1999 Eurokinissi
ΕΓΚΛΗΜΑ

Η νύχτα που ο Ματθαίος Μονσελάς δολοφόνησε τη γυναίκα που φοβόταν να αυτοκτονήσει

Η ιστορία του παρκαδόρου που δέχτηκε να δολοφονήσει τη Γιόλα Βαγενά από οίκτο, και όχι για τα χρήματα.
Είχε φορέσει τις ωτοασπίδες της και περίμενε να την πυροβολήσει. Με γυρισμένη την πλάτη, σε μια ερημιά που ο Ματθαίος Μονσελάς δεν θα κατάφερνε ποτέ να εντοπίσει ξανά, τον παρακαλούσε να δώσει τέλος στην κατάθλιψη που την ταλαιπωρούσε. Ο 39χρονος παρκαδόρος θα πατήσει τη σκανδάλη τρεις φορές και λίγες ημέρες αργότερα, θα ορκιζόταν ότι το μόνο που προσπάθησε να κάνει ήταν να την τραυματίσει, ότι επέλεξε εκείνα τα σημεία του σώματος που, κανονικά, δεν επιφέρουν τον θάνατο.

Δεν τα κατάφερε όμως. Η Γιόλα Βαγενά έπεσε νεκρή και εκείνο το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου του 1994 θα σήμαινε και το τέλος της δικής του ήσυχης, φυσιολογικής, συνηθισμένης ζωής.

Η υπόθεση συγκλόνισε την κοινή γνώμη αλλά και τους νομικούς κύκλους. Ποιος ήταν το θύμα και ποιος ο θύτης σε αυτήν την περίπτωση, ποιος μπορούσε να το πει με ακρίβεια;

Αυτή η λεπτή γραμμή θα γινόταν και η αιτία για τα μόλις τέσσερα χρόνια που τελικά θα περνούσε στη φυλακή.


1999 Eurokinissi

Το «τυπικά» θύμα

Η Γεωργία Βαγενά -«Γιόλα» για τους δικούς της ανθρώπους- ήταν μία 40χρονη οδοντίατρος μέσα σε έναν γάμο που κατέρρεε. Ο σύζυγός της, τον οποίο λάτρευε, είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση με μία νοσηλεύτρια και μετά από 20 χρόνια γάμου, έβλεπε ότι τίποτα δεν ανέβαλε έστω και λίγο το τέλος που πλησίαζε.

Δεν μπορούσε να το δεχτεί. Αναζήτησε τη στήριξη μέσα στο ιατρείο ενός ψυχιάτρου, όμως η φαρμακευτική αγωγή που της υπέδειξε, όχι μόνο δεν απέδωσε, αλλά σύμφωνα με κάποιους, έκανε τις αυτοκτονικές της τάσεις ακόμη εντονότερες.

Ο εισαγγελέας θα πει αργότερα για εκείνη:

«(…) Ο σύζυγός της, μολονότι είχαν ζήσει μαζί 20 χρόνια, δεν είχε καταλάβει την ψυχική της κατάσταση και μάλιστα τα Χριστούγεννα, ημέρα οικογενειακής γιορτής, την πέταξε από το σπίτι. Δεν τη βοήθησε ούτε και όταν του είπε ότι θα αυτοκτονήσει. Της απάντησε “αυτό είναι επιλογή σου”».

Στο δικαστήριο θα επιβεβαιώσουν κι άλλοι ότι έψαχνε τρόπους να αυτοκτονήσει. Η αδελφή της θα πει ότι την πίεζε να την πετάξει απ’ την ταράτσα, ο αδελφός του άντρα της θα πει ότι σε ανύποπτη στιγμή του είχε αποκαλύψει ότι έψαχνε έναν άνθρωπο να τη σκοτώσει επ’ αμοιβή.

Ένας ακόμη άντρας, ελαιοχρωματιστής, θα εξομολογηθεί ότι είχε ζητήσει κι από εκείνον βοήθεια:

«Με ρώτησε αν ξέρω κανέναν ηλεκτρολόγο», θα πει στο δικαστήριο «για να συνδέσει τα καλώδια όταν εκείνη θα έμπαινε στο μπάνιο μαζί με τον άντρα της για να αυτοκτονήσουν».

Η Γιόλα Βαγενά έψαχνε τον δολοφόνο της και σύντομα θα τον έβρισκε στο πρόσωπο του Ματθαίου Μονσελά.

Ο «τυπικά» θύτης

Ο Ματθαίος Μονσελάς ήταν ένας μοναχικός τύπος, χωρίς πολλούς φίλους και χωρίς σύντροφο. Εργαζόταν σε ένα πάρκινγκ της Χαριλάου Τρικούπη, πολύ κοντά με την πολυκατοικία όπου η Γιόλα Βαγενά διατηρούσε το ιατρείο της. Εκείνη άφηνε καθημερινά το αυτοκίνητό της στο πάρκινγκ, με τη σχέση τους να μπορεί να χαρακτηριστεί απλά ως η τυπική μεταξύ παρκαδόρου και πελάτη.

«Λέγαμε ένα “γεια” και τυπικά πράγματα. Τίποτα άλλο» θα πει αργότερα ο ίδιος.


1999 Eurokinissi

Μέχρι που η ίδια θα αρχίσει να τον προσεγγίζει και να επιδιώκει μία πιο στενή επαφή. Θα του μιλάει περισσότερο, θα δείξει ενδιαφέρον κι εκείνος θα κολακευτεί. Κάποια στιγμή θα του ζητήσει να έρθει στο ιατρείο της «για να του φτιάξει τα δόντια». Θα μείνουν όμως μόνο στα λόγια, καθώς ο Μονσελάς φοβόταν τους οδοντίατρους. Παρ’ όλα αυτά οι συναντήσεις τους θα συνεχιστούν, θα πυκνώσουν και μία ιδιότυπη φιλία θα αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ τους.

Η πλύση εγκεφάλου(;)

Οι δυο τους θα κάνουν ατελείωτες συζητήσεις, με όλες να περιστρέφονται γύρω απ’ τον αποτυχημένο γάμο της και την πρόθεσή της να αυτοκτονήσει. Πηγαίνουν συχνά βόλτες με το αυτοκίνητο, ακόμη και εκτός Αθηνών, με εκείνη να του επαναλαμβάνει συνεχώς ότι χρειάζεται τη βοήθειά του για να πεθάνει.

Ο Μονσελάς έχει αρχίσει να κουράζεται, άλλωστε δεν τη βλέπει ερωτικά. Πιστεύει ότι ανήκουν και οι δύο σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους, κοινωνικά, οικονομικά… Δεν θέλει όμως να σταματήσει να τη βλέπει γιατί πιστεύει ότι έχει τη δύναμη να την πείσει να μη βάλει τέλος στη ζωή της.

Ένα απ’ τα βράδια που γυρίζουν, η Γιόλα θα βγάλει ένα όπλο. «Μου το έδωσε ένας φίλος μου δικηγόρος, έχω και σφαίρες, σε παρακαλώ, πάμε να το τελειώσουμε…», θα του πει με εκείνον να της το αρπάζει απ’ τα χέρια, προκειμένου να μην κάνει κακό στον εαυτό της. Λίγες ημέρες αργότερα, πάλι μέσα στο αυτοκίνητο και ενώ έχουν φτάσει στο Σχηματάρι, θα του ζητήσει και πάλι να τη σκοτώσει. Είναι σταματημένοι, έχουν βγει απ’ το αυτοκίνητο και στην έκκλησή της για βοήθεια ο Μονσελάς θα απαντήσει πυροβολώντας στον αέρα. Πίστευε ότι αυτή η κίνηση θα την αφύπνιζε, αλλά έκανε λάθος.

«Από τότε που μου έδειξε το όπλο, με το αυτοκίνητό της με έπαιρνε και με πήγαινε σε ερημικές τοποθεσίες της Κορίνθου, της Χαλκίδας, της Λαμίας και της Αττικής», θα πει αργότερα ο ίδιος στο δικαστήριο. «Όταν φτάναμε στα ερημικά σημεία, μου ζητούσε να τη σκοτώσω λέγοντάς μου ότι δεν μας έβλεπε κανένας επειδή ήταν ερημιά και νυχτερινές ώρες. Είχαμε πάει στις εν λόγω τοποθεσίες περίπου δέκα φορές».


1999 Eurokinissi

Η νύχτα του φόνου

Στις 11 Ιανουαρίου του 1994 ο Μονσελάς θα αρνηθεί αρχικά να συναντηθούν. Εκείνη όμως επιμένει, έχει εκνευριστεί μαζί του και εκείνος νιώθει ότι δεν μπορεί να πει «όχι». «Μου έλεγε πιεστικά να πάμε για να τελειώσει», θα πει ο ίδιος. Θα μπει στο αυτοκίνητό της -για τελευταία φορά- και θα ξεκινήσουν για την καθιερωμένη απομακρυσμένη βόλτα τους.

Κάπου στο Μαρκόπουλο θα σταματήσουν. Το σημείο είναι ερημικό, μοιάζει ιδανικό γι’ αυτό που η Βαγενά του ζητούσε επίμονα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής: να τη σκοτώσει.

«Βγήκε από το αμάξι και άρχισε να απομακρύνεται. Κάποια στιγμή σταμάτησε, γύρισε προς τα εμένα και μου είπε, άντε καλά είναι εδώ, εντάξει. Μετά από τα λόγια αυτά η Γιόλα, μου γύρισε την πλάτη. Εγώ με το πιστόλι που εκείνη τη στιγμή γέμισα ή μάλλον όπλισα, πυροβόλησα από απόσταση δύο περίπου μέτρων τρεις φορές κατ’ αυτής. Αυτή τότε έπεσε κάτω και καθώς έπεφτε άκουσα ένα βογκητό της», θα πει αργότερα στην κατάθεση του.

Θα την αφήσει να κείτεται νεκρή στο σημείο, θα κάτσει στη θέση του οδηγού και θα αρχίσει να περιπλανιέται στην περιοχή, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε κάνει. Στην περιοχή Κουβαρά θα εγκαταλείψει το αυτοκίνητο, και θα συνεχίσει με τα πόδια ψάχνοντας να βγει στον κεντρικό δρόμο. Στη διαδρομή θα ξεφορτωθεί και το όπλο του εγκλήματος, παρέα με τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Θα κάνει ωτοστόπ, ένας οδηγός θα τον μεταφέρει μέχρι τη Γλυφάδα κι από εκεί με ταξί θα φτάσει στη δουλειά του. Ξημέρωνε και η βάρδια του στο πάρκινγκ θα άρχιζε όπου να ‘ναι.


1999 Eurokinissi

Η σύλληψη και η καταδίκη

Το πτώμα της Βαγενά δεν άργησε να βρεθεί. Οι αστυνομικοί έστρεψαν τις έρευνές τους προς συγκεκριμένα πρόσωπα, ένα απ’ τα οποία ήταν και ο 39χρονος παρκαδόρος. Θα τον καλέσουν για κατάθεση, θα τα μπερδέψει, θα πέσει σε αντιφάσεις. Θα αρνηθεί ότι ήταν ο ίδιος ο δολοφόνος, θα πει πώς εκείνο το βράδυ βρισκόταν στην Πάτρα και πώς γύρισε μόνο και μόνο για να προλάβει την πρωινή του βάρδια. Δε θα πείσει κανέναν και σύντομα θα ομολογήσει.

«Ό,τι έκανα το έκανα από οίκτο προς τη Γιόλα» θα αναφέρει στους αστυνομικούς, συμπληρώνοντας πως προσπάθησε μόνο να την τραυματίσει, γι’ αυτό και δεν της έριξε στο κεφάλι.

«Πίστευα ότι δεν θα πέθαινε και ότι μετά από αυτό θα μετάνιωνε και δεν θα με ξαναενοχλούσε, ο δε σύζυγός της, στον οποίο είχε πει ότι θα αυτοκτονούσε, θα την έπαιρνε στα σοβαρά και θα ξανασμίγανε», θα πει. «Θεωρώ βλάκα τον εαυτό μου, γιατί ασχολιόμουν με τον άλλο άνθρωπο αντί να κοιτάξω εμένα».

Στη δίκη που θα ακολουθήσει, η εισαγγελέας θα είναι καταπέλτης εναντίον του συζύγου της Βαγενά.

«Η Γιόλα Βαγενά, δραστήρια και καταξιωμένη επιστήμων, γεμάτη ζωή και ζωντάνια, ανακάλυψε ότι αυτός που αγαπούσε διατηρούσε σχέσεις με κάποια νοσηλεύτρια. Αυτό την φόρτισε ψυχικά, την τραυμάτισε και από κει και πέρα είχε ψυχολογικά προβλήματα. Παρά τις προσπάθειές της να διακόψει ο σύζυγός της, εκείνος την αγνόησε και αυτή άρχισε να δείχνει σημεία κατάθλιψης (…) Η Βαγενά αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιους ανθρώπους. Ανταπόκριση είχε από τον κατηγορούμενο. Αυτός, αντί να της δώσει κουράγιο, προσφέρθηκε να δώσει τέρμα στη ζωή της».


1999 Eurokinissi

Το ίδιο σκληρή ήταν και με τον κατηγορούμενο:

«Πώς θα την απέτρεπε από την ιδέα του θανάτου, όπως μας είπε εδώ, όταν την οδηγούσε σε μέρη ερημικά και σκοτεινά; Πώς προσπαθούσε να την αποτρέψει με εικονικές εκτελέσεις; Έχουμε έναν κατηγορούμενο που διέπραξε ένα στυγνό έγκλημα, του οποίου το μυστικό πήρε μαζί του το θύμα και δεν ξέρουμε αν κι εκείνο το βράδυ του ζήτησε να τη σκοτώσει. Υπήρξε μεθόδευση από πλευράς του να εξαφανίσει τα ίχνη που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του. Ενήργησε συνειδητά και με πλήρη διαύγεια. Φρονώ ότι υπήρχε κάποιας μορφής επιρροή του θύματος, ζητώ όμως να κηρυχτεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο, με μόνο ελαφρυντικό αυτό του προτέρου εντίμου βίου. Αν δεν υπήρχε το χέρι του Μονσελά, η Γιόλα Βαγενά θα ήταν ζωντανή και θα είχε βρει λύση στο πρόβλημά της…».

12 χρόνια και 9 μήνες θα είναι η ποινή που θα του επιβληθεί, αποδεικνύοντας και στην πράξη πόσο δύσκολο ήταν για τον δικαστικό κόσμο να αποφανθεί για αυτήν την πρωτοφανή υπόθεση.

Στη μικρή ποινή βοήθησαν και ο συνυπολογισμός του πρότερου έντιμου βίου του δράστη, αλλά και το γεγονός ότι δεν είχε πληρωθεί για το έγκλημά του.

«Πιστεύω ότι ο Θεός και η Γιόλα με έχουν δικαιώσει», θα δηλώσει ο κατηγορούμενος αμέσως μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας.

Στις 30 Δεκεμβρίου 1998, ο Ματθαίος Μονσελάς θα αποφυλακιστεί μετά και τη συμπλήρωση των 3/5 της ποινής του.

Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να βρει δουλειά, θα καταλήξει να ζει έως και σήμερα ως άστεγος στην ευρύτερη περιοχή του Φιλοπάππου, με το δίκαιο παράπονο ότι η κοινωνία δεν του έδωσε ποτέ μία δεύτερη ευκαιρία.

Exit mobile version