Εταιρείες ερευνών: Εκεί που έβγαλα τα πιο εύκολα 20ευρα της ζωής μου
- 28 ΑΠΡ 2018
Τέντωσα το εικοσάευρω κάτω από το φως μιας λάμπας. Είχε όντως τα γνωστά υδατογραφήματα. Αυτό δεν ήταν, όμως, αρκετό για να πεισθώ πως δεν ήταν πλαστό. Ψηλάφισα τον αριθμό ’20’ και τα κτίρια που μοιάζουν με καθολικούς ναούς και ήταν όντως ανάγλυφα. Οι αμφιβολίες μου είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται. Αφού δεν ήταν πλαστό, επρόκειτο σίγουρα για το πιο εύκολο εικοσάευρω που είχα βγάλει στη ζωή μου, αφού για να το αποκτήσω χρειάστηκε να κάτσω για δύο ώρες γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι μαζί με εφτά αγνώστους κι έναν κολλητό μου, να πιω μια πορτοκαλάδα, να φάω μερικά κουλουράκια και να πω τη γνώμη μου για το αν μου άρεσε η νέα διαφημιστική καμπάνια μιας στοιχηματικής εταιρείας. Σημειωτέον, η καμπάνια ήταν χάλια.
Ένα μεσημέρι κι ενώ κοιμόμουν ο Δημήτρης, κολλητός μου, με πήρε στο κινητό και με ρώτησε το εξής: ”Ψήνεσαι να μιλήσεις 2-3 ώρες για στοίχημα και να πληρωθείς 20 ευρώ;”. Του έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα πλευρό.
Ένα λεπτό αργότερα το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Ήταν και πάλι ο Δημήτρης (δεν το περίμενες, έτσι;) ο οποίος μου ορκίστηκε πως αν η κατάσταση δεν ήταν όπως μου την περιέγραφε, θα μου έδινε 20 ευρώ από την τσέπη του. Άνεργος ήμουν. Τι να έκανα; Πείστηκα.
Μια δυο φορές τον μήνα, μία γυναίκα την οποία δεν είχε γνωρίσει ποτέ από κοντά, τον έστελνε μέσω τηλεφώνου σε εταιρείες ερευνών προκειμένου να πει την άποψή του για κάποιο προϊόν έναντι αμοιβής, δυσανάλογα μεγάλης για το έργο του.
Εκείνο το απόγευμα θα πήγαινε να πει τη γνώμη του για την διαφημιστική καμπάνια μιας στοιχηματικής εταιρείας -ο Δημήτρης δεν ξέρει καν τι είναι offside- και η μυστηριώδης γυναίκα εξαιτίας μιας ακύρωσης της τελευταίας στιγμής τού είχε ζητήσει να φέρει κι έναν φίλο του προκειμένου να υπάρξει απαρτία στο ‘think tank’.
Φτάσαμε με τον Δημήτρη -με διαφορά πέντε λεπτών- στην εταιρεία που του είχε πει η γυναικεία φωνή και περιμέναμε μέχρι να ξεκινήσει το brainstorming. Εν τω μεταξύ, για την αξιοπιστία της έρευνας η μυστηριώδης φωνή μάς είχε συμβουλέψει να μην δείξουμε ότι γνωριζόμασταν. Όσο και αν προσπαθήσαμε να το αποφύγουμε, κάποια στιγμή πέσαμε μούρη με μούρη και αναγκαστήκαμε να συστηθούμε επιδεικνύοντας αμφότεροι υποκριτικές ικανότητες που θα ζήλευε κι η Λυδία Κονιόρδου.
Λίγα λεπτά αργότερα, εννέα άντρες βρεθήκαμε καθισμένοι γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι, την ώρα που ένας δέκατος σημείωνε πράγματα σ’ έναν πίνακα και μας μοίραζε έγχρωμες φωτοτυπίες με την καμπάνια της στοιχηματικής. Η κουβέντα ξεκίνησε με το πόσες φορές παίζαμε στοίχημα την εβδομάδα. Αν και όλοι δηλώσαμε 1-2 φορές, από τα συμφραζόμενα και τις φάτσες μας ήταν εύκολο ν’ αντιληφθείς πως οι μισοί είχαμε μόνο ένα νεφρό -το άλλο το είχαμε παίξει- ενώ οι άλλοι μισοί τελευταία φορά που τζόγαραν ήταν μια πρωτοχρονιά που έπαιξαν ’21’ μ΄έναν μπάρμπα τους κι αφού έχασαν έβαλαν τα κλάματα με αποτέλεσμα ο μπάρμπας να τους δώσει τα λεφτά πίσω.
Και τι σημασία είχε το πόσο στοίχημα είχαμε παίξει στη ζωή μας; Μετά από τρεις ώρες ο καθένας μας έφυγε με ένα γνήσιο, κολλαριστό εικοσάευρω στην τσέπη και την προοπτική να κληθεί σύντομα σε κάποια αντίστοιχη έρευνα με το ανάλογο αντίτιμο. Το μόνο που χρειαζόταν -όπως ανακάλυψα στην πορεία- ήταν να λειτουργείς σαν πανελίστας. Να έχεις, δηλαδή, άποψη για κάθε πτυχή του προϊόντος για το οποίο είχες κληθεί να μιλήσεις και να μπαίνεις σε παθιασμένους διαλόγους με τους γύρω σου.
Τους επόμενους μήνες έπαιξα πολύ καλά το ρόλο, κράμα Κονιόρδου και πανελίστα, με αποτέλεσμα να κληθώ σε κάμποσες έρευνες. Αποθέωσα προγράμματα εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, έθαψα προεκλογικές καμπάνιες κομμάτων, δήλωσα φανατικός τηλεθεατής καναλιών που δεν είχα καν στην τηλεόρασή μου. Η αμοιβή μου για συζητήσεις 2-3 ωρών κυμαινόταν από 20 έως 30 ευρώ είτε σε ρευστό είτε με τη μορφή κουπονιών για σούπερ μάρκετ.
Μιλούσα πλέον απευθείας με τη μυστηριώδη φωνή, η οποία έπαιρνε feedback για τις επιδόσεις μου από τις εταιρείες ερευνών. Είχε διαμορφώσει στα αρχεία της το καταναλωτικό μου προφίλ προκειμένου να με στέλνει σε έρευνες που μου ταίριαζαν. Αυτό, βέβαια, δεν μας εμπόδισε να συμμετάσχω σε έρευνες στις οποίες δήλωσα παντρεμένος (όχι δεν είμαι), κάτοχος διαφορετικής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας από αυτή που όντως είχα ή μεγαλύτερος/μικρότερος κατά πέντε χρόνια.
Στην ουσία, συμμετείχα σ’ ένα αλισβερίσι μεταξύ εταιρειών που δεν είχε κανένα απολύτως νόημα πέρα από το χρηματικό αντίτιμο που έπαιρναν οι συμμετέχοντες και μοναδικό χαμένο την εταιρεία που είχε ζητήσει την έρευνα.
Προκειμένου να διεξαχθεί μια έρευνα, όπως οι προαναφερθείσες, μια μεγάλη εταιρεία πληρώνει μια εταιρεία ερευνών ώστε να προβλέψει μέσω ενός πληθυσμιακού δείγματος τις αντιδράσεις υποψήφιων πελατών της για ένα καινούργιο προϊόν που λανσάρει στην αγορά. Με τους ανθρώπους που συνάντησα σε αυτές τις έρευνες και με βάση το δικό μου βιογραφικό, γίνεται κατανοητό πως τα αποτελέσματα τέτοιων ερευνών δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Αδυνατώ να καταλάβω το λόγο που υπάρχουν ακόμη, αλλά ελπίζω να συνεχίσουν να υπάρχουν μόνο και μόνο για να βγάζουν ένα εύκολο μεροκάματο άνθρωποι που το έχουν όντως ανάγκη.
Το 2006 κι ενώ εργαζόμουν σ’ έναν άλλο μεγάλο δημοσιογραφικό όμιλο είχε αποφασιστεί να γίνει ένα redesign του αντρικού περιοδικού που εξέδιδε. Προκειμένου οι αλλαγές που θα γίνονταν να είχαν το καλύτερο δυνατό αντίκτυπο στο κοινό, ο εκδότης ζήτησε από μια εταιρεία ερευνών, όπως οι παραπάνω, να μιλήσει με ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των αναγνωστών του περιοδικού.
Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός πως θα μαζεύονταν δεκάδες ομάδες αναγνωστών του συγκεκριμένου περιοδικού για να συζητήσουν τον τρόπο που θα μπορούσε να βελτιωθεί. Στο μυαλό μου, μάλιστα, τους είχα σαν μια επιτροπή σοφών που ήξεραν τους κανόνες της αγοράς την οποία και διαμόρφωναν. Μερικά χρόνια αργότερα υπήρξα μέλος αρκετών τέτοιων επιτροπών σοφών και συνειδητοποίησα γιατί το συγκεκριμένο redesign πήγε άπατο.