Η πρωταγωνίστρια του Ρετιρέ που κατέδωσε τον serial killer ανιψιό της
Όταν η Κούλα Αγαγιώτου έμαθε ότι ζούσε μαζί με ένα μανιακό δολοφόνο.
- 17 ΑΠΡ 2021
Μεσάνυχτα. Μία γυναίκα είναι ξαπλωμένη στη μέση του δρόμου. Ένας σαστισμένος περαστικός που έχει σκύψει πάνω απ’ το πτώμα της, ένα περιπολικό που φτάνει -πολύ αργά- και μία λίμνη από αίμα συμπληρώνουν το κινηματογραφικό σκηνικό. Όχι όμως και ο δολοφόνος. Εκείνος έχει προλάβει να ξεφύγει -τουλάχιστον προς το παρόν.
Η γυναίκα ονομάζεται Μαρία Μπαβέα και η αστυνομία, προκειμένου να αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι του εγκλήματος που συνέβη εκείνο το βράδυ, το βράδυ της 23ης Απριλίου του 1964, θα ξεκινήσει από ό,τι έχει στα χέρια της, δηλαδή μόνο το όνομα και τα στοιχεία της γυναίκας. Συγγενείς, συνάδελφοι, ακόμη και ο αρραβωνιαστικός της, Λάζαρος Μαυρίδης και η παραλίγο πεθερά της θα περάσουν απ’ το τμήμα. Οι ανακρίσεις όμως δεν οδηγούν πουθενά. Κανείς δεν ξέρει ποιος και γιατί τη σκότωσε. Η πιθανότητα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών έχει αποκλειστεί, το ίδιο και να έπεσε θύμα κάποιου κρυφού εραστή.
Βρισκόμαστε όμως στη δεκαετία του ‘60 και μια λεπτομέρεια που θα γίνει γνωστή θα οδηγήσει τις εφημερίδες της εποχής να σκυλεύσουν το πτώμα της.
Ο αρραβωνιαστικός της κοπέλας την είχε αναγκάσει να περάσει από ιατρική εξέταση παρθενίας, καθώς φοβόταν ότι δεν ήταν «αγνή». Αυτή και μόνο η πληροφορία αρκούσε για να της κολλήσουν οι εφημερίδες τη ρετσινιά ότι ήταν μία γυναίκα της νύχτας, ύποπτη, ίσως και πόρνη, απ’ αυτές που «θέλουν και τα παθαίνουν». Πραγματικά, για τρεις βδομάδες οι φήμες και το victim blaming θα οργιάσουν.
Στις 12 Μαΐου μία ηθοποιός, η Κούλα Αγαγιώτου, θα παραδώσει στην αστυνομία το όπλο του εγκλήματος. Είναι ένα μαχαίρι, το οποίο μάλιστα το βρήκε μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Η ηθοποιός που αργότερα θα γινόταν γνωστή και μέσα απ’ το Ρετιρέ, ζούσε στο ίδιο διαμέρισμα με τη μητέρα της και τον ανιψιό της. Την περίοδο που έλαβε χώρα το έγκλημα έλειπε σε παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη με τη Σμαρούλα Γιούλη. Όταν γύρισε βρήκε, στο δωμάτιο του ανιψιού της ένα σακάκι με ίχνη αίματος στο αριστερό μανίκι, ένα παντελόνι το οποίο επίσης είχε λεκέδες από αίμα, πρόχειρα καθαρισμένους, και ένα μαχαίρι.
Το μαχαίρι το έδωσε σε έναν φίλο της ανθοπώλη για να το πετάξει, κάτι που είχε κάνει και την προηγούμενη χρονιά με ένα χαλασμένο πιστόλι που και πάλι είχε βρει στο δωμάτιο του ανιψιού της. Όταν όμως θα μάθει ότι ο 19χρονος ανιψιός της καυχήθηκε σε μία άλλη θεία του, ότι σκότωσε μία γυναίκα, θα ζητήσει πίσω το μαχαίρι και θα το παραδώσει στην αστυνομία.
Στις 16 Μαΐου ο Δημήτρης Ζάγκας θα συλληφθεί και θα ομολογήσει ότι αυτός είναι ο δολοφόνος. Όμως γρήγορα οι αστυνομικοί θα καταλάβουν ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του. Ο άνθρωπος είναι προφανώς άρρωστος.
Το βράδυ του φόνου, η Μαρία Μπαβέα απλώς έτυχε να περνάει απ’ το λάθος σημείο τη λάθος ώρα. Ο Ζάγκας δεν τη γνώριζε, δεν είχε λόγο να τη σκοτώσει. Όπως αποδείχτηκε το μόνο του κίνητρο ήταν η βαθιά επιθυμία του να δολοφονήσει μία γυναίκα, οποιαδήποτε.
Εκείνο το βράδυ ξεκίνησε να ψάχνει το θύμα του από την Πλατεία Συντάγματος, αλλά ο κόσμος και η φασαρία της πλατείας δεν του έδινε την ευκαιρία που έψαχνε. Έφυγε, γύρισε στο σπίτι του πατέρα του, και λίγη ώρα μετά ξαναβγήκε στον δρόμο αποφασισμένος.
Κάποια στιγμή στο Παγκράτι θα εντοπίσει μία γυναίκα να περπατάει μόνη της και θα την ακολουθήσει, με το μαχαίρι στο αριστερό του χέρι. Δεν βρίσκει την ευκαιρία να της επιτεθεί. Υπάρχει κόσμος στα μπαλκόνια, φοβάται μην τον δουν. Όταν όμως η γυναίκα θα στρίψει σε ένα σκοτεινό στενό θα της επιτεθεί και θα τη μαχαιρώσει στην πλάτη. Η Μαρία Μπαβέα θα φωνάξει, αλλά εκείνος θα προλάβει να γίνει καπνός προτού προλάβουν να τον αντιληφθούν.
Μετά τη σύλληψή του, έναν χρόνο αργότερα τον Ιούνιο του 1965, ο Δημήτρης Ζάγκας θα βρεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών κι εκεί θα έρθουν στο φως γνωστές και άγνωστες πτυχές της προσωπικής του ιστορίας.
Οι γονείς του Δημήτρη Ζάγκα χώρισαν όταν εκείνος ήταν ακόμη μωρό, έξι μήνες μόλις μετά τον γάμο τους, με τη μητέρα του να κλείνεται στο ψυχιατρείο. Έτσι αναγκάστηκε να μεγαλώσει με τη θεία του και τη γιαγιά του, μισώντας τη μητέρα του και γιατί «τον γέννησε άσχημο». Το γεγονός αυτό μαζί με την αδυναμία του να προφέρει σωστά το «ρο», θεώρησε ότι ήταν οι βασικές αιτίες που τον κορόιδευαν στο σχολείο, αναγκάζοντάς τον να το σταματήσει νωρίς. Την ίδια εποχή άρχισε να μοιράζεται αριστερά δεξιά το όνειρό του, που δεν ήταν άλλο απ’ το να κάνει πλαστική εγχείρηση «για να μοιάζει στον Δον Ζουάν».
Δημοσιεύματα της εποχής τον ήθελαν φανατικό θαυμαστή του Τζακ του Αντεροβγάλτη και του Καλιγούλα, καθώς και των κηδειών. Όποτε έβλεπε κηδεία ακολουθούσε την πομπή έως το νεκροταφείο και παρακολουθούσε αποσβολωμένος μέχρι και τη στιγμή που ο άγνωστος σε εκείνον νεκρός θα κατέβαινε στην τελευταία του κατοικία.
Στα 16 του νοσηλεύτηκε για πέντε μήνες σε ψυχιατρική κλινική, όπου και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Η απόρριψή του από μία κοπέλα θα τον κάνει να μισήσει τις γυναίκες και να έχει ως στόχο της ζωής του «να σκοτώσει όσες πιο πολλές γυναίκες μπορούσε και μετά να σκοτωθεί και ο ίδιος σε συμπλοκή». Τουλάχιστον αυτές ήταν οι πληροφορίες που διέρρεαν στον έτσι κι αλλιώς προβληματικό και προκατειλημμένο Τύπο της εποχής.
Στη δίκη η ηθοποιός που είχε μεγάλη αδυναμία στον ανιψιό της και τον είχε μεγαλώσει ως παιδί της, θα περάσει δύσκολα, θα ακούσει ακόμα και την κατηγορία από την υπεράσπιση ότι παράδωσε το παιδί στην αστυνομία «για να διαφημιστεί, επειδή είναι ηθοποιός». Θα τα βάλει μαζί της και ο ίδιος ο Ζάγκας, φωνάζοντάς της «είσαι μία γελοία ηθοποιός». Όλα αυτά τα γεγονότα θα συνεχίσουν να πληγώνουν την Κούλα Αγαγιώτου μέχρι και το τέλος της ζωής της, το 2006.
Στις 13 Ιουνίου του 1965, το δικαστήριο θα κρίνει τον κατηγορούμενο ένοχο για τον φόνο αλλά με το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως. «Ο κατηγορούμενος είναι ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος» θα πει μεταξύ άλλων ο δικαστής, στέλνοντας τον καταδικασθέντα σε ψυχιατρική κλινική και όχι στη φυλακή.