Η κλιμάκωση της βίας στην Ελλάδα, μέσα από τα σχολεία
- 22 ΔΕΚ 2023
Το τελευταίο διάστημα, δύο διαφορετικά -ανάμεσα σε άλλα- περιστατικά, ανέβηκαν στον αφρό της επικαιρότητας και τα δύο, παρά τον τόπο, τον τρόπο ή το τελικό τους αποτέλεσμα, μοιράζονται κάτι κοινό: τη χρήση βίας. Φυσικά, δεν είναι τα μόνο περιστατικά που «σόκαραν» την ελληνική κοινωνία, απλώς έτυχε λόγω των ιδιαιτεροτήτων και της επικινδυνότητας που παρουσιάζουν, να λάβουν τη μέγιστη (ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις) προβολή από την τηλεόραση και τα sites.
Από κοντά και τα social media, η σύγχρονη μορφή ενημέρωσης/παραπληροφόρησης που χρησιμοποιούνται και ως πεδίο ανταλλαγής απόψεων. Και τα δύο περιστατικά, πάντως, αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις, καταδικάστηκαν από την πλειοψηφία όσων τα χρησιμοποιούν.
Το πρώτο από τα περιστατικό βίας, χρονικά, έλαβε χώρα στου Ρέντη και πιο συγκεκριμένα, έξω από το «Μελίνα Μερκούρη» εκεί όπου ένας αστυνομικός τραυματίστηκε σοβαρά (ακρωτηριασμός του ενός ποδιού) από τη ναυτική φωτοβολίδα ενός 18χρονου. Ο 18χρονος, βρέθηκε ανάμεσα σε μία ομάδα περίπου 40 οπαδών. Αλήθεια, όμως, πόσο μας σόκαρε το αποτέλεσμα της επίθεσης των χούλιγκαν και κατά πόσο «πέσαμε» από τα σύννεφα;
Σύμφωνα με τον ιστορικό και συγγραφέα Κωστή Παπαϊωάννου, ο οποίος έχει διατελέσει Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «η συμμετοχή στον σύνδεσμο είναι καταλυτική» καθώς η ένταξη και η σύγκρουση, όπως και παρότρυνση από άλλους, βρίσκονται στην ταυτότητα των συνδέσμων, υποστηρίζοντας ωστόσο πως η υψηλής έντασης βία, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τις μεγάλες ομάδες ατόμων, φέρνοντας τα παραδείγματα του Ζακ Κωστόπουλου, του Αντώνη Καργιώτη και του Σαχζάτ Λουκμάν. «Η κλιμάκωση της βίας, όμως, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Σοκάρει η χαμηλή ηλικία, αγόρια και κορίτσια υιοθετούν πρακτικές βίας».
Η Νάσια Φάντη, ψυχολόγος, θεωρεί επίσης ότι η ανάγκη των ανθρώπων για σύναψη σχέσεων, δημιουργία δεσμών και η επιθυμία να ανήκουν σε μια ομάδα, σε ένα περιβάλλον, είναι ζωτικής σημασίας και πως «η ανάγκη να ‘’ανήκει’’ ο έφηβος σε μια ομάδα είναι αυτή η οποία καθορίζει στην ουσία τη συμπεριφορά του και τον κάνει να ”εξαρτάται” και να αποδέχεται ”άνευ” όρων την επίδραση των συνομηλίκων. Η αντικοινωνική συμπεριφορά τους προσδίδει κύρος και ανδρισμό, ο έφηβος γίνεται ένα με την ομάδα και εξαρτάται από αυτή, σε βαθμό ώστε πολύ δύσκολα κάποιο από τα μέλη της ομάδας να ενεργεί διαφορετικά, ακόμη και όταν οι ενέργειες της ομάδας παίρνουν παραβατικό χαρακτήρα».
Στον Εισαγγελέα Πειραιά ο 18χρονος κατηγορούμενος για τη ναυτική φωτοβολίδα προς τον αστυνομικό στα επεισόδια έξω από το κλειστό γήπεδο «Μελίνα Μερκούρη».
Οι παραβατικές συμπεριφορές στα σχολεία
Πριν από μερικές ημέρες, μια μητέρα στον Βόλο κατήγγειλε πως ο 7χρονος γιος της έφερε σημάδια από μαρκαδόρο στα οπίσθιά του καθώς ένας μεγαλύτερος συμμαθητής του, έπαιξε τρίλιζα στο συγκεκριμένο σημείο. «Προσωπικά έχω υπάρξει μάρτυρας πολλών άσχημων συμπεριφορών», λέει η Γ. Φ., δασκάλα, η οποία διδάσκει στην 3η τάξη δημοτικού, σε σχολείο της Αθήνας. «Πρόσφατα, δύο μαθητές οκτώ χρονών μετά από διένεξη, στρίμωξαν ένα άλλο παιδί κρατώντας τον από το πίσω μέρος του λαιμού του, ώστε να μην μπορεί να φύγει, μέχρι να έρθει ο φίλος τους και να του πει αυτά που ήθελε. Ευτυχώς, αντιλήφθηκα το γεγονός όμως οι ”θύτες” πραγματικά δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το λάθος τους, λέγοντας μου πως ”…απλά τον κρατάγαμε για να μη φύγει μέχρι να του μιλήσει ο φίλος μας”».
Στην ερώτηση για το ποιος είναι ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου και πώς μπορεί το δεύτερο να προλάβει καταστάσεις ή να εκπαιδεύσει σωστά ώστε να μειωθούν παρόμοια περιστατικά, η Γ.Φ. απαντά πως «ο ρόλος του σχολείου σε αυτή την ιδιόμορφη κατάσταση μπορεί να είναι καθοριστικός αν καλλιεργήσει τη συναισθηματική και κοινωνική νοημοσύνη του παιδιού μέσα από διαφορετικές δράσεις και προσεγγίσεις. Δυστυχώς, στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο κάτι τέτοιο γίνεται μόνο επιφανειακά μέσα από τις ”Δεξιότητες”, όπως ονομάζεται το μάθημα. Επομένως, πια άπτεται της ιδιωτικής πρωτοβουλίας του κάθε διδάσκοντα να προσεγγίσει με δικά του μέσα και υλικό τα τόσο κομβικά στις μέρες μας ζητήματα. Οι συζητήσεις και η αλληλεπίδραση που μπορεί να έχει το τρίγωνο εκπαιδευτικός – γονέας – σχολείο είναι μεγίστης σημασίας».
«Η πρώτη αντίδραση των εκπαιδευτικών είναι ότι δεν μας κάνει καμία απολύτως εντύπωση πια όταν ακούμε τέτοιες ειδήσεις που αφορούν μαθητές», λέει στο OneMan η Σ.Τ., καθηγήτρια ΕΠΑΛ. «Η δεύτερη σκέψη που μας περνάει από το μυαλό είναι για το πώς διαχειρίζεται το κάθε περιστατικό βίας ο εκάστοτε σύλλογος διδασκόντων. Η καθημερινότητα στα σχολεία είναι ένας αγώνας για τους εκπαιδευτικούς. Προσπαθούμε όχι μόνο να κρατήσουμε τον παιδαγωγικό μας ρόλο αλλά και ταυτόχρονα να είμαστε ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, ενώ πνιγόμαστε στη γραφειοκρατία».
Όσον αφορά τα περιστατικά βίας, η ίδια εξηγεί πως έχει γίνει μάρτυρας πολλών τόσο εντός όσο και εκτός της αίθουσας. «Μέσα στην τάξη υπήρξε προφορικό bullying με πολύ άσχημες εκφράσεις και απειλές από μεριά του θύτη. Εκτός τάξης έχω βρεθεί μπροστά σε χειροδικία μεταξύ μαθητών που κατέληξε σε μώλωπες και βαθιές πληγές, ήταν πολύ δύσκολο να τους χωρίσουμε από τον καυγά. Σε τέτοια περιστατικά συμμετέχουν και κορίτσια και αγόρια, προσωπικά δεν έχω παρατηρήσει διαφορές λόγω φύλου».
Η κατάσταση που επικρατεί στα ΕΠΑΛ, ωστόσο, είναι γνωστή και η Σ.Τ., τονίζει πως «τα σχολεία είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, δεν λειτουργούν ξεχωριστά από αυτήν, ούτε οι μαθητές βρίσκονται σε ”θόλο”. Στα ΕΠΑΛ συνήθως βλέπουμε να φοιτούν μαθητές από φτωχότερες οικογένειες, που θέλουν να γίνουν επαγγελματίες, να μάθουν μια τέχνη και να εργαστούν. Πολλοί δε μαθητές εργάζονται ταυτόχρονα με το σχολείο. Το πρωί δηλαδή βρίσκονται στα θρανία και το απόγευμα στη δουλειά. Η φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και τα χρόνια της κρίσης έχουν οδηγήσει στη μεγαλύτερη κοινωνική ανισότητα και αδιέξοδο. Όταν οι έφηβοι μαθητές γυρνούν στο σπίτι, όπου λόγω οικονομικών δυσκολιών ή και ανεργίας, αντιμετωπίζουν μια δύσκολη κατάσταση και επιστρέφουν στο σχολείο, όπου λείπουν κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι και καθηγητές (οι προσλήψεις γίνονται με το σταγονόμετρο και πολύ αργά), αντιδρούν. Αντιδρούν και δεν ξέρουν πως να διαχειριστούν αυτή τους την αντίδραση και προς που να τη στρέψουν».
«Ένα παιδί που λαμβάνει αποδοχή, υποστήριξη, ενσυναίσθηση και αγάπη», εξηγεί η Νάσια Φάντη, «είναι σε θέση να νιώσει ασφάλεια, να αναπτύξει αυτοεκτίμηση και να χτίσει μια αυτοεικόνα που θα χαρακτηρίζεται και η ίδια από αυτά τα χαρακτηριστικά. Αν ένα παιδί επιδεικνύει αποκλίνουσα συμπεριφορά, δεν το απομονώνουμε. Πρέπει να του παρέχουμε τη στήριξη που χρειάζεται, ώστε να ανακάμψει από αυτό και να βελτιωθεί. Φυσικά, πρέπει να απευθυνόμαστε σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας, στον Ψυχολόγο του σχολείου (αν υπάρχει, βέβαια), ώστε να γίνει κι η ανάλογη εκτίμηση και να αποφασίζεται από κοινού ο τρόπος αντιμετώπισης, τόσο συμβουλευτικά/ψυχοθεραπευτικά, όσο και φαρμακευτικά, αν είναι αναγκαίο».
Η ανάπτυξη της παραβατικής συμπεριφορά σε νεαρή ηλικία και ο ρόλος των social media
«Η επίδειξη αποκλίνουσας συμπεριφοράς μπορεί να οφείλεται τόσο σε γενετικούς, βιολογικούς παράγοντες, όσο και σε περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς», σημειώνει η Νάσια Φάντη. «Μπορεί να είναι αποτέλεσμα Αντικοινωνικής Διαταραχής Προσωπικότητας, η οποία επισήμως διαγιγνώσκεται από τα 18, αλλά εμφανή σημάδια της υπάρχουν από μικρότερη ηλικία, όπως η αδιαφορία για τις ανάγκες, τα συναισθήματα και τα δικαιώματα των άλλων, έλλειψη ενσυναίσθησης, αδυναμία συμμόρφωσης με τους ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες, ασταθής, παρορμητική συμπεριφορά και επιθετικότητα προς ζώα και ανθρώπους».
Ακόμη και σε τέτοιο υπόβαθρο, όμως, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση τέτοιας συμπεριφοράς. Η συναισθηματική παραμέληση, επιθετικότητα, βίαιη συμπεριφορά, έλλειψη αγάπης, φροντίδας και ασφάλειας από τους γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον, οδηγούν το παιδί σε συναισθήματα άγχους και θυμού».
Το να βρεις ένα άτομο που κρατά τις αποστάσεις του από τα social media, είναι πλέον δύσκολο. Άλλωστε, αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας και, σχεδόν κάθε «είδηση», ευχάριστη ή δυσάρεστη, είναι βέβαιο πως θα γίνει γνωστή μέσα από τις πλατφόρμες. Μόνο που, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκτός από το να μεταφέρουν γρήγορα μια είδηση, μπορούν πολύ εύκολα να διαμορφώσουν συνειδήσεις, να δημιουργήσουν τάσεις, να επηρεάσουν μια προσωπικότητα (ειδικά αν εκείνη ακόμα πλάθεται) και, εν τέλει, να οδηγήσουν σε παραβατικές συμπεριφορές.
«Τα social media είναι μια μορφή αυτοεπιβεβαίωσης και προσφέρουν μια ομαδικότητα, μια έμμεση συλλογικότητα» μου εξηγεί ο Κωστής Παπαϊωάννου καθώς συζητάμε για το πώς μπορούν να επηρεάσουν τους νέους οδηγώντας τους σε παραβατικές συμπεριφορές. «Όλα μπορούν να πάρουν μια μορφή διαπόμπευσης ώστε να έρθει η επιβεβαίωση από τους άλλους». Η Νάσια Φάντη, τονίζει και εκείνη τη σημαντικότητά τους. «Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα ΜΜΕ και τα social media, ανεξάντλητη πηγή σκηνών βίας – πραγματικών ή μυθοπλασίας. Το παιδί και ο έφηβος που τώρα χτίζουν την προσωπικότητα και την αυτοεικόνα τους, μπαίνουν σε διαδικασίες μίμησης οποιασδήποτε συμπεριφοράς τους κάνει κλικ».