Η ιστορία πίσω από τη μεγάλη ληστεία στο Καζίνο της Πάρνηθας
- 6 ΙΑΝ 2024
Η ληστεία της χρηματαποστολής του καζίνου της Πάρνηθας σημειώθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2006, γύρω στις 11.30 το πρωί, στο ύψος της 18ης στάσης της λεωφόρου Πάρνηθας. Οι υπάλληλοι της “Wackenhut”, της εταιρείας που είχε αναλάβει τη χρηματαποστολή, δεν άργησαν να ειδοποιήσουν την αστυνομία, αλλά αυτό δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Στην αρχή τουλάχιστον. Όσα μπλόκα και αν έστησαν -στο Μενίδι, στους Θρακομακεδόνες κλπ- δεν κατάφεραν να σταματήσουν τους δράστες. Ούτε το κλεμμένο φορτηγό που έμεινε πίσω μπορούσε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Αυτό που θα πρόδιδε τελικά τους δράστες θα ήταν ο ερασιτεχνισμός τους.
Πληροφοριοδότες θα δώσουν αρχικά δύο ονόματα στους αξιωματικούς της αστυνομίας και οι κεραίες των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας θα κάνουν όλη την υπόλοιπη δουλειά. Αυτές θα «μιλήσουν». Το στίγμα του κινητού του ενός υπόπτου δείχνει ότι βρισκόταν στην περιοχή όταν συνέβη η ληστεία.
Επρόκειτο για τον 38χρονο πρώην υπαξιωματικό της Αεροπορίας, Αναστάσιο Λιαρτή, αρχηγό της συμμορίας και τακτικό θαμώνα του καζίνου. Ο Λιαρτής μάλιστα εργαζόταν στην προσωπική ασφάλεια του τότε βουλευτή Φθιώτιδας της Νέας Δημοκρατίας, Ηλία Καλλιώρα, γεγονός που του είχε επιτρέψει να έχει νόμιμα όπλο στην κατοχή του. Ωστόσο, ο βουλευτής θα υποστηρίξει ότι η συνεργασία τους διακόπηκε σχεδόν 15 μήνες πριν από τη ληστεία.
Πιο συγκεκριμένα, το κινητό του Λιαρτή «πιάστηκε» την ημέρα και την ώρα της ληστείας από τις κεραίες της Vodafone να «περνά» από τα Κάτω Πατήσια, τον κόμβο της Κηφισιάς στην Εθνική Οδό, στην Πάρνηθα, στη Βαρυμπόμπη, στον Άγιο Στέφανο, στο Μενίδι, στις Τρεις Γέφυρες και τέλος στη Λιοσίων.
Όλη αυτή η διαδρομή έδειξε ότι ξεκίνησε απ’ το διαμέρισμά του, έφτασε κοντά στο καζίνο όπου έγινε η ληστεία και 10 λεπτά αργότερα, ξεκίνησε την επιστροφή του για την πόλη.
Οι κλήσεις του κινητού του θα προδώσουν και τους βασικούς συνεργούς του, ανθρώπους εκτός υποψίας με λευκό ποινικό μητρώο: έναν 40χρονο ζαχαροπλάστη από τα Καμένα Βούρλα, έναν 36χρονο οδηγό φορτηγών από την Κύμη Ευβοίας -οι δύο τους ήταν και κουμπάροι-, έναν ακόμη 36χρονο από τη Μάνδρα Αττικής, τον 20χρονο γιο του, κι έναν 53χρονο έμπορο από τα Φάρσαλα. Στη ληστεία τους βοήθησαν δύο ακόμη άτομα αλβανικής καταγωγής, τα μόνα που ήταν γνωστά για τα πάρε-δώσε τους με τον νόμο.
Πώς βρέθηκαν, λοιπόν, μαζί όλοι αυτοί;
Σύμφωνα με την κατάθεση του ζαχαροπλάστη, Θανάση Κοσμά, τον τελευταίο χρόνο αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες καθώς μπήκε εγγυητής σε επιταγές ύψους 300.000 ευρώ. Οι τοκογλύφοι τον πίεζαν για τα λεφτά τους και ως λύση, ο Λιαρτής ο συντοπίτης του, τού πέταξε την ιδέα να ληστέψουν τη χρηματαποστολή με τα λεφτά του καζίνου.
«Μας είπε ότι, αν πάει καλά η δουλειά, έχει στο μυαλό του και μία άλλη, να χτυπήσουμε και άλλη χρηματαποστολή, στα γραφεία της εταιρείας security στον Βοτανικό, όπου μαζεύονται τα λεφτά. Μάλιστα μας ανέφερε ότι έχει άνθρωπο για να του δώσει τη δουλειά αυτή», θα πει στην κατάθεσή του.
Αυτός ο «άνθρωπος» του πρώην υπαξιωματικού ήταν τελικά ένας ακόμη συντοπίτης του, ένας 33χρονος υπάλληλος της Wachenhut, που τον προμήθευε με πληροφορίες για τα δρομολόγια των χρηματαποστολών.
Μετά από έρευνες της αστυνομίας, στην κατοχή τους βρέθηκαν δύο πιστόλια, ένα στιλέτο, ένα ζευγάρι χειροπέδες, μπλοκ επιταγών, βιβλιάρια καταθέσεων και μια χειροβομβίδα. Ήταν τέτοιος ο ερασιτεχνισμός τους που στην κατοχή τους βρέθηκαν και η βαριοπούλα με την οποία είχαν σπάσει το παρμπρίζ του θωρακισμένου αυτοκινήτου αλλά και το κλεμμένο όχημα που χρησιμοποίησαν για να διαφύγουν. Πλέον η υπόθεση θεωρούταν λυμένη για τις αστυνομικές αρχές.
Από τους δύο δράστες που είχαν προηγούμενα με τον νόμο, ο ένας με το ψευδώνυμο «Τόμι» βρισκόταν ήδη στη φυλακή για άλλη υπόθεση, όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή του στη ληστεία. Ο πρώην πορτιέρης της νυχτερινής Αθήνας είχε καταδικαστεί για τη μεταφορά 56 κιλών χασίς και για ληστεία σε βάρος ενός 50χρονου, με λεία 34.800 ευρώ.
Δεν έλειψαν όμως και οι διαφωνίες ανάμεσα στα συνολικά εννέα μέλη της σπείρας για τη μοιρασιά. Τρία απ’ τα μέλη, τσιγγάνοι στην καταγωγή, διαφώνησαν και έτσι ο ένας απήγαγε τον γιο του άλλου προκειμένου να πάρει τελικά μεγαλύτερο μερίδιο.
Σύμφωνα πάντα με την Αστυνομία, το μεγαλύτερο κομμάτι της «πίτας» πήγε στον Λιαρτή, ο οποίος δεν έχασε καθόλου χρόνο. Μέσα στους δυόμιση μήνες που πέρασαν από τη μέρα της ληστείας μέχρι τη σύλληψή του, πρόλαβε να αγοράσει ακριβό αμάξι, να φύγει για πολυήμερες διακοπές σε πανάκριβα ξενοδοχεία και, με το βλέμμα του στο μέλλον, να επενδύσει και σε ένα ινστιτούτο spa στο Κολωνάκι.
Μετά τη σύλληψή του υπέδειξε στους αστυνομικούς την τραπεζική θυρίδα όπου έκρυβε 390.000 ευρώ, τα λεφτά που του είχαν απομείνει απ’ το μερίδιό του. Το υπόλοιπο όμως ένα εκατομμύριο της ληστείας που υπολογίζεται ότι είχε απομείνει στα χέρια των δραστών, δε βρέθηκε ποτέ.
Το 2007, ακριβώς στο ίδιο σημείο που έγινε και η προηγούμενη ληστεία, άγνωστοι θα προσπαθήσουν ξανά να ληστέψουν το όχημα που κουβαλούσε τους σάκους με τα χρήματα. Αυτή τη φορά όμως, παρά το μπλόκο που έστησαν στη μέση του δρόμου με τα αυτοκίνητά τους και παρά τις σφαίρες που έριχναν στο θωρακισμένο όχημα, δε θα τα καταφέρουν. Ο οδηγός θα αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και θα τους ξεφύγει.