Η ιστορία του «Αυτιά», του μεγαλύτερου Έλληνα διαρρήκτη
- 16 ΙΑΝ 2021
Τι γινόταν όμως αν κάποιος άνοιγε την πόρτα; Ο Αυτιάς δεν ήταν ένας βίαιος τύπος. Με σένια εμφάνιση -κοστούμι, γραβάτα, γυαλισμένα παπούτσια και ένα πούρο στο χέρι- είχε την κατάλληλη εμφάνιση για να ξεγελάει τα θύματα του. Στην περίπτωση που ανοίγοντας την πόρτα, βρισκόταν μπροστά στον ένοικο του σπιτιού, έλεγε ότι έψαχνε κάποιον, πετούσε ένα τυχαίο ψεύτικο όνομα, άκουγε το «κάνετε λάθος, δεν είναι κανείς εδώ με αυτό το όνομα», ζητούσε συγγνώμη ευγενικά και έφευγε.
Να πούμε και πότε έδρασε: Από το 1975 μέχρι το 1983, όταν και συνελήφθη. Όχι, από κάποιο λάθος του ή επ’ αυτοφώρω. Η σύλληψη ήταν μιλημένη. Ένας συνεργάτης του έσπασε.
Και το σημαντικότερο: Πόσα σπίτια είχε ανοίξει; Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά, αλλά υπολογίζονται λίγο περισσότερα από 500. Ο ίδιος ομολόγησε μόνο 110 διαρρήξεις, γιατί όπως είπε δε θυμόταν τις υπόλοιπες.
Ο Αυτιάς δε γεννήθηκε εγκληματίας. Προτού βουτηχτεί στην παρανομία είχε περάσει από διάφορες δουλειές. Σερβιτόρος, ναυτικός, εργάτης και μαιτρ σε μεγάλα μαγαζιά. Ήταν ένας τυπικός οικογενειάρχης της εποχής του, όπου έκανε τα πάντα για να μεγαλώσει τα δύο του παιδιά. Όλοι είχαν μια καλή κουβέντα να πουν για αυτόν. Εργοδότες, συνάδελφοι, φίλοι και συγγενείς. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για την παράλληλη ζωή του.
Η πορεία του στον χώρο της παρανομίας ξεκίνησε όταν γνώρισε τον αδερφό μίας γνωστής τραγουδίστριας, τον Κ.Β. Έτσι ειπώθηκε στο δικαστήριο, ότι αυτός τον έμπλεξε. Του έδειχνε ποια σπίτια ήταν άδεια, και τον περίμενε μέσα στο αυτοκίνητο, προσέχοντας μην εμφανιστεί ο ένοικος ή η αστυνομία. Τα χρήματα και τα κλοπιμαία τα μοιράζονταν στη μέση, μέχρι που ο Κ.Β άλλαξε θέση στον χώρο του υποκόσμου. «Προβιβάστηκε» σε κλεπταποδόχο και όχι μόνο δικό του.
Το ερώτημα είναι πώς ένας άνθρωπος που δεν είχε προηγουμένως καμία σχέση με τις διαρρήξεις, έγινε τελικά τόσο «καλός» σ’ αυτό. Δεν άφησε ποτέ πίσω του κάποιο δαχτυλικό αποτύπωμα ή οποιοδήποτε άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο, εκτός από το αποτύπωμα του αυτιού του στην πόρτα. Και είχε υιοθετήσει και μία άκρως επιτυχημένη τακτική όπως είδαμε. Πέρα από το κόλπο «με το αυτί και το κουδούνι», χτυπούσε μόνο πρωί, μεταξύ 10.00 με 13.00, όταν και οι περισσότεροι λείπουν σε εξωτερικές δουλειές. Το μόνο εργαλείο που χρειαζόταν ήταν δύο λοστούς για να σπάσει την κλειδαριά. Τόσα χρόνια, τόσες διαρρήξεις και ποτέ κάποιος θόρυβος, κάποια ύποπτη κίνηση δεν τον πρόδωσε.
Πρώτη φορά βρέθηκε στη ζωή του με τόσα χρήματα και δεν τα λυπήθηκε. Ο τρόπος ζωής του άλλαξε σχεδόν αμέσως. Αγόρασε τέσσερα αυτοκίνητα, πήρε μία έπαυλη στην Κινέτα, άνοιξε μαγαζί στην Αθήνα και γενικώς ξόδευε πολύ χρήμα σε προϊόντα και «υπηρεσίες» που αφορούσαν την καλοπέρασή του.
Σύντομα άρχισε να ζει και μία έντονη νυχτερινή ζωή. Τα μπαρ της Τρούμπας εξελίχθηκαν σε στέκια του, όπου για λόγους ασφάλειας, συστηνόταν με το ψεύτικο όνομα, «Γιώργος Σταματελόπουλος». Δε σταματούσε εκεί. Παρουσιαζόταν και ως αστυνομικός της Δίωξης Ναρκωτικών, για να έχει όσο το δυνατόν καλύτερη περιποίηση από τους μαγαζάτορες. Ένα θράσος που δεν τον χαντάκωσε ακόμα και όταν τον κάλεσαν να δράσει πραγματικά σαν αστυνομικός. Κάποιο βράδυ που βγήκαν μαχαίρια ανάμεσα σε κάτι άντρες από την Αίγυπτο, άνθρωποι του μαγαζιού του ζήτησαν να επέμβει. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω και μάλλον τα κατάφερε και υπερβολικά καλά, συλλαμβάνοντας τους δράστες με την απειλή του πιστολιού του και στη συνέχεια, παραδίδοντάς τους στην αστυνομία.
Υπάρχουν όμως και μια σειρά από περιστατικά που δείχνουν ότι διέφερε αρκετά από το πρότυπο του εγκληματία όπως το έχουμε στο μυαλό μας. Υπάρχει η μαρτυρία ότι σε μια απ’ τις πολλές διαρρήξεις του, μπήκε σε ένα σπίτι όπου βρήκε ένα παιδί να κοιμάται στο δωμάτιο του. Έφυγε χωρίς να πάρει τίποτα, προκειμένου μην το ξυπνήσει και το τρομάξει.
Σε μία ακόμη «μπούκα» που δεν πήγε όπως την περίμενε, βρέθηκε μπροστά σε μία έγκυο γυναίκα. Παρότι, άνοιξε την πόρτα με τους λοστούς και όλη αυτήν τη διαδικασία που όσο να ‘ναι, είναι δύσκολο να την παρουσιάσεις ως κάτι άλλο, σε αυτήν την περίπτωση έβαλε τα δυνατά του να την πείσει ότι ήταν υδραυλικός και να μη φοβάται. Απλώς ήρθε μετά από ένα τηλεφώνημα για να διορθώσει κάποια βλάβη. Αφού την καθησύχασε, έφυγε χωρίς να πειράξει τίποτα.
Υπάρχει και η μαρτυρία ότι από ένα σπίτι, όχι μόνο δεν έφυγε με χρήματα και κλοπιμαία, άλλα άφησε και 25.000 δρχ. Ο λόγος; Βρήκε ένα μωρό να κοιμάται στην κούνια και ένα σπίτι σε τόσο άθλια κατάσταση που έδειχνε ότι οι γονείς του μωρού αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Το τέλος του Αυτιά ήρθε όταν συνέλαβαν τον κλεπταποδόχο του. Ο δεύτερος την πάτησε προσπαθώντας να πουλήσει σε αστυνομικούς που προσποιούνταν τους πολίτες ένα όπλο που είχε κλέψει ο συνεργός του από σπίτι άλλου αστυνομικού. Έσπασε κατά την ανάκριση και έδωσε το όνομα του Περδικάρη.
Δεν τον συνέλαβαν αμέσως. Ο Αυτιάς πρόλαβε να διαφύγει στην Κεφαλλονιά, τον τόπο καταγωγής του και να κρυφτεί στο πατρικό του. Οι τύψεις όμως δεν τον άφηναν σε ησυχία. Ζητούσε απαντήσεις απ’ τον Θεό και ένα βράδυ ένιωσε πως τον καλούσε να παραδοθεί. Το επόμενο πρωί εξομολογήθηκε σε μία εκκλησία του νησιού και στη συνέχεια παραδόθηκε στους αστυνομικούς.
Η πίστη του στον Θεό ενισχύθηκε μετά τη σύλληψή του. Απέδιδε όλες τις πράξεις του στο «θέλημα του Σατανά» και για να εξιλεωθεί μπροστά στα μάτια Θεού και ανθρώπων, έδωσε πίσω 45 εκατομμύρια δραχμές και την έπαυλή του στην Κινέτα, ως ελάχιστη αποζημίωση στους ανθρώπους που είχε βλάψει. Καταδικάστηκε σε 17 χρόνια φυλάκισης και εξέτισε τα 14 απ’ αυτά, προτού επιστρέψει καθαρός πίσω στην κοινωνία.
Το 2013 εμφανίστηκε στην εκπομπή «Μίλα» της Τατιάνας Στεφανίδου όπου περιέγραψε ένα μεγάλο κομμάτι της δράσης του αλλά και της στροφής του στον Θεό: