Για ένα μπαρ στη μέση του πουθενά
- 1 ΑΥΓ 2019
Ο Σεφέρης γράφει κάπου στο ποίημά του ‘ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους’ ότι το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι το μακρινό ταξίδι. Η αλήθεια είναι ότι η μεταφορά διαφόρων σταδίων, διαφόρων κομματιών της ανθρώπινης ζωής (της ίδιας της ζωής συμπεριλαμβανομένης) με το ταξίδι είναι μια από τις πιο σταθερές μεταφορές που κάνει ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Οι ανθρώπινες σχέσεις, η πορεία ενός πολιτισμού, ο απολογισμός της ζωής μας. Όλα αυτά επικυρώνονται ως γραμμικά με τη μεταφορά του ταξιδιού.
Είναι εκεί από τον Οδυσσέα του Ομήρου και τον Βιργίλιο μέχρι τον Σεφέρη και τον Αγγελόπουλο και στον Θερβάντες, είναι στον Κέρουακ και στο ‘Ολα είναι Δρόμος’, στο “Ας περιμένουν οι γυναίκες”, στον Κόρμακ Μακάρθι, τον Μπάροουζ και φυσικά στην ‘Ιθάκη’ του Καβάφη. Στις ταινίες, στις προφορικές αφηγήσεις, στα βιβλία. Μεγάλο μέρος της μυθοπλασίας στηρίζεται μέσα σε αυτό το ταξίδι. Όχι παράλογο. Το ταξίδι είναι το πιο καθημερινό πράγμα στο οποίο ο άνθρωπος ζει μέσα του, σε πρώτο πρόσωπο, την αρχή, τη μέση και το τέλος.
Με πιάνω πολλές φορές να κάθομαι να χαζεύω όλα εκείνα τα πράγματα που συνοδεύουν το ταξίδι. Από ξεχασμένα σπίτια με χριστουγεννιάτικα φωτάκια πλάι στην εθνική οδό μέχρι τα περίφημα μηνύματα ‘ΜΑΡΙΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ’ και ‘ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ’. Αυτή η μεταφορά του ταξιδιού, λοιπόν, είναι που μου έχει δημιουργήσει μια τρομερή αγάπη για τα μέρη εκείνα που λειτουργούν ως στάσεις για τους ταξιδιώτες: βενζινάδικα στη μέση της Εθνικής Οδού, ΣΕΑ, σταθμοί ΚΤΕΛ, ξεχασμένα μπαράκια, μπουζούκια, μοτέλ, φώτα σε απομονωμένα εξοχικά σπίτια.
Το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν όλα αυτά τα μέρη είναι η άρση του ορίζοντα προσδοκιών που είχαν όσοι τα έφτιαξαν. Τα περισσότερα -ακόμα και οι επιγραφές έκφρασης έρωτα προς τη Μαρία- φτιάχνονται με τη λογική ότι θα τα δουν πολλοί άνθρωποι. Και φτιάχνονται με μια επιμέλεια και προσοχή. Πολύ γρήγορα όμως αρχίζουν να παρακμάζουν και αφήνουν μια αίσθηση εγκατάλειψης σαν να είναι προορισμένα από κάποιον να λειτουργούν αέναα σαν να είναι έτοιμα να κλείσουν. Ίσως έχει να κάνει με τη λειτουργία τους ως μέρη στη μέση του ταξιδιού, μέρη για να σπαταλήσεις από κάποια λεπτά ως λίγες ώρες.
Στον επαρχιακό δρόμο μεταξύ της τουριστικής Αρεόπολης και του Γυθείου υπάρχει ένα τέτοιο μπαρ. Βρίσκεται ανάμεσα σε ελαιώνες και δίπλα σε ένα παρατημένο κτίριο. Το βράδυ ο δρόμος είναι σκοτεινός. Το ίδιο το κτίριο είναι φτιαγμένο με αυτή την επιμέλεια. Ακόμα και το φως του δρόμου μπροστά είναι βαμμένο προκειμένου να ταιριάζει με τον κοκκινωπό φωτισμό του μπαρ. Την πρώτη φορά που το επισκεφτήκαμε ήμασταν όλοι μαζί 10 άτομα. Τη δεύτερη ήμασταν -κατά κάποιο παράδοξο τρόπο- κοντά εκατό. Και είχε μπουγελώματα, χορό, φωνές. Οι μισοί περαστικοί από τον δρόμο, οι άλλοι μισοί από τα camping ή ντόπιοι. Τελείως διαφορετικοί άνθρωποι μεταξύ τους. Άλλοι έρχονταν με τα αγροτικά, άλλοι φορώντας μαγιό και με τα πόδια. Εικοσάρηδες, τριαντάρηδες, σαραντάρηδες, πενηντάρηδες. Σε τέτοιους χώρους δεν μετράνε οι βεβαιότητες της Αθήνας. Εκεί που όλοι ψάχνουμε χώρους με ανθρώπους που να μας μοιάζουν. Όλοι όμως είχαν έναν συνεκτικό ιστό.
Η Spiders είναι φτιαγμένη από έναν άνθρωπο γύρω στα 60 που φανερά έκανε -με το να τρέχει ένα τέτοιο μέρος- αυτό που αγαπούσε: να παίζει ροκ και μπλουζιές στη μέση του πουθενά. Εδώ που τα λέμε, καθόλου άσχημο πράγμα να αγαπάει κανείς. Και ίσως αυτό ήταν το πιο μαγικό που ανέδιδε αυτό το μέρος. Ήταν φτιαγμένο στη μέση ενός μικρού ταξιδιού, ανάμεσα σε δύο νησίδες πολιτισμού, από έναν άνθρωπο που είχε βρει ακριβώς τη στάση που του ταιριάζει στο δικό του ταξίδι.
Γιατί αν το πρώτο πράγμα που έφτιαξε ο Θεός ήταν το ταξίδι, οι στάσεις του ταξιδιού ήταν μάλλον το πρώτο πράγμα που έφτιαξε ο άνθρωπος.