Έλληνας στη Βοστώνη
Μια μεγάλη βόλτα στην πιο Ευρωπαϊκή πόλη των ΗΠΑ. Στη γενέτειρα του Πόε και της Ανεξαρτησίας.
- 2 ΝΟΕ 2016
Έχοντας σκεφτεί εδώ και αρκετό καιρό να επισκεφτώ τη Βοστώνη, έφτιαξα μια μικρή λίστα με τα μέρη, τα μαγαζιά και τα μπαρ τα οποία ήθελα να επισκεφτώ. Θα έμενα για λίγες μέρες σε σπίτι φίλου, οπότε θα είχα αρκετό χρόνο να δω, να ακούσω και να γράψω για αυτήν την υπέροχη πόλη. Λίγες μέρες πριν την πραγματοποίηση του ταξιδιού μου, όμως, τα σχέδια μου πήραν φωτιά και η λίστα μου έγινε στάχτη. “Πρέπει να φύγω για το Όρεγκον, προέκυψε μία σοβαρή δουλειά. Δυστυχώς δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω”. Το πήρα ψύχραιμα. Κάτι θα κάνω, σκέφτηκα. ”Challenge accepted”, που θα έλεγε και ο Μπάρνι.
Τώρα έπρεπε να βρω ένα τρόπο να πάω, έστω μόνος μου, έστω και για λίγο. Μένω σε μία πόλη όχι πολύ μακριά από την πρωτεύουσα της Μασαχουσέτης, αλλά πάνε μήνες από τότε που πάτησα για τελευταία φορά το πόδι μου εκεί. Τελικά, την αφορμή για να βρεθώ ξανά στο αεροδρόμιο Logan της Βοστώνης μου την έδωσε μια απρόσμενη επίσκεψη από Ελλάδα. Φυσικά, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να κάνω μερικές βόλτες στην πόλη.
(Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Δέδες)
Η αρχή έγινε με το ανοιχτό πάρκο της Βοστώνης. Όμορφα δέντρα, κόκκινα και κίτρινα φύλλα, αγάλματα και λίμνες. Ένα ‘ζωντανό’ πάρκο, με τον κόσμο χαμογελαστό, με τα σκυλιά να κυνηγούν τους σκίουρους και τους τουρίστες να βγάζουν τη μία φωτογραφία μετά την άλλη. Όμορφες εικόνες και απίστευτα χρώματα γύρω μου. Κάθισα σε ένα παγκάκι να πάρω καθαρό αέρα (τσιγάρο), χωρίς να είμαι σίγουρος αν αυτό επιτρέπεται. Η αλήθεια είναι πως, από αισθητικής πλευράς, ήταν άσχημο να καπνίζει κανείς μέσα σε αυτό το ονειρικό τοπίο. Το έσβησα γρήγορα, είπα από μέσα μου τη γνωστή ελληνική λέξη και περπάτησα, αυτή τη φορά για να πάρω κανονικό αέρα.
Μια κοπέλα που καθόταν κάτω από ένα δέντρο τάιζε έναν σκίουρο. Μου φάνηκε φοβερά ειδυλλιακό. Προσπάθησα να κοροϊδέψω κι εγώ ένα σκιουράκι κρατώντας ένα φύλλο, αλλά δεν τα κατάφερα. Το ζωάκι πλησίασε λίγο, αλλά απομακρύνθηκε γρήγορα μόλις αντιλήφθηκε την απάτη μου. Είμαι σίγουρος ότι με έβρισε φεύγοντας. Το ξεπέρασα γρήγορα και συνέχισα τη βόλτα μου. Ανέβηκα στη μικρή γέφυρα και κοίταξα τις πάπιες. Οι πάπιες μου έφεραν στο μυαλό την Κίνα. Άσχημος συνειρμός, αλλά αυτό μου ήρθε. ‘China Town’ ψιθύρισα. Εκεί έπρεπε να πάω.
Ένας από τους σημαντικότερους κανόνες για μία εκδρομή: ‘Πάντα, μα πάντα, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσεις τυχόν άσχημες καιρικές συνθήκες’. Ένας από τους κανόνες που ακολουθώ εγώ: ‘Ποτέ, μα ποτέ, μην έχεις μαζί σου περιττά πράγματα όπως μπουφάν, ομπρέλα, πολλές τσάντες. Σε κουράζουν και δεν βοηθούν στο περπάτημα. Ακόμα χειρότερα, ιδρώνεις’. Τηρώντας, λοιπόν, τον δικό μου κανόνα, άφησα στο σπίτι το μπουφάν μου. Στην αρχή, γύρω στις τέσσερις, με τον ήλιο υπερήφανο και δυνατό, ένιωσα δικαιωμένος για την δύσκολη απόφαση που είχα πάρει. Όσο περνούσαν τα λεπτά, όμως, τα σύννεφα έπαιρναν από πάνω μου το φως του. Το μπουφάν ήταν στο μπράτσο της πολυθρόνας γελώντας μαζί μου, όσο εγώ ένιωθα τον παγωμένο αέρα να ‘τρυπάει’ το φούτερ μου. Τέλος Οκτωβρίου, Αμερική και μάλιστα στη Βοστώνη που βρέχεται από τον Ατλαντικό. Ναι, είχα πάρει μια κακή απόφαση και τώρα έπρεπε να υποστώ τις συνέπειες.
Μια βόλτα σε αυτή τη πόλη είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς πως διαφέρει από άλλες περιοχές των ΗΠΑ. Ένας αέρας ευρωπαϊκός, διαφορετικός από τον συνηθισμένο φυσάει σε κάθε της στενό. Τα χρώματα, η κουλτούρα, η αρχιτεκτονική, διαφέρουν από την υπόλοιπη Αμερική. Πολλές και διάφορες γλώσσες άκουγα κάθε φορά που περίμενα σε μία διάβαση για να περάσω απέναντι. Ο ρυθμός της πόλης, όπως είναι λογικό, είναι γρήγορος. Με σχεδόν πέντε εκατομμύρια να ζουν σε αυτή, είναι απόλυτα φυσιολογικό. Βέβαια, συγκριτικά με τη Νέα Υόρκη, η Βοστώνη μοιάζει με μια γιγάντια χελώνα. Να, κάπως έτσι:
Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ NYC και Βοστώνης, πέραν του ρυθμού και του πληθυσμού, είναι οι δρόμοι. Οι καθαροί, όμορφοι δρόμοι που πάνω τους περπατάνε καλοντυμένοι κι ευγενικοί άνθρωποι. Αυτά, όμως, είναι γούστα. Άλλοι θέλουν τη φασαρία, τον ρυθμό και τη ‘βρωμιά’ της Νέας Υόρκης, άλλοι την πιο ήσυχη, πιο μικρή και πιο καθαρή Βοστώνη.
Στο θέμα μας τώρα. Όταν βγήκα από το πάρκο, περπάτησα αρκετά. Πέρασα μέσα από μικρότερα πάρκα με αγάλματα αφιερωμένα στους ηγέτες της αμερικανικής επανάστασης, είδα διάφορα μικρά μαγαζιά με ρούχα, πήρα ένα διπλό εσπρέσσο που πάνω του έγραψαν λάθος το όνομά μου (Kuosda), είδα τη γιγάντια χελώνα και σταμάτησα σε ένα μαγαζί με αποκριάτικες στολές (το Χάλογουιν ήταν προ των πυλών). Δεν κάθισα πολύ, έριξα μία γρήγορη ματιά και βγήκα ξανά στο δρόμο. Μετά από λίγο, έπεσα πάνω σε αυτό το κτίριο.
‘Masonic Building-The Grand Lodge of Massachusetts’. Συνωμοσιολογικά σενάρια πέρασαν από το μυαλό μου. Χιλιάδες ιστορίες έπλασε η φαντασία μου, περισσότερες και από αυτές του Νταν Μπράουν. Σκέφτηκα κάθε ντοκιμαντέρ, κάθε εκπομπή και κάθε link που δεν τόλμησα ποτέ να πατήσω. Κοίταξα γύρω μου για περίεργα πρόσωπα και περίεργες καταστάσεις. Τίποτα. Όλα ήταν φυσιολογικά, έτσι έδειχναν τουλάχιστον. Το ξεπέρασα κι αυτό, όπως ξεπέρασα και το περιστατικό με τον σκίουρο. Τόσο γρήγορα, τόσα ψυχρά. Όπως θα έκανε, δηλαδή, κάθε Ελληνοαμερικανός που έχει παρακολουθήσει έστω και για λίγα δευτερόλεπτα Λιακόπουλο και ξέρει τι του γίνεται. “Άλλη μια μέρα στη δουλειά”, σκέφτηκα κι αντί να σηκωθώ από καρέκλες και ντιβάνια συνέχισα το γρήγορο περπάτημά μου. Το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Έπρεπε να φτάσω γρήγορα στον προορισμό μου, πριν ολοκληρώσω λόγω περιορισμένου χρόνου την περιπλάνησή μου. Έπρεπε να φτάσω έγκαιρα στην China Town. Είχα πάρει απόφαση να μην αφήσω τίποτα και κανέναν να μου αποσπάσει την προσοχή. Είτε αυτό είναι άνθρωπος, είτε αυτό είναι άγαλ… Εντάξει, η αλήθεια είναι πως σταμάτησα ξάνα μετά από λίγο. Αθέτησα την υπόσχεση που είχα δώσει στον ίδιο μου τον εαυτό, όμως δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
“There he goes. One of God’s own prototypes” είπα όπως ο Ντιούκ, ή καλύτερα ο Χάντερ Τόμσον, χωρίς να γνωρίζω τον λόγο, με τη διαφορά πως εγώ απευθυνόμουν σε ένα άγαλμα και όχι σε κάποιον δικηγόρο. “Φόβος και Παράνοια στην Βοστώνη. Γιατί όχι;” σκέφτηκα και πλησίασα το κοράκι που βγαίνει απειλητικά από την τσάντα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. “Ποτέ ξανά, δεν θα αθετήσω υπόσχεση που έχω κάνει στον εαυτό μου, ποτέ ξανά”’ μουρμούρισα και πήρα τον δρόμο για την China Town. Ο Πόε, τώρα που το σκέφτομαι, ήταν σίγουρα ‘πολύ περίεργος για να ζήσει, πολύ σπάνιος για να πεθάνει’.
Αυτή τη φορά τα λόγια μου τα έκανα πράξη. Παρά τις προκλήσεις που δέχτηκα από διάφορα μπαρ, εστιατόρια, στενά που σίγουρα έκρυβαν εκπλήξεις, έφτασα στην China Town. Ξεφύσηξα και σκέφτηκα πως είναι τόσα πολλά ακόμα αυτά που δεν είδα ή που δεν χόρτασα. Υπήρχε, βέβαια, η εύκολη αλλά ακριβή λύση του ξενοδοχείου. Όπως είπα, όμως, η λύση αυτή ήταν ακριβή, πολύ ακριβή. Πέρασα την πύλη με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό μου.
Ίσως η περιοχή που δεν θα ήθελες να περπατήσεις μόνος σου αργά το βράδυ. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι όμορφη. Το αντίθετο, είναι πανέμορφη και πλούσια σε μυρωδιές και εικόνες. Είναι από τις περιοχές που το μάτια σου γεμίζουν με χρώματα και σε ωθούν να ανακαλύψεις μια νέα κουλτούρα. Απλά εκεί υπάρχουν τα περίφημα ‘γκέτο’. Θα δει κανείς τοξικομανείς, περίεργες φάτσες και σκοτεινά σοκάκια. Οι Κινέζοι δε δίνουν σημασία στους τουρίστες, παρά μόνο όταν έχει να κάνει με τη δουλειά τους ή το εστιατόριο τους (σε κάθε γωνία υπάρχει από ένα).
Έκανα μία προσπάθεια να απαθανατίσω με την κάμερά μου το απαθές πρόσωπο μίας ηλικιωμένης Κινέζας την ώρα που δεχόταν ερωτήσεις από μία τουρίστρια. Μάταια. Με κοίταξε με άγριο βλέμμα και κατέβασε το πρόσωπό της. Ήταν ένα ακόμα δείγμα αδιαφορίας απέναντι στους τουρίστες και ένα ακόμα άγριο βλέμμα απέναντι σε άτομα σαν και μένα που στον παρελθόν ίσως την είχαν φωτογραφίσει ξανά και ξανά και απλά βαρέθηκε. Δεν την αδικώ. Κατέβασα την κάμερά μου, προχώρησα λίγα βήματα και κοίταξα γύρω μου.
Είχε νυχτώσει, το κρύο ήταν πλεόν έντονο και είχε έρθει η ώρα να πάω στο αεροδρόμιο. Το αεροπλάνο με το συγγενικό μου πρόσωπο έφτανε σε λίγη ώρα και έτσι έπρεπε να πω αντίο στην China Town. Άναψα ένα τσιγάρο, αυτό του αποχαιρετισμού και πέρασα ξανά από το άγαλμα του Πόε, το μασονικό κτίριο, τη γιγάντια χελώνα και το πάρκο. Είδα και πάλι τα μπαρ, τα εστιατόρια, τα μαγαζιά και τα στενά, αυτή τη φορά φωτισμένα. Έφτασα στο αυτοκίνητο. Το αεροδρόμιο απέχει μόλις δέκα λεπτά από το κέντρο της Βοστώνης. Μπήκα στο αμάξι και σκέφτηκα τον Dr.Gonzo την ώρα που έμπαινε στο αεροπλάνο. Αυτή η σκέψη ήρθε και πάλι από το πουθενά. Μάλλον στην προσπάθεια μου να γράψω για την Βοστώνη, την Αμερική και το αμερικάνικο όνειρο, το μυαλό μου να έφερε στην επιφάνεια την ταινία ‘Fear and Loathing in Las Vegas’, μόνο που αυτή τη φορά έγινε ‘Fear and Loathing in Boston’, με εντελώς διαφορετικό σενάριο. Σενάριο που γράφτηκε μέσα σε σχεδόν τέσσερις ώρες.
ΥΓ Για την ιστορία. Όχι, δεν είδα ούτε μια γάτα στην China Town.