Getty Images / Keystone-France/Ideal Image
PROFILE

Η ιδιαίτερη σχέση του Albert Camus με την Ελλάδα

Με αφορμή τη συμπλήρωση 64 χρόνων από τον θάνατο του Albert Camus, επιχειρούμε να φωτίσουμε την ιδιαίτερη σχέση του συγγραφέα/ακαδημαϊκού με τη χώρα μας.

Στα απομνημονεύματά του, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Βασίλης Ραφαηλίδης γράφει για την εποχή που έζησε στην Αλγερία (1962): «Από το πανεπιστήμιο, εκεί απέναντι μου, ξεκίνησε την καριέρα του ως ακαδημαϊκός δάσκαλος ο  γαλλοαλγερινός «πιέντ-νουάρ» Albert Camus του οποίου η μητέρα ήταν Ισπανίδα. Έμοιαζε θαύμα για μένα να βρεθώ σε έναν τόπο που τον ήξερα ήδη από τον Ξένο και την Πανούκλα. Τα είχα μαζί μου αυτά τα βιβλία, θεώρησα υποχρέωση να τα διαβάσω στο φυσικό ντεκόρ που τοποθετεί τη δράση τους ο συγγραφέας». Ο Βασίλης Ραφαηλίδης βρέθηκε στο Αλγέρι για να συνδράμει στην ανεξαρτητοποίηση της Αλγερίας, συμμετέχοντας στο όραμα μιας αρμονικής συνύπαρξης και συνεργασίας ανάμεσα στις εργατικές τάξεις όλων των λαών της μεσογείου. Ο Albert Camus είχε ήδη χαράξει αυτόν τον δρόμο.

Αμοιβαία αγάπη και άγνοια κινδύνου

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης βρισκόταν στην Αλγερία για να συνδράμει στην ανεξαρτητοποίηση των Αλγερινών από τον γαλλικό ζυγό και φαντασιωνόταν πως ζούσε ήδη στο σύμπαν του Mersault, του κεντρικού χαρακτήρα του «Ξένου», του θρυλικού μυθιστορήματος του «δασκάλου» του, όπως αποκαλούσε τον Camus. Αρκετά χρόνια πριν, ο ίδιος ο γαλλοαλγερινός συγγραφέας είχε ήδη προφτάσει να εκφράσει ολοφάνερα την αγάπη του για τον ελληνικό πολιτισμό, μέσα από μια θαρραλέα διάλεξη, που πήγαινε κόντρα στο ρεύμα των κοινωνικών αλλαγών της εποχής, εκείνων που χτυπούσαν το καμπανάκι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η νέα κουλτούρα της Μεσογείου

Στις 8 Φεβρουαρίου του 1937 σε αλγερινό έδαφος ο νεαρός Camus έδινε μία επαναστατική διάλεξη για τη νέα κουλτούρα της Μεσογείου. Η θάλασσα που βρέχει την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και όχι μόνο, δεν υπήρχε λόγος να δεθεί με σχοινιά, να γίνει ένα σύνολο από κράτη με σκληρά, απομονωμένα σύνορα βασιζόμενα σε μια κυνική περιγραφή της κάθε εθνικότητας, θυμίζοντας την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Μεσόγειος μπορούσε να γίνει δύναμη κοινωνικών και οικονομικών συνεργασιών, μπορούσε μέσα από τις διαφορές των εθνών να συνθέσει έναν ενιαίο πολιτισμό, όμοιο με αυτόν του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Με αυτή τη νοοτροπία, τα μεσογειακά κράτη θα είχαν τη δυνατότητα να ανατρέψουν επικίνδυνες ιδεολογίες όπως ο ναζισμός και να προχωρήσουν μπροστά.

Ο Albert Camus επιχείρησε να επισκεφθεί την Ελλάδα για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1939, σε ηλικία 27 ετών, μαζί με την τότε σύντροφό του, Cristian Galideau, έχοντας κυρίως ρομαντικές προθέσεις. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ακύρωσε αυτή την απόδραση, όμως ο νεαρός καθηγητής/συγγραφέας δεν το έβαλε κάτω. Ο Camus βρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1955, ως προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου, λαμβάνοντας μέρος σε μια σειρά διαλόγων υπό τον γενικό τίτλο «To Μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού», μαζί με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ευάγγελο Παπανούτσο, Φαίδωνα Βεγλερή, Γιώργο Θεοτοκά και Νίκο Χατζηκυριάκο- Γκίκα. Σε μια Ελλάδα ρημαγμένη από τη γερμανική κατοχή και τον Εμφύλιο, επιχείρησε να επαναδιατυπώσει τις βαθιά ουμανιστικές και κοινωνικές του ιδέες.

Ο λόγος του Albert Camus ενώπιον του αθηναϊκού κοινού, ο οποίος στη συνέχεια εκδόθηκε υπό τον τίτλο: Αλμπέρ Καμύ- Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μια συζήτηση στην Αθήνα, 1955 περιλάμβανε αυτή την τοποθέτηση: «Υπάρχει μια Ευρώπη αστική, ατομικίστρια, εκείνη που σκέφτεται τα ψυγεία της, τα γαστρονομικά της εστιατόρια, που λέει «εγώ δεν ψηφίζω… εμείς δεν θέλουμε ρομαντισμό ούτε υπερβολές, δεν θέλουμε να ζήσουμε στα όρια ούτε να γνωρίσουμε τη διάσπαση. […] κι αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης». 

Από το 1955 ως τις 4 Ιανουαρίου 1960, την ημέρα του τραγικού θανάτου του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο Camus εξέφρασε ξανά τα φιλελληνικών αποχρώσεων συναισθήματα του, τουλάχιστον σε δύο γνωστές περιστάσεις. Αρχικά, τον Μάρτιο του 1959, όταν κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας υπερισχύοντας κατά μια ψήφο του (βαριά άρρωστου εκείνη την εποχή) Νίκου Καζαντζάκη, στέλνοντας αυτό το γράμμα στη σύντροφο του, Ελένη Ν. Καζαντζάκη:

«Κυρία, πολύ λυπήθηκα που δεν μπόρεσα να έρθω στην πρόσκλησή σας. Είχα πάντα μεγάλο θαυμασμό κι αν το επιτρέπετε ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να αποδείξω και δημοσία στην Αθήνα αυτό μου τον θαυμασμό, τον καιρό που η επίσημη Ελλάδα έκανε “μούτρα” στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος που δέχτηκε το ακροατήριο -οι περισσότεροι φοιτητές- τη μαρτυρία μου αποτελούσε την πιο όμορφη αναγνώριση, που μπορούσε να λάβει το έργο και η δράση του συζύγου σας.

Κι ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχτώ μια τιμή, που ο Καζαντζάκης άξιζε πολύ περισσότερο, έλαβα ένα τηλεγράφημά του από τα πιο θερμά. Λίγο υστερότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμά του αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες προτού πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι ένας από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε».

Στη συνέχεια, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ο Camus βρέθηκε στη Λέσβο, προσκεκλημένος του ψυχιάτρου Άγγελου Κατακουζηνού και της οικογένειας του. Ο συγγραφέας, γνωρίζοντας για πρώτη φορά το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο είχε πει μεταξύ άλλων στον Κατακουζηνό: «Άγγελε, είναι ο τόπος των Θεών. Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου, ποιος ξέρει, ίσως και για πάντα».

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 4 Ιανουαρίου του 2021 από τον Γιάννη Δημητρέλλο.