Ήθελα ένα ελικόπτερο να με κατεβάσει από τον Όλυμπο
Ένα οδοιπορικό από το Λιτόχωρο προς τον Μύτικα, την ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας.
- 16 ΙΟΥΛ 2017
Δεν ήμουν προετοιμασμένος για την ανάβαση στον Όλυμπο. Λίγες ώρες πριν το ταξίδι, τα 2.918 μέτρα του Μύτικα, της ψηλότερης κορυφής του βουνού, την οποία σκόπευα να πατήσω, δεν ήταν για μένα τίποτα παραπάνω από ένας αριθμός κι όπως όλοι οι αριθμοί έλεγε την μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή βρισκόταν στο λαχάνιασμα που με έπιασε από τα πρώτα μέτρα της πεζοπορίας, στη λαχτάρα με την οποία καταβρόχθιζα κάθε πιρουνιά μακαρονάδας στο καταφύγιο, στις ιδρωμένες από το άγχος μου παλάμες σε κάθε κράτημα από τα βράχια κατά τη διάρκεια της αναρρίχησης, στις αγκαλιές με αγνώστους στην κορυφή, στο κάψιμο από τον ήλιο στο σβέρκο όσο διέσχιζα για δεύτερη φορά το Οροπέδιο των Μουσών, στο σύγκορμο μούδιασμα που μου έφερνε κάθε επαφή του μεγάλου δαχτύλου του δεξιού μου ποδιού με το μπροστινό μέρος του παπουτσιού, κατά τη διάρκεια της κατάβασης.
Στις 06:00 του Σαββάτου (8/7) μπήκα σ’ ένα πούλμαν στην πλατεία Καραϊσκάκη, στο Μεταξουργείο, μαζί με άλλα 24 άτομα με προορισμό το Λιτόχωρο. Στόχος μου ήταν να κατακτήσω τον Όλυμπο. 41 ώρες αργότερα, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να επιστρέψουμε στην Αθήνα, δεν είχα κατακτήσει τον Όλυμπο, αλλά τον εαυτό μου*.
Λιτόχωρο (1300 μ. υψόμετρο)
(Η αρχή του μονοπατιού)
Η ανάβασή μας στον Όλυμπο ξεκίνησε, λίγο μετά τις 13:00 από τα περίπου 1.300 μέτρα υψόμετρο, μέσα από ένα δάσος από οξιές και ρομπόλες. Όσο διασχίζαμε το μονοπάτι, στο βάθος δεξιά μας είχαμε την παραλία του Λιτόχωρου και μπροστά μας, κάποιες από τις κορυφές του Ολύμπου. Πέρα από τα διαλείμματα που κάναμε για ξεκούραση, η 6ωρη πορεία μας μέχρι το καταφύγιο Αποστολίδη, όπου είχαμε προγραμματίσει να διανυκτερεύσουμε, διακόπηκε άλλες τρεις φορές, όταν μικρές ομάδες γαϊδουριών, οι οποίες λειτουργούν ως μέσο ανεφοδιασμού των καταφυγίων, κατέβαιναν με τους οδηγούς τους, το στενό, για να περπατούν παράλληλα δύο άτομα, μονοπάτι, προς το Λιτόχωρο.
Οι συγκεκριμένες διακοπές της πορείας μας και τα προαναφερθέντα διαλείμματα ήταν οι μόνες μας ευκαιρίες να απολαύσουμε το τοπίο, αφού σκηνοθετικά, το οπτικό πεδίο ενός πεζοπόρου κατά τη διάρκεια της ανάβασης στον Όλυμπο, μπορεί να αποδοθεί σ’ ένα μονοπλάνο που περιλαμβάνει τα εξής: τις μύτες των ορειβατικών παπουτσιών του οι οποίες προσπαθούν εναλλάξ να ισορροπήσουν σε μισοθαμμένες στο χώμα κροκάλες, την ώρα που οι γάμπες του μπροστινού του πεζοπόρου σφίγγονται και χαλαρώνουν εναλλάξ, ανάλογα με το αν το πέλμα που αποτελεί τη φυσική συνέχεια του ποδιού στο οποίο ανήκουν, ακουμπά στο χώμα ή αιωρείται.
(Στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας)
Η 25μελής ερασιτεχνική αποστολή στην οποία συμμετείχα, η οποία απαρτιζόταν από άτομα από 20 έως 50 ετών και η εμπειρία τους ποικίλε από μικρές πεζοπορίες στον Υμηττό μέχρι επανειλημμένες αναβάσεις στον Όλυμπο, είχε τρεις οδηγούς. Ο ένας έπαιζε το ρόλο της ‘σκούπας’, βρισκόταν δηλαδή στο τέλος της ομάδας και δεν επέτρεπε σε κανένα να βρίσκεται πίσω του, ο δεύτερος βρισκόταν στη μέση της ομάδας και ο τρίτος στην κορυφή της, δίνοντας την κατεύθυνση, αλλά και το ρυθμό στους υπολοίπους. Έναν ρυθμό που από τις πρώτες εκατοντάδες μέτρα με έκανε να ακούω τις βαθιές μου ανάσες και τους αυξημένους, για τα φυσιολογικά δεδομένα, παλμούς της καρδιάς μου και να αμφιβάλω για το κατά πόσο θα κατάφερνα να φτάσω μέχρι την κορυφή. Όχι τόσο γιατί ο ρυθμός ήταν γρήγορος, αλλά γιατί η τελευταία φορά που είχα προσπαθήσει να κάνω αντίστοιχη πεζοπορία ήταν δύο χρόνια νωρίτερα, στον Ψηλορείτη.
(Οδεύοντας προς το Οροπέδιο των Μουσών)
Μετά από μία ώρα ανάβασης, η οποία λειτούργησε και ως ζέσταμα, η ανάσα και οι παλμοί μου επανήλθαν στα φυσιολογικά τους επίπεδα, ενώ οι μόνοι ήχοι που άκουγα πλέον ήταν αυτοί από τις αιχμές των μπατόν μου κάθε φορά που έβρισκαν σε κάποια πέτρα αντί στο χώμα, αλλά και τα ‘γκλουπ, γκλουπ, γκλουπ’ του νερού που μετακινούνταν καθώς περπατούσα, μέσα στο μπουκάλι, στο σακίδιο της πλάτης μου. Μετά από μία σύντομη στάση για τουαλέτα, νερό και ξηρούς καρπούς στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας (1940 μέτρα), συνεχίσαμε την πορεία μας προς την κορυφή. Οι ρομπόλες, οι οξιές και τα πεύκα άρχισαν να δίνουν τη θέση τους στους θάμνους και στη χλόη, μέχρι να φτάσουμε στο Οροπέδιο των Μουσών, όπου εξαφανίστηκε σχεδόν κάθε είδους χλωρίδας. Στο βάθος του οροπεδίου φαινόταν το Στεφάνι, η τρίτη ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και στα δεξιά, το καταφύγιο Αποστολίδη (2.697 μ.), από όπου στις 06:45 της επομένης θα ξεκινούσαμε ένα εγχείρημα για το οποίο δεν ήμουν σε καμία περίπτωση προετοιμασμένος. Την αναρρίχηση στον Μύτικα.
Καταφύγιο Αποστολίδη (2.697 μ.)
(Το Στεφάνι, όπως φαίνεται από το καταφύγιο Αποστολίδη)
Σύμφωνα με τον Όμηρο, η αμβροσία, το φαγητό των Θεών, είναι εννέα φορές πιο γλυκιά από μέλι. Μάλλον ο Όμηρος δεν είχε φάει μακαρόνια με κιμά στο καταφύγιο. Ή έστω δεν είχε φάει οτιδήποτε στο καταφύγιο, αφού πρώτα είχε φτάσει στα 2.697 μέτρα υψόμετρο με τα πόδια. Μετά από την 6ωρη επίπονη ανάβαση, ένα πιάτο με μακαρόνια με κιμά και μία χωριάτικη ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση που μπορούσε να μου χαρίσει εκείνη τη στιγμή η ζωή. Η δεύτερη μεγαλύτερη ήταν το βγάλσιμο των ορειβατικών παπουτσιών και η αντικατάστασή τους από σανδάλια. Σανδάλια ή σαγιονάρες που σχεδόν όλοι οι επισκέπτες του καταφυγίου φορούσαμε με κάλτσες, σαν τους βορειοευρωπαίους τουρίστες που κοροϊδεύουμε τα καλοκαίρια, αφού η θερμοκρασία σ’ εκείνο το υψόμετρο ήταν περίπου 15 βαθμούς χαμηλότερη από όση στο επίπεδο της θάλασσας. Πριν το φαγητό προλάβει να φτάσει στον οισοφάγο μου, ξάπλωσα ανάμεσα σε δύο μάλλινες κουβέρτες σ’ ένα από τα 16 κρεβάτια, ενός από τα δωμάτια του καταφυγίου. Αφού ‘μελέτησα’ για δύο ώρες το ταβάνι, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να αρχίσω να νιώθω ξανά το σώμα μου μέσω του πόνου σε αυχένα, τετρακέφαλους και γάμπες, κοιμήθηκα μέχρι τις 06:00.
Μύτικας (2.918 μ.)
(2.918 ακατέβατα)
Η αναρρίχηση στον Μυτικά είναι ό,τι πιο επικίνδυνο έχω κάνει στη ζωή μου. Παρόλα αυτά, λόγω απειρίας, δεν ανησύχησα καθόλου όταν ένας από τους οδηγούς μας μάς χώρισε σε τρεις ομάδες και μάς ανακοίνωσε πως η ομάδα στην οποία θα ανήκα μαζί με άλλα τρία άτομα, σε αντίθεση με τις άλλες δύο, θα έκανε την αναρρίχηση χωρίς σχοινί. Περπατήσαμε ως το σημείο που θα ξεκινούσε η αναρρίχηση. Φόρεσα το κράνος, το οποίο θα με προφύλασσε από ενδεχόμενη πτώση πέτρας, έδεσα σφιχτά το σακίδιο στην πλάτη μου και έριξα όλο το βάρος του σώματός μου στο δεξί μου πόδι, το οποίο πατούσε πλέον σταθερά στην πρώτη εσοχή του βράχου που είχα μπροστά μου και έμοιαζε να έχει το ύψος εξαώροφης πολυκατοικίας. Μέσα σε δύο λεπτά, τα τέσσερα άκρα μου, είχαν σφηνωθεί σε τέσσερα διαφορετικά σημεία του βράχου, σε ύψος τέτοιο που οποιοσδήποτε λάθος υπολογισμός θα με έκανε να μετράω κάμποσα σπασμένα κόκαλα.
Ο ενθουσιασμός του πρωτάρη με ώθησε στο να οδηγώ εγώ την κούρσα της αναρρίχησης. Τα πρώτα σίγουρα βήματα και πιασίματα, διαδέχτηκε η ανασφάλεια. Σύντομα βρέθηκα γαντζωμένος από τον βράχο χωρίς να μπορώ να βρω τρόπο να συνεχίσω την αναρρίχηση. Κοίταξα επάνω και είδα μία παρέα τριών ατόμων να βρίσκονται μία ανάσα από την κορυφή. Κοίταξα δεξιά μου και δεν βρήκα κάποια εσοχή, κατάλληλη για το επόμενο βήμα. Κοίταξα αριστερά, ομοίως. Κοίταξα κάτω και πανικοβλήθηκα. Μία χαράδρα έτοιμη να με ρουφήξει με ‘κοίταζε’ στα μάτια. Δεν έχω υψοφοβία, αλλά ήμουν σίγουρος πως άλλο ένα βλέμμα προς τα κάτω θα ήταν αρκετό για να λιποθυμήσω. Κόλλησα τον κορμό μου στο βράχο, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην κοιτάξω ξανά κάτω και φώναξα τον οδηγό της ομάδας. Εκείνος, έχοντας, λόγω εμπειρίας, καθαρότερο μυαλό από εμένα, μου έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες για το πού έπρεπε να πατήσω, ώστε να συνεχίσω την αναρρίχηση, συμβουλεύοντάς με παράλληλα: ”Γιώργο, ρίχνε το βάρος πάντα στα πόδια. Τα χέρια είναι βοηθητικά’’.
Συνέχισα τηρώντας την υπόσχεσή στον εαυτό μου και τις συμβουλές του οδηγού. Παρόλα αυτά, το momentum δεν με βοηθούσε. Εκεί που βρισκόμουν, πλέον, ο βράχος ήταν σαθρός και ολισθηρός, ενώ στο ύψος του βλέμματός μου υπήρχε μια χάλκινη επιγραφή που με ενημέρωνε πως στο συγκεκριμένο σημείο είχε χάσει τη ζωή του ένας 14χρονος αναρριχητής. Είχα χάσει κάθε ενθουσιασμό και μαύρες σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό μου. Ήθελα απλώς να φτάσω σώος στην κορυφή και να φωνάξω ένα ελικόπτερο για να με κατεβάσει στο καταφύγιο. Συγκεντρώθηκα, σκούπισα εναλλάξ τις ιδρωμένες μου παλάμες στους γοφούς μου και συνέχισα. Μετά από άλλες δύο φορές που φώναξα για βοήθεια τον οδηγό, τρεις που πάτησα με το αριστερό μου πόδι σε σημεία του βράχου που δεν ήξερα αν θα άντεχαν το βάρος μου και μία πέτρα που με βρήκε στο κράνος, βρέθηκα στην κορυφή.
(Στον Μύτικα)
Η χαρά για την επιβίωσή μου ήταν μεγαλύτερη από τον ενθουσιασμό ότι είχα καταφέρει να ανέβω στον Μύτικα. Μπροστά μου, μια παρέα, άγνωστων σε μένα νεαρών, φωτογραφιζόταν με φόντο τη σημαία που είναι καρφωμένη στην κορυφή. Χωρίς κανένα ενδοιασμό τους αγκάλιασα και άρχισα να φωτογραφίζομαι μαζί τους. Η κορυφή έχει το εμβαδόν του σαλονιού ενός δυαριού, στη μέση την ελληνική σημαία και πλάι της ένα σιδερένιο κουτί, το οποίο περιέχει ένα στιλό και ένα τετράδιο, όπου οι περισσότεροι αναρριχητές γράφουν το όνομά τους και την ημερομηνία που ανέβηκαν. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες, χωρίς να μπορώ να αντιληφθώ τη μείωση του οξυγόνου στο συγκεκριμένο υψόμετρο, αφού όπως με ενημέρωσε ένα από τους οδηγούς μας, αρχίζει να γίνεται αισθητή μετά τα 3.300 μέτρα, περπάτησα μέχρι την απέναντι, από αυτή που είχα ανέβει, άκρη της κορυφής και κοίταξα γύρω μου.
Είδα αναρριχητές που, λόγω απόστασης, έμοιαζαν με πολύχρωμες κουκίδες, ν’ ανεβαίνουν σε άλλες, χαμηλότερες κορυφές του Ολύμπου όπως το Σκολιό, το Στεφάνι και ο Προφήτης Ηλίας. Είδα τις ακτίνες του ήλιου να βουτούν στην θάλασσα. Είδα τον ουρανό να ακουμπά το νερό ή ίσως το νερό να ακουμπά τον ουρανό στη γραμμή του ορίζοντα. Κάτι, όμως, έλειπε. Είχα την ανάγκη από ένα σημάδι που θα με έκανε να νιώθω μοναδικός. Θα με έκανε να νιώσω πως εγώ είχα κατακτήσει το βουνό. Ένα δυνατό φύσημα του αέρα, λίγο πιο αδύναμο από όσα θα ήταν αρκετό για να με κάνει να παραπατήσω και το απόκοσμο βουητό που το συνόδεψε, με επανάφεραν στη πραγματικότητα. Το βουνό δεν κατακτιέται. Στέκεται εκεί εδώ και χιλιετίες για να μας δίνει τη ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να το κατακτήσουμε και όταν ανεβαίνουμε στην κορυφή του να μας θυμίζει ότι σε αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα άλλο για να κατακτηθεί πέρα από τον εαυτό μας.
Όταν ο αρχικός ενθουσιασμός και η τάση για φιλοσοφικές αναζητήσεις κόπασαν, άρχισα να σκέφτομαι για το πώς θα κατέβαινα από τον Μύτικα. Το ενδεχόμενο να μην κοιτάω κάτω, δεν βρισκόταν πλέον ανάμεσα στις διαθέσιμες επιλογές. Όταν ανέβηκαν και οι υπόλοιποι της ομάδας, ξεκαθάρισα στον οδηγό πως στην κατάβαση θα ήμουν δεμένος σε σχοινί.
Η κατάβαση
(Ομάδα που κατεβαίνει από τον Μύτικα δεμένη με σχοινί)
Δεν ξέρω αν η βοήθεια του σχοινιού εκτός από ψυχολογική είναι και πρακτική, αφού οι εμπειρότεροι αναρριχητές έλεγαν πως αν δεθούν εφτά πρωτάρηδες με έναν δάσκαλο το πιο πιθανό σε ενδεχόμενο ατύχημα είναι να χτυπήσουν όλοι, πάντως στην κατάβαση ένιωθα τόσο άνετα που κάποιες φορές σταμάτησα για να βγάλω φωτογραφίες. Περιττό να πως όλο το κατέβασμα έγινε χρησιμοποιώντας την πλάτη και τους γοφούς μου.
Μετά από μία 20λεπτη στάση στο καταφύγιο για ξεκούραση και για να γεμίσουμε τα σακίδιά μας με όσα πράγματα είχαμε αφήσει πίσω για να έχουμε λιγότερο βάρος στην αναρρίχηση, ξεκινήσαμε την πορεία μας για το Λιτόχωρο, ακολουθώντας το μονοπάτι από το οποίο είχαμε ανέβει.
(Επιστροφή στο δάσος)
Η 4ωρη κατάβαση από τον Όλυμπο ήταν πιο επώδυνη από όσο είχα φανταστεί. Σε αυτό συνέβαλε τα μέγιστα το κάψιμο στο σβέρκο από τον ήλιο που απέκτησα τη δεύτερη φορά που πέρασα από το -χωρίς ίχνος σκιάς- Οροπέδιο των Μουσών, οι πληγές στις παλάμες από τα μπατόν, ο οξύς πόνος που διαπερνούσε όλο μου το σώμα κάθε φορά που το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού μου ποδιού έβρισκε στο μπροστινό μέρος του παπουτσιού και με ανάγκασε να κάνω τα τελευταία χιλιόμετρα της διαδρομής με πλαγιαστά βήματα.
Κάθε, όμως, μέτρο κατά τη διάρκεια της κατάβασης λειτουργούσε ταυτόχρονα και ως καταπραϋντικό στους προαναφερθέντες πόνους, αφού με έκανε να συνειδητοποιώ πόσο δύσκολο -για την ανύπαρκτη προετοιμασία μου- εγχείρημα είχα ολοκληρώσει, να γνωρίσω ένα τμήμα του Ολύμπου και να ‘κατακτήσω’ τον εαυτό μου.
*Παράφραση του ‘It is not the mountain we conquer but ourselves’ του Edmund Hillary, του πρώτου ανθρώπου που ανέβηκε, επιβεβαιωμένα, στο Έβερεστ.
ΥΓ: Το παρόν κείμενο δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση οδηγό για μελλοντικούς αναρριχητές του Ολύμπου. Πρόκειται, απλώς, για τη διήγηση μιας προσωπικής ταξιδιωτικής εμπειρίας.