Emrah Gurel / AP
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Πόσο πιθανό είναι ένα θερμό επεισόδιο;

Παραβιάσεις, απειλές, κούρσα εξοπλισμών. Είναι δεδομένο πως η ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες βρίσκεται σε πιο υψηλά επίπεδα από ποτέ. Ρωτήσαμε 3 πανεπιστημιακούς καθηγητές που γνωρίζουν καλά το αντικείμενο για το κατά πόσο θα πρέπει να φοβόμαστε ή όχι.

Τα γεωπολιτικά παιχνίδια με επίκεντρο τη θάλασσα του Αιγαίου δεν είναι κάτι καινούργιο. Αντίθετα, αποτελεί μία παγιωμένη κατάσταση εδώ και παρά πολλά χρόνια, η οποία και σέρνει την Ελλάδα και την Τουρκία σε ένα μπαράζ εξοπλισμών. Είναι ένα πρόβλημα που μας αφορά όλους, κάτι στο οποίο έχουμε βρεθεί ξανά και ξανά θεατές, μία σπίθα που μας τρομάζει. Υπάρχει όμως λόγος πραγματικής ανησυχίας;

Καθώς η ένταση συνεχίζεται αμείωτη εδώ και μήνες αγγίζοντας εποχές Ιμίων, με τις τουρκικές παραβιάσεις να είναι όλο και πιο συχνές αλλά και το διπλωματικό παιχνίδι με επίκεντρο τη Λιβύη να «χοντραίνει» όλο και περισσότερο, αναζητήσαμε τους καθ’ ύλην αρμόδιους για να ρίξουν φως σε αυτό το τρομακτικό τοπίο.

Τρεις πανεπιστημιακοί καθηγητές (Αντώνης Δεριζιώτης, Σωτήρης Λίβας, Κώστας Υφαντής) εκφράζουν γραπτώς την άποψή τους απαντώντας σε ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα των ημερών: υπάρχει κίνδυνος θερμού επεισοδίου ή όχι;

© Burhan Ozbilici / AP

«Η επιθετική ρητορική στοχεύει στην εθνικιστική ψήφο»

Τα «θερμά» επεισόδια είναι δύσκολες στη διαχείρισή τους καταστάσεις, όπου υφέρπει πάντα ο κίνδυνος να εξελιχθούν σε ανοιχτές συγκρούσεις, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Πρόκειται για συνθήκες που καμία πολιτική ηγεσία δεν επιθυμεί, καθώς δεν μπορεί να έχει τον απόλυτο έλεγχό τους. 

του Αντώνη Δεριζιώτη*

Παρά την αντίθετη άποψη που αιωρείται στην Ελλάδα, ούτε η τουρκική κυβέρνηση επιθυμεί να βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση. Συντηρεί όμως μια ένταση με την Αθήνα με συνεχείς τριβές στο πολιτικό και στο διπλωματικό επίπεδο. Είναι σημαντικό να κατανοήσει κανείς τις αιτίες αυτής της πολιτικής, καθώς μεγάλο μέρος τους εντοπίζεται στην εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία, ενώ και η επιθετική ρητορική της κυβέρνησης απευθύνεται κυρίως προς την εκλογική βάση της, ενόψει των εκλογών του Ιουνίου του 2023, οι οποίες έχουν καταστεί σημείο αναφοράς τόσο σε επίπεδο εσωτερικής, όσο και εξωτερικής πολιτικής της χώρας. 

Το διακύβευμα είναι πολυεπίπεδο καθώς μαζί με το ποια θα είναι η επόμενη πολιτική ηγεσία της χώρας, θα κριθούν επίσης, ο προσανατολισμός της, οι εξελίξεις στην οικονομία και στο κουρδικό ζήτημα αλλά και το πολιτικό μέλλον του κυβερνώντος κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και του Τούρκου Προέδρου.

Το AKP, μετά από δύο δεκαετίες κυριαρχίας, δείχνει πολιτικά ευάλωτο, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις. Ο Recep Tayyip Erdogan αναζητά αντίβαρα στην κοινωνική δυσαρέσκεια και προσπαθεί, μέσα από τον έλεγχο των ΜΜΕ και την επιθετική ρητορική στην εξωτερική πολιτική, να συσπειρώσει την ισλαμική και εθνικιστική βάση του κυβερνητικού συνασπισμού, καθώς το εθνικιστικό «Καλό Κόμμα» (İYİ Parti) του συνασπισμού της αντιπολίτευσης φαίνεται να προσελκύει σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων από τον κυβερνητικό συνασπισμό. 

Ο Τούρκος πρόεδρος εστιάζει αφενός στον άξονα του κουρδικού ζητήματος που αποτελεί παραδοσιακό πεδίο έντασης μεταξύ των Κούρδων και των τουρκικών εθνικιστικών δυνάμεων· αφετέρου σε αυτόν της εξωτερικής πολιτικής -και ειδικότερα στον αντιαμερικανισμό, τον αντιευρωπαϊσμό και στις τριβές με την Ελλάδα.

Στον άξονα της εξωτερικής πολιτικής και στο σκέλος που αφορά την ένταση με την Ελλάδα, αυτή εξελίσσεται στα πεδία της επιθετικής ρητορικής, των μνημονίων συνεργασίας με τη Λιβύη, καθώς και στις συνεχείς εντάσεις στις εναέριες, θαλάσσιες και χερσαίες συνοριακές ζώνες. 

Οι δύο άξονες συγκλίνουν στο αφήγημα όπου η κυβέρνηση προβάλλεται ως η ικανότερη να διαχειριστεί τα εθνικά ζητήματα, και ο πρόεδρος ως ο αποφασιστικότερος ηγέτης απέναντι στους κινδύνους προς την εθνική κυριαρχία. Σε αυτό το πλαίσιο, όσο πιο αποφασιστική φαίνεται η κυβέρνηση, τόσο καταλληλότερη θα είναι για να κυβερνήσει.

Δεδομένου ότι το Κυπριακό ζήτημα και οι διαφωνίες που άπτονται του Δικαίου της Θάλασσας στοιχειώνουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις εδώ και δεκαετίες, γίνεται κατανοητό ότι παρόλο που η επιθετική ρητορική στοχεύει στην προσέλκυση της εθνικιστικής ψήφου, ταυτόχρονα στηρίζεται σε αφηγήματα, συμφέροντα και παγιωμένες ανησυχίες της Τουρκίας, που ασπάζεται και ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης.

Ο Erdogan έχει δείξει ότι δε διστάζει να ακροβατεί στα όρια της πολιτικής και διπλωματικής ανοχής των συμμάχων και των γειτόνων της Τουρκίας, εφόσον κατ’ αυτόν τον τρόπο εξυπηρετεί κομματικά ή και προσωπικά συμφέροντα, τα οποία και «νομιμοποιεί» στο εσωτερικό της χώρας παρουσιάζοντας την εικόνα ότι προασπίζεται εθνικά δικαιώματα που πλήττονται από εξωγενείς παράγοντες. 

Η πίεση λόγω της πτώσης της δημοτικότητάς του και της κοινωνικής δυσαρέσκειας τον έχει οδηγήσει σε ακρότητες αλλά δε στοχεύει σε στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ελλάδα. Πέρα από τον λαϊκισμό στη ρητορική του, παραμένει ρεαλιστής και κατανοεί ότι αυτό το σενάριο είναι καταστροφικό. Δεν μπορεί όμως κανείς να αποκλείσει τελείως την πιθανότητα ενός ατυχήματος που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε θερμό επεισόδιο, ιδιαίτερα τη στιγμή που η προεκλογική περίοδος είναι μακρά και η πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας παραμένει ρευστή.

Αντώνης Δεριζιώτης είναι Λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και υπεύθυνος του προγράμματος για την Τουρκία στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (Ι.Δ.Ο.Σ.)

© Lefteris Pitarakis / AP

«Ένας λόγος πλασμένος να μουδιάζει τους καταναλωτές του»

Ένα λάθος που γίνεται συχνά κατά την προσπάθεια ανάγνωσης και ερμηνείας των προερχόμενων από την άλλη πλευρά του Αιγαίου μηνυμάτων είναι η διάκρισή τους – μεταξύ εκείνων που προορίζονται για το εσωτερικό και εκείνων που κατευθύνονται προς τα έξω. Μια τέτοια γραμμή σκέψης, δυστυχώς αρκετά διαδεδομένη, θεωρεί ότι τα δεύτερα είναι πιο «ειλικρινή», πιο «σοβαρά» από τα πρώτα, αυτά δε κυρίως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην όποια προσπάθεια πρόβλεψης των κινήσεων της Άγκυρας.

* του Σωτήρη Λίβα

Η τουρκική πολιτική, όμως, είναι ενιαία. Στη γνωστή κεμαλική ρήση «ειρήνη στην Τουρκία, ειρήνη στον κόσμο» η έμφαση δε βρίσκεται στη λέξη ειρήνη (που έτσι και αλλιώς, έχει τελείως διαφορετική ερμηνεία στην τουρκική πολιτική γλώσσα) αλλά στη σύνδεση μεταξύ Τουρκίας και κόσμου, μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

Ό,τι λέγεται προς τα μέσα, λέγεται και προς τα έξω. Ό,τι είναι καλό για το εσωτερικό, είναι καλό και για το εξωτερικό – γιατί σε κάθε περίπτωση εξυπηρετεί την επιβίωση του βαθέως κράτους και του καθεστώτος που κάθε φορά έχει καταφέρει να ταυτίσει με αυτό το βαθύ κράτος τα συμφέροντά του (παλαιότερα το «κοσμικόδοξο», κεμαλικό, τώρα το «ισλαμικό», ερντογανικό).

Υπό αυτή την οπτική γωνία θεωρημένη, η αυξανόμενη ένταση δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από έναν μηχανισμό που εξυπηρετεί ποικίλες πτυχές της ανάγκης επιβίωσης του ερντογανικού καθεστώτος. Και αυτή η ένταση θα συνεχιστεί – με μια ταυτόχρονη προσπάθεια αποφυγής κινήσεων που θα οδηγούσαν αναπόφευκτα το σχοινί που όλο και τεντώνεται, εδώ και πολλούς μήνες, να σπάσει.

Το καθεστώς Erdogan θα συνεχίσει να ασκεί πίεση σε διάφορα σημεία (χωρικά αλλά και θεματικά) του πολιτικού πεδίου που απλώνεται μεταξύ των δυο χωρών. Το αγαπημένο όπλο του: μια ρητορική μίσους, ένας λόγος πλασμένος να μουδιάζει τους καταναλωτές του, να τους συνηθίζει στο παράλογο, στην παράβαση των κανόνων, στην παθητική αποδοχή ακραίων απαιτήσεων, στην προβολή ηγεμονικών μεγαλοϊδεατισμών. Και καταναλωτές αυτού του λόγου εν δυνάμει είμαστε όλοι μας, είτε στο εσωτερικό της Τουρκίας, είτε έξω από αυτήν.

Η ένταση λοιπόν θα συνεχίζει να ασκείται. Όταν κορυφώνεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο του πεδίου, θα υπάρχουν, κατά τη συνήθη τακτική, αόριστες προτάσεις για διαπραγματεύσεις που θα συνοδεύονται από άσκηση πίεσης για άλλα θέματα και σε άλλα σημεία του πεδίου των ελληνοτουρκικών σχέσεων. 

Σε αυτό το πλαίσιο η ερώτηση «πόσο πιθανό είναι ένα θερμό επεισόδιο;» δεν μπορεί να απαντηθεί με ποσοστά – και αυτό γιατί πέρα από την επιθυμία, την πολιτική, τις στρατηγικές επιλογές, τις ρητορικές ακρότητες και τις βαθύτερες επιδιώξεις, υπάρχει πάντοτε και η εφαρμογή όλων αυτών στην πράξη. Και εκεί πάντοτε παραμονεύει το «λάθος».

*Ο Σωτήρης Λίβας είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Πρόεδρος του τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Το τελευταίο του βιβλίο «Γλώσσα και εξτρεμισμός: 10+1 δοκίμια για τη γλώσσα του μίσους» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση. 

© Costas Baltas / AP

«Φόβος όχι μόνο για ατύχημα αλλά σκόπιμη κλιμάκωση»

Το «θερμό επεισόδιο» είναι ένα ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Πάντοτε ήταν, όλες αυτές τις δεκαετίες. Όχι, απαραίτητα ότι θα το προκαλέσει η Τουρκία, αφού θεωρούσαμε (και μάλλον σωστά) ότι είχε ηγεσίες που μπορεί να ήταν σκληρές αλλά δεν επιθυμούσαν μία σύγκρουση με την Ελλάδα – έστω ολιγόωρη ή ολιγοήμερη.

*του Κώστα Υφαντή

Έτσι, ο κίνδυνος βρισκόταν πάντα στο «ατύχημα», το οποίο θα μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο και να έχουμε μία μη σκόπιμη κλιμάκωση. Αυτό βρίσκεται πάντα στο «παιχνίδι» και εξακολουθεί να είναι. Στην παρούσα φάση, όμως, θεωρώ ότι ο κίνδυνος είναι αυξημένος.

Για ποιον λόγο το πιστεύω αυτό; Εξαιτίας της φύσης και της συμπεριφοράς του καθεστώτος Erdogan. Ένα καθεστώς, δηλαδή, το οποίο δείχνει να εθίζεται στη χρήση στρατιωτικής βίας· το έκανε στη Συρία, το κάνει στη Λιβύη. Η τουρκική ηγεσία υιοθετεί μία τακτική επαναλαμβανόμενων απειλών.

Αυτήν τη φορά δεν έχουμε μόνο τον φόβο του ατυχήματος αλλά μίας σκόπιμης κλιμάκωσης. Ο κίνδυνος αυξάνεται επειδή ακόμα και στην περίπτωση του «ατυχήματος» βρισκόμαστε μπροστά σε μία συνθήκη όπου λείπει η επικοινωνία. Δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή λειτουργικοί δίαυλοι συνεννόησης έτσι ώστε ένα ατύχημα να μην εξελιχθεί σε κρίση. Κάτι, δηλαδή, που είναι εξίσου επίφοβο με μία σκόπιμη κλιμάκωση από πλευράς Άγκυρας.

Συνολικά, η επικινδυνότητα έχει αυξηθεί και αυτό η ελληνική πλευρά το έχει συνειδητοποιήσει πλήρως. Για αυτό και έχουμε επιδοθεί σε ένα μπαράζ εξοπλισμών και αναβάθμισης της μαχητικής ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων. Η Αθήνα παίρνει απολύτως στα σοβαρά -και πολύ σωστά κατά την άποψή μου- τις τουρκικές απειλές και όλα εκείνα τα σενάρια που μπορούν να οδηγήσουν σε κρίση (όπως για παράδειγμα έρευνες νοτίως του Καστελόριζου).

Θα έλεγα ότι έχουμε μπει σε ένα σπιράλ ανασφάλειας το οποίο συγκροτείται πρώτα από όλα από τη διπλωματική ένταση και δεύτερον, και πιο σημαντικό, από την κούρσα των εξοπλισμών· όσο η Ελλάδα εξοπλίζεται, τόσο περισσότερο θα ενισχύεται το αίσθημα ανασφάλειας της άλλης πλευράς με αποτέλεσμα να αντιδρά με ακόμα πιο επιθετικό τρόπο. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την ακόμα περαιτέρω κλιμάκωση ή ένα θερμό επεισόδιο.

Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.