
Γιατί η φωνή μας ακούγεται διαφορετικά σε εμάς απ’ ό,τι στους άλλους
- 16 ΜΑΡ 2025
Η πρώτη γνωστή ηχογράφηση ανθρώπινης φωνής (ένα απόσπασμα 10 δευτερολέπτων από κάποιον που τραγουδά το γαλλικό λαϊκό τραγούδι “Au Clair de la Lune”) καταγράφηκε στις 9 Απριλίου 1860, με τη χρήση μιας συσκευής που ονομάζεται φωνοαυτόγραφος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, κανένας δεν γνώριζε πώς ακουγόταν η φωνή του σε άλλους ανθρώπους.
Από τους φωναυτογράφους στα smartphones και στις μέρες μας μπορούμε εύκολα να ακούμε την ηχογραφημένη φωνή μας. Ωστόσο, οι ηχογραφήσεις είναι πιο κοντά στην πραγματική φωνή ομιλίας μας από τη φωνή που ακούμε στο κεφάλι μας. Γιατί όμως;
Όλα ξεκινούν με τα οστάρια. Τα μικρότερα οστά στο ανθρώπινο σώμα, τα οστεοειδή, μεταδίδουν τον ήχο στο εσωτερικό αυτί. Ο κοχλίας, ένα είδος σπειροειδούς οργάνου, μετατρέπει στη συνέχεια αυτή τη δόνηση σε ηλεκτρικά ερεθίσματα χρησιμοποιώντας 25.000 ακουστικά νεύρα που στέλνουν ένα σήμα μέσω του ακουστικού νεύρου στον εγκέφαλο. Όλη αυτή η διαδικασία είναι γνωστή ως ακουστική μεταγωγή, και όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε λίγα μόλις χιλιοστά του δευτερολέπτου.
Το αυτί επιτυγχάνει τη μεταγωγή με δύο τρόπους: την οστική αγωγιμότητα (κίνηση των οστεοειδών) και την αγωγιμότητα του αέρα (κίνηση του αέρα έξω από το αυτί). Όταν ένα άτομο μιλάει, το αυτί χρησιμοποιεί και τις δύο αυτές μεθόδους για να κατανοήσει τον ήχο. Αλλά επειδή το στόμα μας είναι κοντά στο αυτί μας, τα οστεοειδή δονούνται περισσότερο, παραμορφώνοντας τη φωνή σας σε χαμηλότερο τόνο μέσα στο κεφάλι μας, δίνοντας μια «ψευδή αίσθηση μπάσου».
Γιατί, όμως, η ηχογραφημένη φωνή μας ακούγεται «ξένη»; Όταν ακούμε την ηχογραφημένη φωνή μας, ακούμε μόνο την αερόφερτη αγωγή, χωρίς την πρόσθετη ενίσχυση των χαμηλών συχνοτήτων που προσφέρει η οστέινη αγωγή. Αυτό κάνει τη φωνή μας να ακούγεται πιο λεπτή, υψηλότερης συχνότητας και – για πολλούς – λιγότερο οικεία.
Υπάρχει επίσης η ψυχολογική επίδραση στο γιατί δεν μας αρέσει φωνή μας. Η αίσθηση αμηχανίας ή ακόμα και αποστροφής όταν ακούμε τη φωνή μας σχετίζεται με τη διαφορά ανάμεσα στην εσωτερική μας αυτοεικόνα και στην εξωτερική μας παρουσία. Η φωνή μας αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητάς μας και όταν ακούγεται διαφορετική απ’ ό,τι τη φανταζόμαστε, δημιουργείται ένα είδος γνωστικής ασυμφωνίας.
Το ερώτημα είναι: Μπορούμε να συνηθίσουμε τη φωνή μας; Η απάντηση είναι ναι. Όσο περισσότερο ακούμε την ηχογραφημένη φωνή μας, τόσο πιο οικεία γίνεται. Επαγγελματίες όπως ραδιοφωνικοί παραγωγοί, ηθοποιοί και τραγουδιστές συχνά ξεπερνούν αυτή την αμηχανία, καθώς εξοικειώνονται με τον πραγματικό ήχο της φωνής τους.