Unsplash
ΟΚ BOOMER

Ένα σύντομο λεξικό της ελληνικής εφηβικής slang

Μία μικρή καταγραφή μερικών μόνο από τις λέξεις της γλώσσας-οχήματος μιας ανήσυχης νεολαίας που μεγάλωσε μέσα στην ψηφιακή εποχή.
Η περίφημη «γλώσσα των νέων» είναι μια γλωσσική ποικιλία την οποία έχουμε συνηθίσει συχνά δυστυχώς να την κοιτάμε με καχυποψία. Πολύ συχνά όταν αναφερόμαστε σε αυτή το κάνουμε σαν Ρωμαίοι που μιλούν για τους Βανδάλους του Γιζέριχου, σαν να μιλάμε δηλαδή για τον μέγιστο κίνδυνο της ελληνικής γλώσσας. Ξεπηδούν μαζί με την αναφορά της ανησυχίες για «λεξιπενίες» και «φτωχά λεξιλόγια», για «ακατάσχετους δανεισμούς», για ηθική κατάπτωση, για Σόδομα και μαζί για Γόμορρα.

Στην πραγματικότητα, η εφηβική slang δεν είναι λόγος να παίρνουμε τα ντουφέκια. Ανέκαθεν οι νεανικές γλωσσικές ποικιλίες τροφοδοτούσαν τις κυρίαρχες γλώσσες με εντελώς νέα στοιχεία, ανανέωναν άλλα παλαιότερα και απέβαλλαν όσα δεν τους αρέσουν. Γίνεται μεταξύ πολλών άλλων ένας τροχός για να κινηθεί η ελληνική γλώσσα που, όπως κάθε γλωσσικό σύστημα, υπόκειται συνεχώς σε αλλαγές από τους ίδιους τους ομιλητές της. Στην εποχή μας, η εφηβική slang είναι το όχημα μιας γενιάς που ψάχνει τα βήματά της ζώντας μέσα και όχι πετυχαίνοντας στην πορεία της την ψηφιακή επανάσταση.

Πολύ συχνά χρήσεις ή ακόμα και λέξεις που χρησιμοποιούνται σε αυτή τη slang, όσοι δεν ανήκουν σε αυτή, αδυνατούν να τις καταλάβουν. Παρακάτω, προσπαθούμε να σας βοηθήσουμε να βρείτε τον δρόμο σας στη χαμένη μετάφραση. Θα βρείτε μερικές από τις φράσεις/λέξεις που ψαρέψαμε μετά από αρκετές ώρες παρακολούθησης trap κομματιών και YouTube βίντεο από εφήβους και φόρουμ συζητήσεων.

βασικός/βασικιά: Αυτός/-ή που δεν έχει καμία προσωπικότητα και το γούστο του σε οτιδήποτε ακολουθεί τη μάζα. Αυτός/-ή που δεν έχει τίποτα να τον/την ξεχωρίζει από τους άλλους.

beef: Όρος από το hip-hop. Μονομαχώ με κάποιον λεκτικά. Απαντάω στις προσβολές του. Αμύνομαι ή επιτίθεμαι λεκτικά.

γιολάς: Από το παλαιότερο ΥΟLO (You Only Live Once). Αυτός που δε νοιάζεται τίποτα, δε διστάζει μπροστά από τίποτα, που ζει πρώτα από όλα για να περνάει καλά.

clout (παίρνω): Παίρνω φήμη, γίνομαι γνωστός. Συνήθως χρησιμοποιείται για χρήστες που κριτικάρουν δημοφιλείς περσόνες, προκειμένου να γίνουν και οι ίδιοι γνωστοί.

cringe/κριντζάρω: Ο superstar της slang. Έχουμε γράψει ολόκληρο κείμενο για τον όρο. Σημαίνει ένα συναίσθημα μεταξύ της ανατριχίλας και της αηδίας. Ίσως καλύτερα, η ανατριχίλα που προκύπτει από την αηδία.

dissάρω: Mιλάω για κάποιον χωρίς κανέναν σεβασμό. Τον υποτιμώ, τον κριτικάρω δημόσια.

μποτάκι: Βγαίνει από τη λέξη bot (συντομογραφία του robot). Αφορά εικονικούς παίκτες σε κάποιο videogame που δεν τους χειρίζεται κάποιος άνθρωπος αλλά το ίδιο το software του παιχνιδιού. Όταν η λέξη αναφέρεται όμως σε άνθρωπο σημαίνει αυτόν που είναι άκυρος, ανίκανος, μη επιθυμητός και άσχετος.

κάνω expose(d): Βγάζω στη φόρα. Αποκαλύπτω κάτι για το μυστικό κάποιου με απώτερο σκοπό να τον εξευτελίσω ή να αποκαλύψω τον πραγματικό του χαρακτήρα.

κλαπάρω/κάνω clap: Σημαίνει «σκοτώνω κάποιον» και κατά βάση αφορά fps παιχνίδια, όταν ένας παίκτης σκοτώνει τον χαρακτήρα ενός άλλου.

μπιστάρι: Από τη slang των σκεϊτάδων. Σημαίνει κατά βάση την εντυπωσιακή τούμπα, το πέσιμο από τη σανίδα.

πακέτο (έφαγα): Όταν μου συμβαίνει κάτι κακό, κάτι αρνητικό. «Τρώω πακέτο» σημαίνει ότι περνάω μια δυσκολία, ότι δε μου πάνε καλά τα πράγματα.

πιστολιάζω: Παλαιότερη slang που επιβιώνει στον χρόνο. Σημαίνει ότι ακυρώνω κάτι που έχω κανονίσει ξαφνικά, συχνά χωρίς προειδοποίηση.

φαμ (fam): Βγαίνει από το family και σημαίνει «οικογένεια» με την έννοια όμως των ανθρώπων που είναι πολύ κοντά σου και τους εμπιστεύεσαι πάρα πολύ.

φλεξάρω: Από το flex. Σημαίνει ότι κάνω επίδειξη είτε ενός υλικού αγαθού που έχω είτε μιας ικανότητάς μου.

Exit mobile version