Η ιστορία της πιο διάσημης ελληνικής λέξης στον πλανήτη
- 8 ΝΟΕ 2024
Σε όποια γωνιά της Γης και αν πατήσεις το πόδι σου, είναι πολύ πιθανό να γελάσει κάποιος δίπλα σου (ή να σε κοπανήσει) αν πεις την πιο γνωστή -μακράν της δεύτερης- λέξη της ελληνικής γλώσσας. Τολμώ να πω ότι αυτό που σκέφτεσαι είναι πιο γνωστό και από όλους τους ιατρικούς όρους που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως, διαχρονικά.
Πώς όμως, έγινε το «μαλάκας» αυτό που είναι σήμερα;
Η διαδρομή ήταν μεγάλη αν σκεφτείς ότι προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μαλακία» (στην ιωνική διάλεκτο μαλακίη). Χρησιμοποιείτο για να περιγράψει κάποιον μαλθακό, μειλίχιο, μαλακό ή με έλλειψη δύναμης (αδύναμο) ιδιαίτερα σε χαρακτήρα, συνηθισμένο στις πολυτέλειες της ζωής.
Το αντίθετο χαρακτηριστικό ήταν η καρτερία (καρτερία, υπομονετική αντοχή, επιμονή).
O πολυθρυλούμενος όρος απευθυνόταν ωστόσο, και σε άνδρες που ήταν υπερβολικά ευγενικοί, θηλυπρεπείς και ομοφυλόφιλοι.
Ειρήσθω εν παρόδω, το λατινικό malacia υποδήλωνε την απόλυτη ηρεμία.
Για την ιστορία, στον Επιτάφιο του Περικλή (έργο του Θουκυδίδη) το «φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ΄ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» προς του Αθηναίους, σημαίνει ότι απολάμβαναν το όμορφο και με λιτό τρόπο, χωρίς πολλά χρήματα και πολυτέλειες και παράλληλα φιλοσοφούσαν χωρίς να γίνονται μαλθακοί.
Στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη αναφέρεται το «το δ’ αποθνήσκειν φεύγοντα πενίαν, ή έρωτα, η τι λυπηρόν, Ουκ ανδρείου, αλλά μάλλον δειλού. Μαλακία γάρ το φεύγειν τα επίπονα» που αναφέρεται στους λόγους που άνθρωποι αυτοκτονούσαν (φτώχεια, ερωτική απογοήτευση, απόγνωση από ένα λυπηρό γεγονός).
Η σύνδεση με τον αυνανισμό (μαλακιάω/μαλακίω) αρχικά αφορούσε τις γυναίκες. Στα μεσαιωνικά χρόνια, έπιασε και το ανδρικό φύλο, καθώς συσχετίστηκε για πρώτη φορά η πράξη με τη χαζομάρα. Προηγουμένως η μαλακία ‘έγινε’ εξασθένιση. Η παθητική χρήση σήμαινε «αυνανίζομαι» και η ενεργητική «κραδαίνω».
Στα νεότερα χρόνια, ταυτίστηκε με τη διανοητική ανεπάρκεια (σημερινό «μαλάκυνση εγκεφάλου»), με την εκκλησία να σηματοδοτεί με τον όρο τη σωματική (νόσος) και νοητική (μαλακία) πάθηση (βλ. «από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» του Κατά Ματθαίου Δ 23, Θ 35 και Ι 1). Σε μετάφραση κειμένου στην Εστία, το 1888, αποδόθηκε ως «γεροξεκούτης» (ramolli, μαλάκας, ο πάσχων από μαλάκυνσιν).
Mε τα χρόνια εξελίχθηκε σε αργκό με πολυεπίπεδες έννοιες. Ανάλογα με το ύφος μας, σημαίνει και διαφορετικό πράγμα. Από «αδελφός» έως μαλάκας. Ερευνητές έχουν εξηγήσει πως η προσαρμοστικότητα της λέξης τη ‘βοήθησε’ να ριζώσει στη γλώσσα μας και να αποκτήσει πολιτιστική σημασία.
YΓ: Τα παραπάνω ανήκουν σε λεξικά και στο ChatGPT που αποδείχθηκε εξόχως ενημερωμένο επί του θέματος.