Γυναίκα, μόνη (σε μπαρ) σκέφτεται
- 22 ΝΟΕ 2015
Το στήσιμο είναι μία από τις καταστάσεις που ανεξαρτήτως φύλου, κατέχει υψηλή θέση στη λίστα με τα ‘μη σου τύχει’ σε μία βραδιά. Όσο χαλαρός και ήρεμος να είναι κάποιος με την ώρα και τα ραντεβού όση καλή θέληση και αν έχει να καταλάβει την καθυστέρηση του άλλου, ε όπως και να το κάνουμε τη θέση του δεν την λες και πολύ ζηλευτή. Να κάθεται σαν την καλαμιά στον κάμπο και να κάνει scroll down στο Facebook και το Instagram προσπαθώντας να σκοτώσει μια ώρα που κατά πάσα πιθανότητα είναι γάτα και είναι επτάψυχη.
Γιατί δεν πεθαίνει με τίποτα η άτιμη.
Πρέπει να παραδεχτώ κάπου εδώ ότι τόσα χρόνια, βρισκόμουν σε θέση ισχύος στην παραπάνω κατηγορία υψίστου κινδύνου. Πάντοτε ήμουν εκείνη που την περιμένουν και δεν περιμένει. Μία γιατί δεν είχε ζεστό νερό, μία γιατί έπρεπε να τελειώσει ένα κείμενο, μία γιατί μπήκε ένα ρακούν στο σπίτι και μου πήρε ώρα μέχρι να το διώξω. Όχι να το παινευτώ, αλλά ήμουν σίγουρα ότι η ώρα που θα περνούσα στην αντιπέρα όχθη, κοντοζύγωνε. Ένστικτο; Κοινή λογική; Θα σε γελάσω. Το θέμα είναι ότι ήμουν σίγουρη ότι μου’ ρχεται.
Ε, και μου ρθε.
Ήταν Τετάρτη βράδυ όταν με δύο φίλες μου αποφασίσαμε να βρεθούμε μετά τη δουλειά για ένα χαλαρό ποτό. Το ραντεβού ήταν στο γνωστό μέρος, τη γνωστή ώρα και η εντολή ‘όποια φτάσει πρώτη να μπει να βρει μέρος να καθίσουμε’. Όχι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία αλλά το γνωστό μέρος ήταν το CU στο Παγκράτι και η ώρα ήταν στις 20.00.
Χωρίς να γνωρίζω πώς το κατάφερα, έφτασα πρώτη γύρω στις 20.15. Ακολούθησα την εντολή και μπήκα μέσα στο μαγαζί. Αν το ξέρεις, τότε γνωρίζεις ότι πρόκειται για έναν στενόμακρο χώρο με μία μπάρα και μερικά τραπεζάκια στο πατάρι. Είπα να μην απομονωθώ εντελώς οπότε κάθισα στην μπάρα προς την αριστερή μεριά. Στο κοινό μας γκρουπ στο whatsapp οι φίλες μου με διαβεβαίωσαν ότι σε πέντε λεπτά, είναι εκεί.
Δεν ήταν.
Κάπου εδώ λοιπόν, αρχίζει η ιστορία μου. Ή μάλλον, οι ιστορίες μου γιατί η αλήθεια είναι ότι η αναμονή μου δημιούργησε μεγάλο οίστρο. Το ποτήρι με την μπύρα μου ήταν ήδη στη μέση όταν συνειδητοποίησα ότι μάλλον, εκείνη την ημέρα είχα βγει μόνη για ποτό.
Σκέψη Πρώτη: Μπορώ και μόνη μου καλά, τα καταφέρνω μια χαρά
Όταν κάνεις κάτι που δεν το έχεις ξανακάνει ποτέ στη ζωή σου η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον μερικά ψήγματα ενθουσιασμού θα τα νιώσεις. Είναι μία εμπειρία όσο να το πεις. Έτσι λοιπόν και εγώ, ένιωσα μία αίσθηση τρελής ελευθερίας και άρχισα να σκέφτομαι ότι μία άλλη φορά θα μπορούσα να κανονίσω να πάω όντως μόνη μου για ένα ποτό. Αφού και έχει πλάκα και δεν είναι δα και τόσο δύσκολο όσο το είχα στο κεφάλι μου.
Το μοναδικό πρόβλημα που είχα ήταν ότι δεν ήξερα τι να κάνω για μη μετατραπεί ο ενθουσιασμός σε βαρεμάρα. Πήγα στην εύκολη λύση, το κινητό.
Σκέψη Δεύτερη: Το Scroll Down δεν θα το ξανακάνεις, το scroll down
Άρχισα να χαζεύω ειδήσεις και αναρτήσεις στο Facebook και έκανα το ίδιο έπειτα με το Instagram. Καθώς χάιδευα την οθόνη με τον δείκτη του χεριού μου τσέκαρα και λίγο την ώρα. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο λεπτά και το scroll down με είχε πάει σε χθεσινές αναρτήσεις. Ναι, κάπου εκεί πρέπει να ήταν που το συννεφάκι του ενθουσιασμού άρχισε να χάνει ύψος.
Μου ρθε μία εσάνς αυτολύπησης οπότε αποφάσισα να κλείσω το κινητό μου πριν κάνω τίποτα χειρότερο (θα δεις παρακάτω τι εννοώ).
Σκέψη Τρίτη: Εμείς και ο κόσμος
Γύρισα το βλέμμα στους υπόλοιπους πελάτες του μαγαζιού. Αλήθεια το έχεις και εσύ αυτό που όταν είσαι μόνος σου νιώθεις ότι όλος ο κόσμος ασχολείται με την μοναξιά σου; Αν δεν το έχεις τότε είσαι τυχερός άνθρωπος. Παραδίπλα μου ήταν μία παρέα τριών αντρών ενώ στο τέλος της μπάρας από την άλλη μεριά καθόταν ένα ζευγάρι. Περιττό να σου πω ότι μία που τους κοίταξα και μία που ένιωσα ότι όλοι σχολιάζουν τον τύπο που με έστησε. Γιατί σίγουρα τύπος θα σκέφτονται ότι είναι.
Κάπου εκεί, έκανε ντου ο Σάκης στις σκέψεις μου.
Σκέψη Τέταρτη: Τώρα, αρχίζουν τα δύσκολα
Όσο και αν ήθελα να το αποφύγω τελικά δεν τα κατάφερα. Άρχισα να σκέφτομαι αυτόν τον υποθετικό τύπο που υποθετικά θα υπέθεταν οι γύρω παρέες ότι με έστησε. Ναι, ναι τρέλα πρόσω ολοταχώς. Στο μυαλό μου ήρθε αυτός ο τύπος. Όχι ο φανταστικός, αλλά ο ανύπαρκτος. Και όλα τούμπα.
“Τώρα είναι καλό που δεν έχω κανέναν ούτε καν να με στήσει σε ένα ραντεβού;“
Σκέψη Πέμπτη: Μου τα λεγε εμένα η μαμά μου
Δεν ξέρω πώς στην ευχή εμφανίστηκε αλλά η μαμά μου ξεπάστρεψε με συνοπτικές διαδικασίες το Σάκη. Θυμήθηκα τι συζητούσαμε εκείνη τη μέρα πριν από ένα περίπου χρόνο όταν χώριζα και την άποψή της ότι τα καλά παιδιά δεν πρέπει να τα αφήνεις να χάνονται γιατί ‘καταλήγεις μόνη σου να τα πίνεις στα μπαρ’. Το πε η άτιμη, το πε.
Ο σωτήρας μου ήρθε και ήταν γκριτζανιστός και αλμυρός. Ναι, ο μπάρμαν μου έφερνε ξηρούς καρπούς. Ναι, ρίχτηκα πάνω τους με μανία.
Σκέψη Έκτη: Παράλογο; Παράλογο; (με φωνή μαμάς Δέκα Μικρών Μήτσων)
Με την πεποίθηση ότι πλέον πρέπει να ακούω τη μαμά μου γιατί έχει πάντα δίκιο, άνοιξα το κινητό μου για να στείλω μήνυμα σε εκείνον που δεν πρέπει. Έτσι, να δω τι κάνει. Με έσωσε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης και όχι, δεν κάνω πλάκα.
Σκέψη Έβδομη: Βαγγέληηηηηηηηηηηηη
*κλείνει η πόρτα
Δεν πρόλαβα να πατήσω το sent όταν η παρέα των διπλανών μου φαίνεται βαρέθηκε να ασχολείται μαζί μου (!) και έπιασε τα πολιτικά. Ο ένας, ο πιο μουσάτος από τους τρεις έλεγε ότι η Ν.Δ. δεν έχει ελπίδες με τον Μεϊμαράκη γιατί είναι βαρύς και “ποιος τον αντέχει μωρέ” όταν ο διπλανός του και πλάτη σε μένα υποστήριζε ότι αν υπάρχει μία ελπίδα για το κόμμα τότε αυτή είναι ο Τζιτζικώστας. Αγωνία για την άποψη του τρίτου δεν είχα για να είμαι ειλικρινής, αλλά έτσι για την κουβέντα προσπάθησα να πλησιάσω λίγο το σκαμπό μου για να μάθω. Και αυτός ο Χριστιανός μιλούσε πιο σιγά και την ησυχία.
Δεν είμαι σίγουρη αλλά πρέπει να συμφωνούσε με το μουσάτο και αυτός γιατί όσο μίλαγε εκείνος κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του.
Σκέψη Όγδοη: Σταυρώστε με, σταυρώστε με
Σκέφτηκα ότι ίσως αυτός είναι ένας οιωνός να ασχοληθώ με τα πολιτικά από αν δούμε το ηθικό δίδαγμα, ‘σε σώζουν εκεί που δεν το περιμένεις’ αλλά προτίμησα αυτήν την απόφαση να μην την πάρω μπροστά από μία μισοτελειωμένη μπύρα, κάτι ξηρούς καρπούς και ένα μήνυμα που ευτυχώς, δεν θα σταλεί ποτέ.
Οι φίλες μου περνούσαν εκείνη την ώρα την πόρτα του μπαρ με πιο απολογητικό ύφος και από αυτό του Κλίντον. Πριν προλάβουν να μιλήσουν τις κοίταξα όλο χαρά και τους είπα: “ευχαριστώ που αργήσατε“.
Βάζω στοίχημα ότι τώρα που θα διαβάσουν το κείμενο, θα καταλάβουν γιατί το είπα και θα σταματήσουν να πιστεύουν ότι μέθυσα με μισή μπύρα επειδή ήμουν κουρασμένη.