Η ανεπανάληπτη οδύσσεια ενός κοιμισμένου μέχρι τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ
- 14 ΙΟΥΝ 2015
“Σήκω, είναι επτά και μισή”. Έψαξα το κινητό με τρόμο και την άρνηση που έχεις όταν δεν θες να αποδεχθείς την πραγματικότητα. Δεν έπρεπε να είναι επτά και μισή, δεν γινόταν να είναι και επτά και μισή. Η πτήση για Βερολίνο έφευγε στις οκτώ και τέταρτο. Και ήταν όντως επτά και μισή.
Αυτό είναι το μόνο κομμάτι της ιστορίας που δεν θέλω να περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια. Αρκεί μόνο το γεγονός πως νιώθεις πως είσαι ο μεγαλύτερος μαλάκας που περπατάει στη γη. Θες να ρίξεις στον εαυτό σου τη δυνατότερη μπουνιά που έχεις, τα νεύρα δίνουν τη θέση τους σε μια σύντομη, αλλά τόσο ισχυρή κατάθλιψη, τσακώνεσαι με την κοπέλα σου χωρίς κανείς να τα έχει με τον άλλον, απλώς γιατί όλο αυτό χρειάζεται κι έναν τσακωμό.
Ευτυχώς δεν είμαι ο τύπος που θα του κρατήσει πολύ. Η πτήση είχε χαθεί, κανένα νόημα να συνεχιστούν η κλάψα και τα νεύρα. Αναζήτηση πτήσεων πριν καν πάει οκτώ, τηλέφωνα σε ταξιδιωτικά γραφεία που δεν έχουν ανοίξει ακόμη. Έχει μία η EasyJet στις 11.00, τέλεια. Μόνο που η κοπέλα του ταξιδιωτικού γραφείου με ενημερώνει πως απ’τη στιγμή που έχασα το πήγαινε έχω χάσει και την επιστροφή της Κυριακής. Χρειάζομαι και πτήση επιστροφής και την Κυριακή δεν έχει τίποτα.
ΟΚ, παραπάνω λεφτά, αλλά τα λάθη και τα γούστα πληρώνονται. Επόμενο πρόβλημα, δεν υπάρχει κάρτα με αρκετό ποσό ώστε να κλειστεί το εισιτήριο στην EasyJet. Τηλέφωνα, δοκιμές, άλλες κάρτες, “πες άλλη μία την ημερομηνία λήξης, πως ακριβώς γράφει το όνομα κατόχου, το λες σίγουρα σωστά, γιατί δεν την παίρνει”. Πήρε την τελευταία, YESSSS! Μόνο που το ρολόι έγραφε 09.01, η πτήση ήταν στις 11.00. Δύο ώρες πριν την αναχώρηση είναι το deadline των κρατήσεων. Πάει η EasyJet, για ένα λεπτό.
Δεύτερος καφές, τηλέφωνο ξανά στο ταξιδιωτικό πρακτορείο. Πανάκριβα όλα, λογικό, έχει τον τελικό του Champions League και είμαστε μια μέρα πριν. Ο άνθρωπος στο πρακτορείο βρίσκει την πιο φτηνή λύση. Πετάω 13.40 για Κοπεγχάγη, φτάνω 16.10, αναχωρώ 19.35 για Βερολίνο. Επιστροφή τη Δευτέρα, με την πτήση που θα έκλεινα με EasyJet. Το ‘χουμε. Κλείνω την επιστροφή, τρίτος καφές.
Τα βρίσκω με την κοπέλα μου, ταξί για το ταξιδιωτικό πρακτορείο, μουντάδα, βροχή, κίνηση. Πληρώνω μετρητά, παίρνω το εισιτήριο, με το ίδιο ταξί βουρ για αεροδρόμιο. Επιβιβάζομαι, αποχωρώ, ηρεμώ στο αεροπλάνο, αν κι ακόμα έχω την απογοήτευση με τον εαυτό μου ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, κοιμάμαι λίγο και προσγειώνομαι στην ώρα μου στην Κοπεγχάγη. Ήταν η τελευταία φορά που κάτι πήγε 100% καλά.
Βρίσκω ένα μπαρ, μου δίνουν ένα φορτιστή για το κινητό, τέταρτος καφές. Δίπλα μου δύο Φινλανδοί, πατέρας και γιος. Πιάνουμε την κουβέντα, πάνε κι αυτοί στον τελικό. Φανταστικός τύπος ο πατέρας, συζητάμε για ταξίδια, μπάλα, Μπαρτσελόνα, Σουάρες, Μέσι, βάζω χέρι στο γιο του που είναι Γιουνάιτεντ παρότι ο Χίπια είναι Φινλανδός, πετάγομαι συχνά έξω με τον πατέρα για τσιγάρο, μιλάμε για την κρίση, μου εξηγεί πως η χώρα του είναι κάτι σαν τον φτωχό συγγενή της Σκανδιναβίας.
Μαζί πάμε και στην πύλη για την αναχώρηση στις 19.35. Αναμονή, χωρίς κινητικότητα. Νέα ώρα, 20.00. Νέα ‘νέα ώρα’ 21.00. Ο Φινλανδός επιστρέφει στο μπαρ που καθόμασταν, εγώ αράζω στα καθίσματα δίπλα στην πύλη. Χαζεύω στο twitter και ξαφνικά σκάει η ανακοίνωση απ’τα μεγάφωνα. “Για λόγους ασφαλείας, δεν φεύγει καμία πτήση”. WTF?
Δίπλα μου όλοι ατάραχοι, συνεχίζουν ο,τι έκαναν. Αρχίζω να το δίνω όλο στο twitter, όλο αυτό μου φαίνεται τρομερά αστείο. Κάνω το λάθος να πάρω τηλέφωνο την κοπέλα μου και να της το πω. Ανησυχεί τρομερά, εγώ πεθαίνω στα γέλια και προσπαθώ να της εξηγήσω πως τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί, πως το έχω πάρει στην πλάκα.
Η ώρα περνάει, επιστρέφω στο μπαρ. Όλες οι πτήσεις της SAS απ’τις 19.00 και μετά γράφουν “Await info”. Οι υπόλοιπες πτήσεις με άλλες εταιρίες μοιάζουν να φεύγουν κανονικά. Τα λέμε ξανά με τον Φινλανδό και μπουμ. Cancelled. Όχι η πτήση μας, όλες οι πτήσεις. Για πρώτη φορά επικρατεί αναβρασμός. Και τώρα αρχίζουμε.
Προσπαθώ να βρω τι πρέπει να κάνω, που να πάω, καθυστερώ. Βρίσκω το δρόμο για το Trasfercentre, εκεί που ΟΛΟΙ οι άνθρωποι, από ΟΛΕΣ τις πτήσεις θα πάρουν πληροφορίες για το τι πρόκειται να συμβεί. Εν τω μεταξύ η ανακοίνωση που μιλούσε για λόγους ασφαλείας έχει αλλάξει και μας λέει την αλήθεια. Υπάρχει απεργία του προσωπικού εδάφους της SAS, κανένα πρόβλημα σχετικό με την ασφάλεια.
Φτάνω στο τέρμα της ουράς. Είναι τεράστια. Είναι τόσο μεγάλη που δεν βλέπουμε που καταλήγει, χάνεται σε μια στροφή. Μπροστά μου τρεις Άγγλοι, 30άρηδες. Ευτυχώς. Πιάνουμε αμέσως την κουβέντα. Δουλεύουν στη Σουηδία, πάνε Λονδίνο για μερικές μέρες. Πίσω μας έρχονται δύο πιτσιρίκες, 20-21. Η ουρά δεν κουνιέται, η μόνη της μεταβολή είναι ο κόσμος που μαζεύεται πίσω μας. Σε λίγο όχι μόνο δεν βλέπουμε που τελειώνει η ουρά, αλλά και που αρχίζει.
Μία ώρα αργότερα έχουμε κάνει μόνο πέντε μέτρα προς τα μπρος. Η μέση μου εγκαταλείπει τη μάχη. Ξαπλώνω κάτω. Ευτυχώς συζητάμε συνέχεια με τους Άγγλους, οι οποίοι έχουν πιάσει κουβέντα και με τις πιτσιρίκες. Αμερικανίδες, Κέιτι και Γκάμπι, τελείωσαν το κολλέγιο κι ήρθαν για διακοπές, γυρίζουν την Ευρώπη, πάνε κι αυτές Βερολίνο.
Το κλίμα είναι καλό, γελάμε συνέχεια. Συζητάμε για την ταλαιπωρία, για το γεγονός πως θα περιμένουμε 3-4 ώρες μόνο και μόνο για να μας πουν που θα πάμε να κοιμηθούμε και τι ώρα πετάμε αύριο. Τους εξηγώ πως θα έφευγα να πάρω τρένο, αλλά έχω δώσει τη βαλίτσα μου, που έχει μέσα λάπτοπ και κάμερα, πως πάω στο Βερολίνο για τον τελικό.
Μετά από μια ώρα με μιμούνται, αράζουν όλοι κάτω και απλώς σερνόμαστε 2-3 μέτρα όταν η ουρά κινείται, δηλαδή κάθε 20-30 λεπτά. Κάποια στιγμή πετάγομαι με τον έναν για τσιγάρο. Παθαίνουμε σοκ με το μήκος της ουράς πίσω μας. Επιστρέφοντας απ’το τσιγάρο του λέω να χρονομετρήσει. Απ’το τέλος μέχρι εκεί που βρισκόμαστε είναι ενάμιση λεπτό γρήγορο περπάτημα.
Ο ένας απ’τους Άγγλους ήθελε διαρκώς να πάει να δει τι έχει μετά τη στροφή όπου χανόταν η ουρά, για να ξέρουμε πραγματικά πόσο θα περιμένουμε. Μετάφρασα το “ουδείς στέργει άγγελον κακών επών”, άρεσε σε όλους, τον πείσαμε να μην πάει. Μετά από τέσσερις ώρες στην ουρά, φτάσαμε κοντά στη στροφή. Ήρθε γεμάτος χαρά να μας πει πως δέκα μέτρα μετά τη στροφή ήταν το transfercentre, αλλά μπροστά είχε γύρω στα 100 άτομα. Δεν τον έβρισα, το βασικό ήταν να έχουμε καλό κλίμα.
Και κάπου κοντά στη 01.30, ενώ μόλις είχαμε στρίψει τη στροφή και πηγαίναμε για την πέμπτη ώρα αναμονής, ήρθαν τα νέα. “Τα γραφεία θα κλείσουν τώρα και θα ανοίξουν ξανά στις 7 το πρωί, όταν και θα σας πουν πότε και αν θα πετάξετε για τους προορισμούς σας. Δυστυχώς δεν υπάρχουν δωμάτια στην Κοπεγχάγη για να σας φιλοξενήσουν, σας συμβουλεύουμε να μείνετε εδώ”.
Οι Άγγλοι φεύγουν για να επιστρέψουν με το τρένο στα σπίτια που έχουν στα ξενοδοχεία και βρίζουν που δεν το έκαναν νωρίτερα. Οι δύο Αμερικανίδες δεν το πιστεύουν, εγώ απλώς δεν αντέχω και θέλω να κοιμηθώ. Οι Άγγλοι τις προσκαλούν να έρθουν μαζί τους με το τρένο και αν θέλουν να έρθουν αύριο ξανά στο αεροδρόμιο να δουν τι γίνεται. Έχουν όμως δώσει τις βαλίτσες τους, όπως κι εγώ, κι έτσι αποφασίζουν να μείνουν, αν και η μία ψηνόταν λίγο.
Μας μοιράζουν κουβέρτες και το σχέδιο είναι να κοιμηθούμε κοντά στα γκισέ που θα ανοίξουν αύριο, ώστε να μη φάμε πάλι τέσσερις ώρες στην ουρά. Βρίσκω μια γωνία παραδίπλα, εκεί που έχουν “παρκάρει” δύο απ’τα αμαξάκια που μεταφέρουν επιβάτες και βαλίτσες. Τα φέρνω κοντά και ξαπλώνω, μισός στο κάθισμα του ενός, με τα πόδια στο άλλο. Δεν κοιμάμαι, λιποθυμώ, με τελευταία παράκληση στα κορίτσια να μη με ξεχάσουν το πρωί. Είναι μια μάχη που θα τη δώσουμε μαζί.
Με ξυπνάνε, βλέπω φως έξω, λέω πήγε επτά. Είναι μόλις 05.30 κι όλοι έχουν σηκωθεί όρθιοι. Τα κορίτσια έχουν πάρει θέση στην ουρά, πάω να πιω έναν καφέ και να φάω ένα σάντουϊτς. Στο καπνιστήριο έξω “τσακισμένες” φάτσες. Το έργο στα γκισέ έχει ως εξής. Μπροστά ακριβώς έχει 50-60 άτομα, που οι σεκιούριτι έχουν περιφράξει. Μας λένε πως πρώτα θα αδειάσει αυτός ο χώρος και μετά θα φτιαχτούν ουρές για εμάς τους απ’έξω.
Πάει επτά, εμφανίζονται οι υπάλληλοι, ξεκινάει η διαδικασία. Όχι πολύ γρήγορα, ούτε πολύ αργά. Όποιος φεύγει με επιτυχία, κρατάει την boarding pass στον αέρα και τον χειροκροτάμε. Κάποιοι βγάζουν και φωτογραφίες. Λίγο πριν τις δέκα φτάνουμε επιτέλους μπροστά. “Ναι, είμαστε μαζί και οι τρεις, πρέπει να πάμε στο Βερολίνο, οι βαλίτσες μας είναι μέσα”. Ναι, μόνο που πτήση για Βερολίνο δεν πρόκειται να φύγει. Και όχι, δεν είναι καθόλου εύκολο να πάρουμε τις βαλίτσες μας και να φύγουμε με τρένο.
Η υπάλληλος μας λέει να πάμε στο πλάι να περιμένουμε. Μετά από δέκα λεπτά έρχεται και το σχέδιο είναι το εξής. Θα πετάξουμε 14.55 για Φρανκφούρτη, θα προσγειωθούμε 16.30 και στις 17.15 θα πετάξουμε για Βερολίνο. Ώρα άφιξης 18.30. Το ματς ξεκινάει 20.45, λογικά προλαβαίνω. Εκτός κι αν έχει καθυστέρηση, εκτός κι αν χάσουμε την πτήση στη Φρανκφούρτη. Η άλλη επιλογή είναι να φύγω με τρένο, να φτάσω σίγουρα, αλλά να αφήσω πίσω τη βαλίτσα και να μην έχω το βράδυ το λάπτοπ και την κάμερα που θέλω μέσω στο γήπεδο.
“ΟΚ, πάμε έτσι. Οι βαλίτσες μας θα είναι στο Βερολίνο, θα έρθουν μαζί μας;”. Ναι, μας λέει, θα κάνουν ο,τι μπορούν.
Πάμε για πρωινό, πληρώνουμε με τα voucher που μας έδωσαν το βράδυ για την ταλαιπωρία. Τα κορίτσια πάνε να βρουν ένα σημείο να την πέσουν, εγώ αράζω στο ίδιο μπαρ που ήμουν και την προηγούμενη. “Σ’εσένα δεν έδωσα καφέ και φορτιστή χθες, ακόμα εδώ είσαι;” Ναι ρε, ακόμα εδώ είμαι.
Κάποια στιγμή βρίσκω που κοιμούνται τα κορίτσια, την πέφτω κι εγώ, αγκαλιά με το κινητό και με είκοσι ξυπνητήρια σεταρισμένα. Έρχεται η ώρα, αποχωρούμε απ’την Κοπεγχάγη, απ’το αεροδρόμιο στο οποίο συμπλήρωσα 23 ώρες. Πετάμε με δέκα λεπτά καθυστέρηση, το άγχος για το αν θα προλάβουμε την πτήση για Βερολίνο είναι υπαρκτό. Μας έχουν ήδη τσεκάρει, έχουμε θέση στο αεροπλάνο. Αλλά δεν δεν μας περιμένει; Αν αργήσουμε;
Οι πόρτες του αεροπλάνου ανοίγουν για να βγούμε στις 16.58. Στις 17.15 πετάει το αεροπλάνο μας για Βερολίνο. Δεν βγαίνουμε σε φυσούνα, αλλά μας παραλαμβάνει λεωφορείο, ΠΟΥ ΔΕΝ ΛΕΕΙ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ. Φτάνουμε στο κτήριο, ψάχνω οθόνη, φεύγουμε απ’την πύλη A24. Είναι 17.08, είναι η ώρα της κραυγής. RUN.
Οι ταμπέλες οδηγούν αριστερά, ΣΕ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ, πρέπει να κατέβουμε κάτω δύο ορόφους. Μαλιοκούβαρα στα σκαλιά, βγαίνω στον όροφο και μπροστά μου η τεράστια ευθεία, με τις κυλιόμενες αριστερά και δεξιά. Δεύτερη κραυγή, RUN, τρέχω χωρίς αύριο με τις Αμερικανίδες πίσω μου. Φτάνουμε στο τέλος της ευθείας, ταμπέλες πάλι στα δεξιά, ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ, ΔΥΟ ΟΡΟΦΟΙ.
Βγαίνω στον δεύτερο όροφο, ΞΑΝΑ ΙΔΙΑ ΕΥΘΕΙΑ. RUUUUUUNNN. A1, A2, A3. Προσπερνάμε τις πύλες, στο τέλος είναι η δικιά μας. Βλέπω από μακριά πως έξω απ’το Α24 δεν έχει κόσμο. Θα έγραφα πως στο μυαλό μου έπαιζε η μουσική απ’το Love actually, αλλά δεν είναι αλήθεια. Γραφικός ή όχι, φώναζα από μακριά HOLD THE DOOR.
Στρίβω στην πύλη, είναι ανοιχτή, δύο γυναίκες υπάλληλοι. Λαχάνιασμα, hold, λαχάνιασμα, λαχάνιασμα, the, βήξιμο, door, κατάρρευση στο γκισέ, πάρε την boarding pass. “Μην ανησυχείτε σας περιμέναμε”. Ναι, έρχονται και οι άλλες δύο πίσω μου, περιμένετε.
Μπαίνουμε στο αεροπλάνο. Στις πρώτες θέσεις οπαδοί της Μπαρτσελόνα. Γνωρίζουμε την αποθέωση, ανταποδίδω με ένα Visca el Barça, visca Catalunya. Οι θέσεις με τα κορίτσια είναι δίπλα-δίπλα. Είναι πανευτυχείς, αλλά τους υπενθυμίζω πως ακόμα δεν είναι καθόλου σίγουρο πως στο Βερολίνο θα φτάσουν κι οι βαλίτσες μας.
Προσγείωση, παραλαβή αποσκευών. Ώρα για τη φωτογραφία της νίκης, είμαστε στο Βερολίνο. Τέλος πανηγυρισμών, αναμονή για τις βαλίτσες. Ο ιμάντας αργεί να ξεκινήσει. Τα κορίτσια ενημερώνουν φίλους και οικογένεια πως έφτασαν, αλλά εγώ χρειάζομαι τη βαλίτσα, πρέπει να φύγω, είναι 18.45, το ματς ξεκινάει σε δύο ώρες.
Αναμονή, αναμονή, τζίφος. Ο ιμάντας σταματάει, τέλος. ΟΚ. Ψάχνουμε το γραφείο για να δηλώσουμε την απώλεια, να δούμε τι θα γίνει. Στην έξοδο 5 μας λένε. “Α, αφού η τελευταία πτήση ήταν Lufthansa, είναι ευθύνη δικιά τους πλέον, θα πάτε στο σημείο μηδέν”. Εγώ τρέχω, αυτές όχι. Φτάνω, ουρά 7-8 ατόμων. Χάρηκα που σας γνώρισα, γράψε το τηλέφωνό σου, θα σας πάρω να μου πείτε τι έγινε, αγκαλιές, ΕΓΩ ΦΕΥΓΩ.
Ταξί. Βουρ για το ξενοδοχείο, όπου ο πατέρας μου έχει αφήσει το εισιτήριο μου, έχει πάει στο γήπεδο και κάθε 20 λεπτά μου στέλνει μήνυμα “που είσαι”. Άφιξη στο ξενοδοχείο στο κέντρο στις 19.45, το ματς ξεκινάει σε μια ώρα. Reception, το εισιτήριό μου παρακαλώ, το κλειδί του δωματίου, ανεβαίνω πάνω να ρίξω ένα κατούρημα και νερό στο πρόσωπό μου, καλέστε μου ένα ταξί παρακαλώ.
Κατεβαίνω, το ταξί έχει έρθει, φύγαμε μάστορα για το Ολυμπιακό Στάδιο. “Α, όχι, δεν πάω, έχει πολλή κίνηση, από εκεί έρχομαι”. ΜΑ ΤΩΡΑ ΜΕΝΟΥΝ ΣΕ 50 ΛΕΠΤΑ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΙΟΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ. “Όχι, δεν σε πάω, φεύγω”.
Χάρτης, μετρό. “Θα περπατήσεις μέχρι τον κεντρικό σταθμό κι εκεί θα πάρεις το S75 για Spandau”. Δεν θα περπατήσω, θα τρέξω ξανά. Σύμφωνα με το Google maps είναι 1.3km. Μπαίνω στο σταθμό, κάθιδρος. Φεύγουν τρένα για όλον τον πλανήτη, ΠΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΕΙΝΑΙ Η ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΜΟΥ.
Ανεβαίνω κάτι σκαλιά, ένα τρένο είναι σταματημένο με ανοιχτές τις πόρτες, δύο αστυνομικοί θηρία είναι δίπλα. “Olympia Stadion?” Ναι, μου λένε, πάω να μπω, ΚΛΕΙΝΟΥΝ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ. Πατάω το κουμπί, κλωτσάω την πόρτα, φωνάζω, τίποτα. Οι αστυνομικοί με πλησιάζουν, έτοιμοι να με σβερκώσουν. “Ηρέμησε, έχει άλλο σε 10 λεπτά”. ΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ.
Περπατάω πέρα-δώθε. Σε πέντε λεπτά φτάνει άλλο τρένο, το S5, αλλά γράφει κι αυτό Spandau. “Πάει στο στάδιο αυτό;” Ναι, πάει, μπαίνω μέσα. Εννιά στάσεις, η ώρα είναι 20.12. Αρχίζω την καταμέτρηση.
Κατεβαίνω, φωτογραφίες στο τρέξιμο, περνάω τον έλεγχο. “Ναι, στο κέντρο είστε, αλλά απ’την άλλη πλευρά”. Όχι άλλο τρέξιμο, δεν αντέχω. Κάνω το γύρο, μπαίνω στο γήπεδο, βρίσκω τον πατέρα μου, κάθομαι δίπλα του. Είναι 20.41. Βγάζω φωτογραφία, το κινητό κλείνει πριν προλάβω να την ανεβάσω. Game on.
Τελειώνει το ματς, τρώμε στο Football Village. Επιστρέφουμε με πούλμαν, πάμε μια βόλτα απ’το ξενοδοχείο της UEFA, επιστροφή στο ξενοδοχείο μας. Πρέπει να βρω έναν υπολογιστή να γράψω για το Contra.gr, αλλά στο business centre έχει pc με “κλειδωμένους” browser, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σερφάρεις και να εκτυπώσεις.
Παραγγέλνω καφέ, κάνω μια βόλτα στο διαδίκτυο. κι ανεβαίνω στο δωμάτιο. Ένα αξέχαστο μπάνιο και ξάπλα στο κρεβάτι, 43 ώρες μετά. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως το πρωί ξύπνησα ακριβώς στην ίδια θέση που ξάπλωσα.
Πρωινό. Αλλάζω έστω μια μπλούζα και φοράω αυτήν του τελικού που μου είχε αγοράσει ο φάδερ. Κανονίζω να μείνω για το έξτρα βράδυ στο ίδιο δωμάτιο που είχαμε κλείσει. Πάμε στο αεροδρόμιο, εκείνος για να φύγει για Ελλάδα, εγώ για να βρω άκρη με τη βαλίτσα. Δηλώνω απώλεια, στοιχεία, περιγραφή, διεύθυνση για να μου τη στείλουν στην Αθήνα. Κάποιος με χτυπάει στην πλάτη, είναι ο Φινλανδός με το γιο του. Είχαν φτάσει με τρένο, μου δείχνουν φωτογραφίες απ’το γήπεδο, όλα τέλεια.
Επιστροφή στο κέντρο. Πρέπει να βρω ένα internet cafe, να γράψω, να στείλω έστω ένα κείμενο, είναι Κυριακή, είναι κλειστά. Βρίσκω ένα ινδικό μπακάλικο με το πρωτότυπο όνομα Bollywood. Πίσω απ’τα πράγματα έχει έξι pc σ’έναν πάγκο. Έχουν γερμανικά Windows, καταφέρνω να περάσω ελληνικά fonts, γράφω, στέλνω. Περπάτημα μέχρι το ξενοδοχείο, ήρθε η ώρα για ένα ακόμη μπάνιο και επιτέλους για ξεκούραση.
Αλλά, όχι. Υπάρχει και το τελευταίο χτύπημα. Έχουν καθαρίσει το δωμάτιο και δεν υπάρχουν πουθενά τα πράγματά μου, δηλαδή η μπλούζα που φορούσα για δύο μέρες και το εισιτήριο του αγώνα, με την κάρτα για το Football Village. Είναι τόσο αστείο που με πιάνει νευρικό γέλιο.
Παίρνω τηλέφωνο, ενημερώνω, μετά από δέκα λεπτά έρχεται ο manager. “Ψάχνουμε για τα υπόλοιπα, βρήκαμε το φορτιστή σας”. “Ναι, μόνο που δεν είναι ο φορτιστής ΜΟΥ, είναι ο φορτιστής ΣΑΣ, που τον πήρα χθες γιατί δεν έχω δικό μου και μου τον χρεώσατε και πέντε ευρώ. Και δεν θέλω την μπλούζα μου, αλλά το εισιτήριο του αγώνα, γιατί έχω τα εισιτήρια και απ’τους έντεκα τελικούς που έχω πάει και δεν γίνεται να μην έχω απ’αυτόν”.
Κανόνισε να φάω τσάμπα, μου είπε πως θα κάνει ο,τι μπορεί. Δευτέρα πρωί δεν είχαν βρει τίποτα, ξύπνησα στην ώρα μου, πήγα στο αεροδρόμιο και γύρισα στην Αθήνα. Όταν πήγα για δουλειά είχε έρθει ήδη ένα μέιλ πως η βαλίτσα μου βρέθηκε. Την Τρίτη το βράδυ την είχα στα χέρια μου. Το εισιτήριο δεν βρέθηκε ποτέ. Απ’αυτόν τον τελικό θα κρατήσω για αναμνηστικά τις boarding pass και μια ιστορία που δεν έχει μέσα τίποτα ποδοσφαιρικό.