iStock
ΚΟΣΜΟΣ

Η μόνη γλώσσα στον κόσμο που δεν έχει «ναι» και «όχι»

Στα μέρη του Νεπάλ υπάρχει μια γλώσσα που κινδυνεύει να εξαφανιστεί, ενώ αποτελεί μια μοναδική περίπτωση μελέτης για τους γλωσσολόγους.

Μπορεί καθώς χρησιμοποιούμε την καθομιλουμένη να μην μας προβληματίζει σχεδόν καθόλου, αλλά ένας μεγάλος πονοκέφαλος για όσους αλλόγλωσσους επιχειρούν να διδαχθούν τα νέα ελληνικά θα είναι η περιβόητη διπλή άρνηση: σε αντίθεση με τις περισσότερες γλώσσες (νεκρές ή ζωντανές) όπου αποτελεί γραμματικό λάθος να χρησιμοποιήσει κάποιος δύο αρνήσεις, π.χ. αρνητικό μόριο μαζί με αρνητική αντωνυμία, στα νέα ελληνικά όχι μόνο επιτρέπεται αλλά επιβάλλεται κιόλας.

Αυτό το γεγονός μάς οδηγεί ενίοτε σε σπαζοκεφαλιές. Να ένα παράδειγμα: «Αυτή την Τετάρτη δεν θα γίνουν μαθήματα σε όλα τα σχολεία της Αττικής». Με αυτή την τυπικά σωστή αλλά διφορούμενη σύνταξη, ο αποδέκτης αδυνατεί να καταλάβει τελικά αν η σχολική αργία αφορά το σύνολο των σχολείων ή μόνο μερικά από αυτά.

Βέβαια, στον τομέα των γλωσσολογικών παράδοξων ανά την υφήλιο υπάρχει μια περίπτωση που ξεχωρίζει πολύ άνετα: πρόκειται για τη γλώσσα Κουσούντα στα μέρη του Νεπάλ, μια διάλεκτος ιθαγενών η οποία σήμερα τείνει να εξαφανιστεί, ενώ από πολλούς γλωσσολόγους αναγνωρίζεται ως ένα σύστημα εξαιρετικά μοναδικό που συνδέεται ελάχιστα ή και καθόλου με τα υπόλοιπα γλωσσικά συστήματα που γνωρίζουμε.

Μάλιστα, οι μελετητές δεν έχουν εξακριβώσει την προέλευσή της και έτσι είναι αδύνατο να εξηγήσουν πολλές από τις ιδιαιτερότητες που εμπεριέχει, όπως η ανυπαρξία των λέξεων «ναι» και «όχι», είτε λέξεις για τις κατευθύνσεις όπως «αριστερά» και «δεξιά». Η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι η διάλεκτος των Κουσούντα προέρχεται από μια αρχαία αυτόχθονη γλώσσα η οποίο χρησιμοποιούταν σε όλες τις περιοχές των υπο-Ιμαλαΐων, πριν από την άφιξη των θιβετιανών-βουρμανικών και ινδοαριανών φυλών.

Κουσούντα, μια πολύ ιδιαίτερη γλώσσα

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Wikipedia, για αρκετές δεκαετίες θεωρούταν ότι η γλώσσα Κουσούντα ήταν στο όριο της εξαφάνισης, χωρίς να υπάρχει εν ζωή κάποιος ιθαγενής της ομώνυμης κοινότητας των Νεπαλέζων (Κουσούντα) που να τη γνωρίζει σε βάθος. Όμως, το 2004 τρία άτομα της κοινότητας Κουσούντα μεταφέρθηκαν στο Κατμαντού για βοήθεια σχετικά με τα έγγραφα υπηκοότητας και τα μέλη του Πανεπιστημίου Τριβουνάν διαπίστωσαν πως ένας εξ αυτών, κάτοικος της νότιας περιφέρειας Ρόλπα, ήταν άριστος ομιλητής της γλώσσας.

Έκτοτε υλοποιούνται προσπάθειες για να παραμείνει ζωντανή η ιδιαίτερη αυτή γλώσσα, ως σπουδαίο στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς και κομβικής σημασίας για τους περιθωριοποιημένους Κουσούντος, οι οποίοι σήμερα ζουν στο Ντανγκ, μια αγροτική περιοχή στα δυτικά του Νεπάλ, ενώ για δεκαετίες βίωναν πρακτικές αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Σε αυτό το μέρος βρέθηκε το 2022 δημοσιογράφος του BBC, συναντώντας το άτομο που θεωρείται πως είναι το μόνο που μιλάει σήμερα τη γλώσσα των προγόνων του.

«Οι άνθρωποι κορόιδευαν τη γλώσσα μας και έλεγαν ότι δεν είναι φυσιολογική και οι ομιλητές της στιγματίζονταν», είχε δηλώσει η Hima Kusunda μετά το μάθημα στο σχολείο που φοιτά στο Ντανγκ. Εκεί, η Επιτροπή Γλώσσας του Νεπάλ διεξάγει μαθήματα Κουσούντα από το 2019, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τη γλώσσα ζωντανή. «Προτού έρθω στο σχολείο στο Ντανγκ, δεν γνώριζα καθόλου τη γλώσσα Κουσούντα, αλλά τώρα είμαι περήφανη που τα μιλάω, ακόμη και αν δεν τα έμαθα από μικρή».

Σύμφωνα με τον γλωσσολόγο Bhojraj Gautam στον οποίον απευθύνθηκε το BBC, η συγκεκριμένη γλώσσα έχει απειροελάχιστες λέξεις που να υπονοούν (ούτε καν να δηλώνουν) κάτι το αρνητικό. Αντίθετα, χρησιμοποιείται ένα ευρύτερο πλαίσιο για να αποδοθεί το νόημα της άρνησης, π.χ. «αν επιθυμείτε να πείτε “δεν θέλω τσάι”, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το ρήμα πίνω, αλλά σε μια μορφή που υποδηλώνει πολύ χαμηλή πιθανότητα να πιείτε τσάι».