μέρα του 9ου Aquadome Squash Open, από την Πέμπτη έχω παίξει τρεις αγώνες και σήμερα το απόγευμα θα παίξω τον τέταρτο. Δε θέλω να πω ότι αν κόψεις το τσιγάρο γίνεσαι υπεραθλητής. Έκανα αρκετή γυμναστική και την εποχή που κάπνιζα (εδώ είναι που λένε η καρδούλα μου το ξέρει).
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ποτέ δεν είχα την αυτοπεποίθηση να κυνηγήσω κάτι σε αυτό το βαθμό. Να βάλω στόχους και να προσπαθήσω να τους κατακτήσω.
Ο στόχος τώρα είναι να ανέβω στην κατάταξη του αθλήματος. Να παίξω με τους καλούς Έλληνες. Το παλεύω ήδη ένα χρόνο, μπορεί να πάρει δύο τρία ακόμα, μπορεί να μη γίνει ποτέ λόγω τραυματισμών αλλά είναι ένας στόχος.
Ενώ παλιά ο ίδιος στόχος θα κρατούσε δύο βδομάδες. Και μετά θα ακολουθούσε ένα break μηνών. Και μετά ξανά. Και μετά break. Γι’ αυτό τώρα μπορώ να πω το έκοψα και να είναι αληθινό.